Αναζήτηση
Αποτελέσματα 2701-2800 από 4029
Τα σάλια ντως τρώνε
(1949)
Υπερβολίκη φιλία
Η κοιλιά 'ναι κάραβος κι απού τη συνορίζεται γάϊδαρος
(1920)
Κάραβος = καράβι, πλοίον, ιστιοφόρον
Κατά τον ψύλλο και τ' ασκίν του
(1920)
Ασκί = το δέρμα του (ασκί, ασκός, τουλούμι)
Κοντός ψαλμός αλληλούϊα
(1920)
Όντε κλέφτουνε μη κλέφτης, κι όντε διαλαλούνε μη σε γνοιάζη
(1920)
Διαλαλώ = διακηρύττω
Όμοιος τον όμοιον αγαπά
(1920)
Ανάθεμά τα τα κούτουλ' αγρίμια
(1892)
Σημείωση: Κούτουλο το εκ του γένους των κερασφόρων άνευ κεράτων ζώον. Αγρίμι αίγαγρος κούτουλος δεν υπάρχει
Του γύρισε τον κουνενό
(1892)
Σημείωση: Αι γόησσαι μεταξύ άλλων γοητειών προς απόλαυσιν του έρωτος τινος, αναστρέφουσιν ένα κουνενόν, ήτοι εγχώριον πήλινον δίωτον αγγείον εις ό χύνουν οι τυροκόμοι το ανθόγαλα την στάκαν
Να ΄χε κέρατα ήθελε να σε κουτουλήση
(1892)
Ερμηνεία: Φέρεται όταν ζητής τις και δεν ανευρίσκει πράγμα κείμενον προ ζων οφθαλμών αυτού
Χθες επερνούσαν οι γερανοί την κούνια του
(1892)
Ερμηνεία: Φέρεται περί των αποκρυπτόντων την πραγματικήν ηλικίαν των
Και τω σκυλώ λέει καλημέρα
(1892)
Ερμηνεία: Ήλθε δ' εις βαθμόν να μη διακρίνη τους κύνας από των ανθρώπων
Του δωκε ένα καλάι
(1892)
Του δίνω ένα καλάι σημαίνει κασσιτερώνω εις άπαξ
Ε! κεφαλή, και την πάεις και του μπαρπέρη!
(1892)
Ερμηνεία: Εις έμφασιν ελεεινολογίας
Τού καμε ταυτιά του κουνάλι από το τράβηγμα
(1918)
Κουνάλι=σύκον υπερώριμο
Απού κάθεται μαργώνει κι΄απού προπατεί μαζώνει
(1888)
Μαργώνω = μουδιώ, ναρκώνομαι εκ της υπερβολικής ψύχρας
Καιρό θωρείς, καιρό μην αγοράζης
(1888)
Ερμηνεία: Καιρός ενταύθα σημαίνει ωρισμένη πρίοδος χρόνου
Ο ετάζων καρδιάς και νεφτούς
(1914)
Τα 'καμε σκούψι νάψη
(1917)
Τα εσπατάλησε, εγενήκανε σκούψι
Στ' αυτί μου κρέμεται
(1892)
Ερμηνεία: Όταν ο δείνας σας ζηεί ωρισμένον πρόσωπον ή αντικείμενον, και το βλέπει ότι δεν υπάρχει, λαμβάνει την απάντησιν ταύτην ειρωνικώς
Κάλλια 'ναι δυό κακοί πάρ' έναν αντρειωμένο
(1926)
Δυό προσφέρουν περισφέρει εις έστω και ανδρειωμένος
Κουρέματα σου σαν τσ' αμπλάς, μια λύρα σαν τ' Αντώνη
(1892)
Σημείωση: Τσ' άμπλα = πρεσβυτέρα αδελφή. Ερμηνεία: Ελεεινολογητική φράσις
Βήσσαλο θέλει 'ς την κεφαλή
(1925)
Λέγεται επί ανθρώπου μοιρολογούντος. Το βήσσαλο, γαστρί (όστρακον) το τυλίσσω εις ένα πανί καί τό επιθέτω εις τήν κεφαλήν τού πάσχοντος εκ ζεβέλας (εγκεφαλικής νόσου) ζώου επί δυό τρείς ώρας. Αν δεν είναι προχωρημένη η ...
Οι γάιδαροι δεν τρώνε αθότυρο
(1947)
Προς ανάξιον ν' αναμιχθή με υψηλοτέρας υποθέσεις και να κατανοήση αυτάς
Εξεκουμούλωσε η καρδιά ντου κα κλαίη
(1888)
Εκουνήθη εκ της θέσεως της ανετράπη
Τ' αδικοκάμωτο φλουρί που δεν το γράφ' ο νόμος δύσκολα το κληρονομά ο τρίτος κληρονόμος
(1937)
Όσα αποχτηθούν άδικα, χάνονται γρήγορα
Είπαμε πολλά και σώνει ας λαλήση κ' άλλ' αηδόνι
(1892)
Ερμηνεία: Εις δήλωσιν εξαντλήσεως διαλέξεως ή διαθέσεως προς διασκέδασιν
Μύλος νά μή γυρίση καί πίττα νά μή τού λείψη
(1926)
Λέγεται πρός τινά, όστις χωρίς νά εργάζεται αυτός προσωπικώνς, τά θέλει όλα έτοιμα
Όποιος κρίνει δυό και θωρεί μόνο ένα κακός κριτής είναι
(1937)
Ερμηνεία: Ο δικαστής για να κρίνη δίκια πρέπει ν' ακούση και τους δυο αντιδίκους
Να σου πη ο παπάς στ' αυτί κ' ο διάκος στο ριζαύτι
(1892)
Συνοδεύεται από κείμενο...
Εσπείραμε σαν του λαγού τα παιδιά
(1919)
Περί παιδονομίας
Καλιά 'ναι μια καλή λαδιά παρά μεγάλη βεντέμα
Σημείωση: Μεγάλη ή καλή λαδιά όταν οι ελιές χύνουν πολύ λάδι, βεντέμα = εσοδεία ελαιών
Μυίγιαν εχάφτ' ο νηστικός παρά κιαουλιάς χαλλιά 'το
Στάθης Β, στ. 352
Από τον Κάνεβο κρασί κι' από τ' Ασκούφου λάδι
(1926)
Ειρωνικώς διότι ο συνοικισμός Κάνεβος δεν παράγει οίνον ούτε ο Ασκούφου έλαιον
Πάνω λαδιού, μέση κρασιού, πάτο μελιού
(1926)
Αυταί αι θέσεις παρέχουν το εξαιρετικόν
Βγάλε μου, μάννα τα ρούχα μου, και βάλε μου τα ίδια
Ερμηνεία: Επί των πενομοίων. Ομοία τη: αλλάζ' ο Μανωλιός
Κοίταζε νούγια, παίρνε παννί, κοίταζε κύρη, παίρνε παιδί
(1926)
Το οικογενειακόν σε διδάσκει περί του ποιού του παιδιού
Ας μπαίνη ο κόμπος κι' ας λέη ο κόσμος
(1925)
Κόμπος = πέος
Ας μπαίνη ο βίλλος κι' ας λέη ο φίλος
(1925)
Βίλλος = πέος
Η κόρη νε τ'ανάβλεμμα το να κατηγορά τον
Σημείωση: Αν(ε)άβλεμμα (το) = βλέμμα
Ο ουρανός να 'ρθη κάτω κι η γης να πάη απάνω
(1949)
Δηλοί το αδύνατον της πραγματοποιήσεως
Σαν έμπ' η όρθα στην κόπρα, παρασκαλίζει κιόλας
(1949)
Ερμηνεία: Επί αναιδών
Να σου κάμη θέλει το χρυσό κοκό
(1949)
Ερμηνεία; Επί συλοστόργων γονέων
Οι εφτά ουρανοί ήσανε ανοιχτοί
(1949)
Ερμηνεία: Επί ανελπίστων ευτυχών γεγονότων
Άκου χτύπους πέρα 'κει άκου τση κ' επά κοντά
(1892)
Ερμηνεία: Υπόνησις ότι το συμβαίνον άλλοις δυνατόν να συμβή και ημίν
Τρίς τρείς εννηά άδειαζέ μας τη γωνιά
(1892)
Ερμηνεία: Περιφρονητικώς προς απομπήν τίνος
Δεν το βάφω
(1892)
Ερμηνεία: Επειδή εις ένδειξιν πένθους βάφουν μαύρα τα φέσια εκ μεταφ. φέρ. ή φ. εις, δηλαδή, οτι ουδόλως θα σενοχωρηθώ ουδέ λυπούμαι δια την δείνα περίπτωσιν. Περιφρονιτικώς
Ποιός την έχασε την ανθρωπιά να την εύρης
(1892)
Ερμηνεία: Εν περιπτώσει τελέσεως επονειδίστου πράξεως
Το σκατό ντου κάνει κόμπο
(1949)
Φιλαργυρία
Αυτός πάτησε τα σταφύλια
(1924)
Είναι μεθυσμένος
Ο νους σου 'σαν τ' Αντώνη και λιγώτερος ακόμη
(1892)
Φέρετ' εις εκδήλωσιν μικρονοίας, εκ της επικρατούσης πεποιθήσεως, ότι οι φέροντες όνομα Αντώνιος είναι συνήθως μικρόνοες καθώς δείκνυσι και το “Κόψε ξύλο κάΜ' Αντώνη κλπ”
Δεν έχω του Κοκκαλαντώνη τον νου
(1892)
Ερμηνεία: Η φράση έχει την αρχήν εξ ενός Κοκκαλαντώνη φημισμένου επί συνέσει
Ένας νους, και εκείνος ρωμαίϊκος
(1892)
Η φράση λέγεται όταν λησμονηθή//δι άξιον λόγου ως ελεεινολογία
Οντέ δειπνάς και δε με δης, καθάρια λίγωσή 'ναι
(1949)
Καθάρια λίγωση είναι η επομένη της πανσελήνου. Στα χωριά δειπνούσε από νωρίς
Σαν κάμ' ο σκύλλος το λαγό σύντεκνο και κουμπάρο
(1949)
Δεικνύει το αδύνατον
Είναι πολλά βούγια στον κόσμο, που μοιάζουνε
(1926)
Ερμηνεία: Προς οικειοποιούμενον ξένον πράγμα, ως δήθεν ομοιάζον προς απολεσθέν ιδικόν του
Έπαθα του ήλιου τα καούδια
(1914)
Σκορδοκαΐλα μ' έπιασε
(1949)
Αδιαφορία
Θα σου δώσω τον άμπακο
Δηλαδή, τίποτε (η μήτηρ εις το παιδιόν αυτής, όταν επιμόνως της ζητή κάτι)
Το ψηφί κι' ανέ ξεπέση πάλι την ψηφί την έχει
(1915)
Λέγεται εν Κρήτη
Οντέν είσαι καβαλλάρης, χαιρέτα και τον πεζό
(1926)
Πενίαν εισφορών τον όλβιον
Νηστεύσαντες και μη νηστεύσαντες ευφράνθητε σήμερον
(1914)
Εκ κατηχητικού λόγου Ιωάννου του Χρυσοστόμου της Κυριακής του Πάσχα
Σύντεκνε κι' ανέ μιλούμε, στριφογύριζε την πίτα
(1892)
Ερμηνεία: Φέρεται εις δήλωσιν ότι δεν πρέπει να παραμελώνται ενδιαφέρουσαι υποθέσεις
Ξεροτσιτσιρίζεται εις το λαδάκι του
(1892)
Ερμηνεία: Μεταφορικά σημαίνει ότι μόλις και μετά βίας κατορθοί τις να εξοικονομήση τα απολύτως αναγκαία προς το ζην
Ξεροτηγανίζεται εις το λαδάκι του
(1892)
Ερμηνεία: Μεταφορικά σημαίνει ότι μόλις και μετά βίας κατορθοί τις να εξοικονομήση τα απολύτως αναγκαία προς το ζην
Καλά σου ξυπνητούρια, αγάπη μου καινούργια
(1892)
Ερμηνεία: Περιποιητική φράσις προς τον αφυπνιζόμενον
Είδεν των παθών του τον τάραχο
(1892)
Ερμηνεία: Φέρεται όταν υφίσταται τις πολλά προς ένα σκοπόν
Όποιος αναγυρίζει τα πηλά στη μέση, πέφτει και βουτά
Αναγυρίζει=Ανασκαλεύει