Αναζήτηση
Αποτελέσματα 2601-2700 από 4029
Απ' ασιγανό ποταμό ψηλά τα ρούχα σου
(1888)
Ασιγανός = ήσυχος, ήρεμος, αγαθός, πράος
Πήττα μπρος και πήττα πίσω, να προβάλω να μιλήσω
(1920)
Προβάλλω και προβαίνω = εξέρχομαι εμπρος, φαίνομαι εμπρός
Πέντε μέτρα κι' ένα κόβε
(1920)
Μέτρα = να μετράς όταν ομιλής δηλαδή κρίνε, κόβε = να κόπτης να λέγης λίγα
Όποιος δε μιλεί εθάψαν τονε
(1920)
Έκαμ' ένα καρφί χωρίς κεφάλι
(1920)
Μουδέ να καώ, μουδέ μύξα να βάλω
(1949)
Ερμηνεία: Ειθίσται στα εγκαύματα να βάλουν μύξα από τη μύτη
Ξάνοιξε τ' ανύχια σου
(1949)
Μερικοί “ξανοίγουνε τ' ανύχια ντως” όταν πρόκειται να εκδηλώσουν το θαυμασμό τους. Αν τυχόν το παραλείψουν, τότε οι παρευρισκόμενοι τον διατάζουν το ανώτερω
Η μάννα γεννά κι' η μοίρα μοιράζει
(1949)
Λένε στην Κρήτη
Έχουν κι απάνω κάλαντα, κι' έχουν και κάτω φώτα
(1949)
Ερμηνεία: Επί πτωχών που διακσκεδάζουν συχνά
Όπου δε φτάξη, το μηνά
(1949)
Ερμηνεία: Επί κουτσομπόληδων
Ο σταλαγόνας κι ο καπνός κι η κακή γυναίκα του άντρα της επόρισε από το σπίτι μέσα
Σταλαγόνας = σταγόνες, επόρισε = εξέβαλεν
Π' αναγυρίζει τα πηλά 'στη μέση πέφτει και βουλά
Το ρήμα αναγυρίζω ενταύθα δεν σημαίνει ανακινώ, αλλά ποιών γύρον απαφεύγω, εν τη σημασία δε ταύτη είναι πολύχρηστον το ρήμα τούτο εν Κρήτη- Κατά ταύτα, η παροιμία ερμηνευτέα ώδε: Όποιος προσπαθεί δια παρεκκλίσεων ν' αποφύη ...
Είναι σαν τον απατό του
(1919)
Σημείωση : Απατός = Εαυτός Ο απατός μου.
Όσα πάνε κι΄όσα έρθουν
(1949)
Ερμηνεία: Αυτό δε θα πη πως οι Κρητικοί είναι αδρανείς και μοιρολάτρες. Εν τούτοις η πεποίθησις για το ρόλο που παίζει η μοίρα είναι αρκετά δυνατή, και την έχουν κληρομήσει από πολύ παληά
Ειπασί ντου να βρέξη, μ' αυτός εχιόνισε
(1949)
Επί υπερβολικού ζήλου
Πέντε βούγια, δυο μουσκάργια!
(1949)
Για να χαρακτηρισουν το μέγεθος της βλακείας ατόμου τινός
Δε βλογάει τριχάρι
(1922)
Ερμηνεία: Επί των επιχειρούντων τι και ουδέν κατορθωσάντων
Το γουδί το γουδοχέρι
(1914)
Υπέρου περιστροφή
Τσι μεγάλες αποκρές κουζουλαίνουννται κι' οι γρες
(1949)
Το ρήτο δηλοί πόσο χαρούμενα γιορτάζονται στην Κρήτη οι αποκρηές
Το μπεγίρι στ' αγλάκι και τον άντρα στο γιατάκι
(1949)
Μπεγίρι=άλογο, Αγλάκι=τρέξιμο, Γιατάκι=κλίνη
Βασιλικό λένε τις μοναχοθυγατέρες
(1949)
Τηνέ βαγιοκλαδίζουνε σαν το βασιλικό
Είναι ποσάτι πρώτο νούμερο
(1892)
Σημείωση: Πουσάτ (τουρκική) = σκεύος, εργαλείον, όργανον
Ήνοιξ' η μοίρα ντου κι ήβγαλεν ασπαλάθους
(1940)
Λένε ειρωνικά γι' αυτούς που 'χουνε κακή μοίρα
Έχει την αγάπη του γάτη
(1892)
Ερμηνεία: Επειδή παρετηρήθη ότι ο γάτης ανταποκρίνεται εις τας θωπείας δια των ονύχων φερ. η φρ. περί των βλαπτόντων τους αγαπώνται αυτούς
Δε μοιάζει η μέρα με τη νύχτα
(1892)
Ερμηνεία: Εις δηλώσιν μεγίστης διαφοράς
Να σου κάμω θέλω πάλι το καλαντάρι
(1888)
Συνοδεύεται από κείμενο...
Την κοιλιά σου στο ξείδι
(1892)
Ερμηνεία: Ειρωνικώς
Δεν είναι τα μεταξαργειά
(1892)
Σημείωση: Την εποχή των μεταξουργρίων, ήτοι της σηροτροφίας, λέγονται υπο των ασχολουμένων εις αυτής πολλά ψεύδη, Εκ προλήψεως ότι ταύτα θα συντελέσωσιν εις αφθονίας της μετάξης. Εκ μεταφ. Φερ. Η φράσις επί των ψευδομένων
Καλλιά σε φάη θεριού μούρη, παρά αθρώπου γλώσσα
(1937)
Ερμηνεία: Παθαίνεις χειρότερο κακό από τις κατηγορίες των ανθρώπων παρά ότι παθαίνεις από το θεριό
Τση γυναικός η ποδιά είναι κοντή
(1937)
Ερμηνεία : Το λένε για τη γυναίκα για να της δείξουν πως πρέπει να προσέχη όσον μπορεί γιατί εύκολα δυσφημίζεται
Τήρα, διατήρα το σκαμνί την τάβλα που θα κάτσης
(1919)
Λουπασάκης
Καιρός του ποιήσαι των Κυρίω
(1914)
Ερμηνεία: Εκ του τέλους της λειτουργίας
Κάτω απ' τοξν κουφωτό ουρανό
(1938)
Σημαίνει κάθε τόπο της γης
Ο διάβολος όταν δεν έχη δουλειά, καμπανίζει τ' αρχίδια του
(1926)
Καμπανίζει=ζυγίζει με το καντάρι
Ο μη ων μετ' εμού έστι
(1914)
Καλλιά η κοιλιά μου, παρά παιδί μου.
(1926)
Το εγώ ανώτερον πάντος
Εσκίσθη η γη και το βγαλε
(1892)
Φέρεται όταν αναζητήται τι πανταχού και δεν ανευρίσκεται
Ας τα, πασά εφένδη μου, στον Ιδρίζη
(1892)
Ερμηνεία: Εν Χανίοις υπήρχεν αιθίοζ αχθοφόρος, ονόματι Ιντρίζι, εις ον έδωκαν φορτίον να μεταγάγη που, αλλ' εκείνος το επώλησε και εσφετερίσθη το αντίτιμον. Τον κατήγγειλαν εις τον Ισμαήλ πασάν, εις τα επιτιμήσεις του ...
Πατώ τον όρκο μου, πατώ το ψωμί πούχω φαωμένο
(1919)
Φαίνομαι αχάριστος
Μη δώση ο Θεός στο παιδί τα βάνει ο νους τση μάννας
(1926)
Ευχή να μην πάθη το κακόν που υποπτεύεται η φιλόστοργος μήτηρ
Καλός τονε κ' αμύγδαλαν
(1892)
Ειρωνική έκφρασις κατά την υποδοχήν τινος, δήθεν ετοιμάσατε και αμύγδαλα να τον υποδεχθώμεν
Έτσι το φέραν οι καιροί κ΄οι βουλισμένοι χρόνοι και σώπασαν οι πετεινοί και κράζουν οι καπόνοι
(1914)
Παρεμφερής παίζω 5
Έλα πατέρα μου να σου δείξω τα γονικά σου
(1892)
Ερμηνεία: Εις περίπτωσιν, καθ' ην θέλει τις να δώση λεπτομερείας και διασαφήσεις εις αυτόν εκείνον, ο οποίος είχε κανονίσει τα καθέκαστα
Χώργια η ήρα που το στάρι
(1892)
Έλα και σύ κοπρίτη – που δα την αφήσω 'γώ την Κρήτη!
(1888)
Κοπρίτης= σπουργίτης, στρουθίου. Έκ του κόπρος η αναζητών την τροφήν του εις μέρη πλήρη ακαθαρσιών των αυλών και των στάβλων
Με τη βαρά να του κολλάς δε σαμώνει
(1888)
Επί των λίων σκληρών
Ωστέ να στέκουν τα βουνά
(1888)
Ερμηνεία: Επί σταθερού τινός, αμεταβλήτον
Προκομμένη σαν τον κατωχειρόμυλο
(1938)
Λέγεται για τους πολύ τεμπέληδες
Απου 'μαθε ξυπόλυτος, εργά καλικωμένος
(1920)
Εργώ = κρυώνω, ριγώ
Κάθε Σάββατο βράδυ η νύφη μας καματερή
(1920)
Ημέρα αργίας, μη εργάσιμος
Κάθε σούρα τρείς ημέραις
(1920)
Σούρα = κατηγορία, συκοφαντία, δυσφήμησις
Ο γέρος κι' αν αντρεύγεται στο ρίζωμα κοντεύγεται
(1919)
Δηλαδή αποκάνει, υστερεί