Αναζήτηση
Αποτελέσματα 101-200 από 2302
Βάνω τη μαύρη μούρη
(1919)
Αποφασίζω να μη ντραπώ
Έγινε κουνούπι
(1924)
Περί λίαν μεθυσθέντος
Χίλιοι χρόνοι, χίλιοι τρολοί
(1926)
Ερμηνεία: Των ηλιθίων απείρων γενέθλια (;)
Έκαμε παννιά
(1927)
Ώχετο απιών
Έκαμένε τον Ιορδάνη στο κρασί
(1926)
Έβαλε νερό εις το κρασί και το ενόθευσε
Λυγνά, χοντρά, ανάκατα κάτεργα
(1917)
Διακρούση, Κρητικός πόλεμος 101, 2
Εγίνηνα σουντζούκι
(1919)
Σημείωση: Σουντζούκι (Δυτική Κρήτη) επίρρημα που σημαίνει παππί, διάβροχος
Ούλοι πέσανε στο θράσιο
(1926)
Θράσιο = ψοφίμι
Ρήγα κατάμονο
(1919)
Δηλαδή μεγαλείο (Άγιος Ιωάννης Σφακιά)
Πατώ και σούρνω
(1919)
Ερμηνεία: Επιμένω
Ώρας δουλειά χρόνου ανεμελιά
(1910)
Ο αντίδικος ημών διάβολος
(1914)
Τέρατα και σημεία
(1914)
Άρατα θέματα
(1914)
Από Μανωλακάκη, Καρπαθιακά, 192
Παπά παιδί διαόλου 'γγόνι
(1919)
Σίδερο στη μέση μας
(1919)
Από σειρά πάει το βασιλίκι
(1929)
Έγινε δαυλός στο μεθύσι
(1924)
Πιλάτος
(1919)
Οχληρός, βασανιστής
Πατώ πόδα
(1919)
Ερμηνεία: Απαντώ
Και είδε και επίστευσε
(1914)
Κλέψη και θύση και απολέση
(1914)
Εκαλόμαθε η γρα στα σύκα
(1926)
Λέγεται επί του ευεργετηθέντος, όστις αξιοί διηνεκώς ευεργεσίαν
Του γύρισε τον κουνενό
(1914)
Τον μετέπεισε
Πίστιν ως κόκκον σινάπεως
(1914)
Υμείς όψεσθε
(1914)
Επά καράβια πνίγονται...
(1926)
Εις παραπονούμενον ότι πάσχει, ενώ τό σύμπαν πάσχει. Ανώτεραι αυτου υπάρξεις υποφέρουν
Αυτός είναι βίδα
(1919)
Ανισόρροπος (Εννοείται οτι του λείπει βίδα, οτι είναι χαλασμένο μυαλό)
Άρατα
(1914)
Καθώς οικτείρει πατήρ υιούς
(1914)
Ευρήκε τον αντιμάλαμό του
(1917)
Ευρήκε τον καλύτερόν του. Δεινάκις
Ανατολή ανατολών
(1914)
Όντε πλουτείς μη χαίρεσαι
(1919)
Πλουτίζω, πλουτώ = γίνομαι πλούσιος
Όσες κεφαλές, τόσες γνώμες
(1948)
Έκατσε σαν την αποζυμώστρα
(1914)
Αποζυμώτρα = η τελειώσασα το ζύμωμα
Άρρητα αθέμιτα
(1914)
Από Μανωλακάκη, Καρπαθιακά, 192
Έκαστος εν ω εκλήθη
(1914)
Γέρου βίλλα κρίνου ρίζα
(1925)
Κάθομαι στα λάπανα παννιά
(1919)
Αδιαφορώ, αμελώ
Σκάνδαλον μου ει
(1914)
Αγρόν ηγόρασα
(1914)
Λουκ. ΙΔ. 18
Έως πότε έσομαι προς υμάς;
(1914)
Όψονται εις ον εξεκέντησαν
(1914)
Ήρθε χαιράμενος κουνάμενος
(1919)
Ερμηνεία: Ήλθε όλο χαρές και νάζια
Το γοργόν και χάριν έχει
(1919)
Θεού κομμάτι
(1919)
Χρυσός άγιος άνθρωπος
Εγενήκανε χουμά κουτάλια
(1919)
Δηλαδή αάνω κάτω
Σαρακηνός
(1919)
Μαύρος και άσχημος άνθρωπος
Τα ήκαμε ντάρι – νάξι
(1917)
Συνοδεύεται από κείμενο...
Η κεφαλή αυτού επί πίνακι
(1914)
Είδαμε τα δοκάρια
(1926)
Εμεθύσαμε
Απού ΄χε αμπέλια ας βάνη αργάτες
(1926)
Όταν επιβάλλεται αδιαφορία και ξένες υποθέσεις
Βοηθός και σκεπαστής μου
(1914)
Έν μέσω δύο ληστών
(1914)
Επί ξύλου κρεμάμενος
(1914)
Γυμνός, παντός αποστερημένος
Όμοιος τον όμοιον αγαπά
(1914)
Θέλ' η γρά και παίζ' ο γέρος
(1926)
Εγίνηκ' άραχνος
(1917)
Εξηφανίσθη, δεν φαίνεται, δεν ευρίσκεται, και άραυνος (ιδ. Αρχαίον άραχνος = αράχνη)
Πάει σαν αγούδαρας
(1917)
Βλαστήματα και λιβάνιζέ τα
(1919)
Γ. Καλαϊσάκη, χφ έκ Χανίων, 1892
Αραδίτσα, παπαδίτσα
(1914)
Προς ταις επιδιώκοντας πρωτοκαθεδρίαν
Αντί του μάννα χολήν
(1914)
Έκαμ' Άγουστο
(1914)
Αδραπέτωσεν
Τριάκοντα αργύρια
(1914)
Κς' 15
Απορώ και εξίσταμαι
(1914)
Έρχου και ίδε
(1914)
Ανάστα ο Θεός
(1914)
Έγινε το ανάστα ο Θεός
Μη μου άπτου
(1914)
Ιωαν. Κ. 17
Απές γεράσ' ο άνθρωπος, φυρομυαλιά
(1926)
Χάνει το νού του
Ώρας δουλειά, χρόνου ανεμελειά
(1926)
Ίση τη: όσα φέρνει η ώρα, δεν τα φέρνει ο χρόνος
Του λιναριού τα πάθη ήσυρε
(1914)
Του λιναριού τα πάθη
(1914)
Ουκ οίδα υμάς
(1914)
Έχει νου και ανανού
(1914)
Ξερός κι αδράπανος
(1914)
Εν Κρήτη: ξερός ξεροχωμένος
Καθώς ακούω, κρίνω
(1914)