Αναζήτηση
Αποτελέσματα 1001-1100 από 1272
Καλός τονε κ' αμύγδαλαν
(1892)
Ειρωνική έκφρασις κατά την υποδοχήν τινος, δήθεν ετοιμάσατε και αμύγδαλα να τον υποδεχθώμεν
Έλα πατέρα μου να σου δείξω τα γονικά σου
(1892)
Ερμηνεία: Εις περίπτωσιν, καθ' ην θέλει τις να δώση λεπτομερείας και διασαφήσεις εις αυτόν εκείνον, ο οποίος είχε κανονίσει τα καθέκαστα
Χώργια η ήρα που το στάρι
(1892)
Έλα και σύ κοπρίτη – που δα την αφήσω 'γώ την Κρήτη!
(1888)
Κοπρίτης= σπουργίτης, στρουθίου. Έκ του κόπρος η αναζητών την τροφήν του εις μέρη πλήρη ακαθαρσιών των αυλών και των στάβλων
Με τη βαρά να του κολλάς δε σαμώνει
(1888)
Επί των λίων σκληρών
Ωστέ να στέκουν τα βουνά
(1888)
Ερμηνεία: Επί σταθερού τινός, αμεταβλήτον
Ανάθεμά τα τα κούτουλ' αγρίμια
(1892)
Σημείωση: Κούτουλο το εκ του γένους των κερασφόρων άνευ κεράτων ζώον. Αγρίμι αίγαγρος κούτουλος δεν υπάρχει
Του γύρισε τον κουνενό
(1892)
Σημείωση: Αι γόησσαι μεταξύ άλλων γοητειών προς απόλαυσιν του έρωτος τινος, αναστρέφουσιν ένα κουνενόν, ήτοι εγχώριον πήλινον δίωτον αγγείον εις ό χύνουν οι τυροκόμοι το ανθόγαλα την στάκαν
Να ΄χε κέρατα ήθελε να σε κουτουλήση
(1892)
Ερμηνεία: Φέρεται όταν ζητής τις και δεν ανευρίσκει πράγμα κείμενον προ ζων οφθαλμών αυτού
Χθες επερνούσαν οι γερανοί την κούνια του
(1892)
Ερμηνεία: Φέρεται περί των αποκρυπτόντων την πραγματικήν ηλικίαν των
Και τω σκυλώ λέει καλημέρα
(1892)
Ερμηνεία: Ήλθε δ' εις βαθμόν να μη διακρίνη τους κύνας από των ανθρώπων
Του δωκε ένα καλάι
(1892)
Του δίνω ένα καλάι σημαίνει κασσιτερώνω εις άπαξ
Ε! κεφαλή, και την πάεις και του μπαρπέρη!
(1892)
Ερμηνεία: Εις έμφασιν ελεεινολογίας
Απού κάθεται μαργώνει κι΄απού προπατεί μαζώνει
(1888)
Μαργώνω = μουδιώ, ναρκώνομαι εκ της υπερβολικής ψύχρας
Καιρό θωρείς, καιρό μην αγοράζης
(1888)
Ερμηνεία: Καιρός ενταύθα σημαίνει ωρισμένη πρίοδος χρόνου
Στ' αυτί μου κρέμεται
(1892)
Ερμηνεία: Όταν ο δείνας σας ζηεί ωρισμένον πρόσωπον ή αντικείμενον, και το βλέπει ότι δεν υπάρχει, λαμβάνει την απάντησιν ταύτην ειρωνικώς
Κουρέματα σου σαν τσ' αμπλάς, μια λύρα σαν τ' Αντώνη
(1892)
Σημείωση: Τσ' άμπλα = πρεσβυτέρα αδελφή. Ερμηνεία: Ελεεινολογητική φράσις
Εξεκουμούλωσε η καρδιά ντου κα κλαίη
(1888)
Εκουνήθη εκ της θέσεως της ανετράπη
Είπαμε πολλά και σώνει ας λαλήση κ' άλλ' αηδόνι
(1892)
Ερμηνεία: Εις δήλωσιν εξαντλήσεως διαλέξεως ή διαθέσεως προς διασκέδασιν
Να σου πη ο παπάς στ' αυτί κ' ο διάκος στο ριζαύτι
(1892)
Συνοδεύεται από κείμενο...
Άκου χτύπους πέρα 'κει άκου τση κ' επά κοντά
(1892)
Ερμηνεία: Υπόνησις ότι το συμβαίνον άλλοις δυνατόν να συμβή και ημίν
Τρίς τρείς εννηά άδειαζέ μας τη γωνιά
(1892)
Ερμηνεία: Περιφρονητικώς προς απομπήν τίνος
Δεν το βάφω
(1892)
Ερμηνεία: Επειδή εις ένδειξιν πένθους βάφουν μαύρα τα φέσια εκ μεταφ. φέρ. ή φ. εις, δηλαδή, οτι ουδόλως θα σενοχωρηθώ ουδέ λυπούμαι δια την δείνα περίπτωσιν. Περιφρονιτικώς
Ποιός την έχασε την ανθρωπιά να την εύρης
(1892)
Ερμηνεία: Εν περιπτώσει τελέσεως επονειδίστου πράξεως
Ο νους σου 'σαν τ' Αντώνη και λιγώτερος ακόμη
(1892)
Φέρετ' εις εκδήλωσιν μικρονοίας, εκ της επικρατούσης πεποιθήσεως, ότι οι φέροντες όνομα Αντώνιος είναι συνήθως μικρόνοες καθώς δείκνυσι και το “Κόψε ξύλο κάΜ' Αντώνη κλπ”
Δεν έχω του Κοκκαλαντώνη τον νου
(1892)
Ερμηνεία: Η φράση έχει την αρχήν εξ ενός Κοκκαλαντώνη φημισμένου επί συνέσει
Ένας νους, και εκείνος ρωμαίϊκος
(1892)
Η φράση λέγεται όταν λησμονηθή//δι άξιον λόγου ως ελεεινολογία
Σύντεκνε κι' ανέ μιλούμε, στριφογύριζε την πίτα
(1892)
Ερμηνεία: Φέρεται εις δήλωσιν ότι δεν πρέπει να παραμελώνται ενδιαφέρουσαι υποθέσεις
Ξεροτσιτσιρίζεται εις το λαδάκι του
(1892)
Ερμηνεία: Μεταφορικά σημαίνει ότι μόλις και μετά βίας κατορθοί τις να εξοικονομήση τα απολύτως αναγκαία προς το ζην
Ξεροτηγανίζεται εις το λαδάκι του
(1892)
Ερμηνεία: Μεταφορικά σημαίνει ότι μόλις και μετά βίας κατορθοί τις να εξοικονομήση τα απολύτως αναγκαία προς το ζην
Καλά σου ξυπνητούρια, αγάπη μου καινούργια
(1892)
Ερμηνεία: Περιποιητική φράσις προς τον αφυπνιζόμενον
Είδεν των παθών του τον τάραχο
(1892)
Ερμηνεία: Φέρεται όταν υφίσταται τις πολλά προς ένα σκοπόν
Ο νους του είναι όλος στο κεχρί
(1892)
Ερμηνεία: Σημαίνει ότι πάντοτε διανοείται αισχρότητας
Τον νου σου να κάμουν οι σταράδες
(1892)
Ερμηνεία: Επί των προβαινόντων τις άτοπα
Πάει στα νερά μου
(1892)
Ερμηνεία: Κλείνει υπέρ των σκέψεων η ενεργειών μου, εκ μεταφοράς από των ναυτικών, οι οποίοι λέγουσι “νερά” τα βάθη της θαλάσσεως
Το ρίζι μου δε σηκώνει νερό
(1892)
Ερμηνεία: Δεν είμαι επιδεκτικός αντιδράσεως ή ειρωνίας
Ποιός είδε διάκ' απαλαγό, δεσπότ' αγαστρωμένο, αυτός είδε άσπρο μέρμιγγα κουτσούργια φορτωμένο
(1888)
Απαλαγός=κυνοφόρος
Των ακριβώ τα πράματα οι χαροκόποι τρών τα
(1888)
Δηλαδή των φυλάργυρων
Πως ξέρεις τον κόσμο; σαν και ...
(1892)
Ερμηνεία: Την φράση ταύτην λέγει ο γινόμενος θύμα εμπιστοσύνης
Το μμάτι μου έγεινε γαρείδα να περιμένω
(1892)
Ερμηνεία: Επί προσδοκίας
Έχει πολλαίς δίπλαις η κοιλιά του
(1892)
Ερμηνεία: Φέρετ' επί των υποκριτών
Όποιος 'μπορεί κ' απάνω του
(1892)
Ερμηνεία: Δηλαδή έκαστος οφείλει να διευθετή τας υποθέσεις του μη προσδοκών υποστήριξιν άλλων
Τού παιξε την μπατάγια
(1892)
Σημείωση: Battaglia (ιταλική) = μάχη, επίθεσις κατά πολεμίων
Του ΄ρθε σαν του σκύλου το βραστό νερό
(1892)
Φέρεται όταν απροόπως υβρισθή ή περιφρονηθή
Βαστά το Χριστό από τα γένεια
(1892)
Ερμηνεία: Επί θρησκομανών
Όνειρον βλέπεις που δε θα σου διαλύση
(1892)
Ερμηνεία: Πολλάκις ο άνθρωπος προσπαθεί να επιτύχει τα αδύνατα
Έκατσε σαν την αποζυμώστρα
(1892)
Ερμηνεία : Αποζυμώτρα λέγεται η οικοκυρά όταν αποζυμώση και καθίση ν' αναπαυθή
Ανάποδα, τ' ασκιά στο λάδι
(1892)
Ερμηνεία: Φερ. Όταν λέγη τις όλως το αντίθετον του πραγματικού, ωσεί θα έλεγε να βάλη τους ασκούς εις το έλαιον, αντί το έλαιον εις τους ασκούς
Μου κόλλησε σαν τση μάνας μου το γάλα
(1892)
Ερμηνεία: Εις δήλωσιν της ηδονής επιθυμητής απολαύσεως
Τού βρασε μιά που αξίζει δεκαεννιά
(1892)
Φέρετ' επί δολιότητος και απάτης
Στον ουρανό σ' εγύρευα και στη γη σ' ηύρηκα
(1892)
Ερμηνεία: Φέρεται επί ανελπίστου συναντήσεως
Βγάινει (ή στέκει) στο λόγο του
(1892)
Ερμηνεία: Επί των εκπληρούντων τα συμπεφωνημένα ή υποσχόμενα
Ήδωκέ σου πάλι το μπουρού
(1888)
Ερμηνεία: Επί των αιφνιδίως μεταβαλλομένων
Μπλάστρι τούρθε
(1888)
Ακριβώς προσηρμώσθη εις αυτόν
Τα μυαλά σου και του μπογιατζή ο κόπανος
(1892)
Ερμηνεία: Περιφρονητική έκφρασις, δηλαδή οι σκέψεις που αξίζουν όσον το κόπανον του βαφέως
Να πέσ' η μύτη του δεν την πιάνει
(1892)
Ερμηνεία: Επί των υπερηφανευομένων
Αδικιά τη γράψ' αφέντη, κ' αδικιά τον του καϋμένου
(1892)
Λέγεται περί των αδίκως καταδιωκομένων
Δεν πάς να 'δής αν έρχωμαι;
(1892)
Ερμηνεία : Απευθύνεται προς τον προσπαθούντα να εξαπατήση τινα περί οφθαλμοφανών αντικειμένων
Είδες μαύρο; μουδέ μαύρο μουδέ γαλανό
(1892)
Ερμηνεία: Εις δηλ. ότι δεν πρέπει να λέγη τις όσα βλέπη
Από τα μμάθια δεν έφεξα κ' από τση κουφάλαις θα φέξω;
(1892)
Σημείωση: Κουφάλα, η οφθαλμική κόγχη
Μαυάζει ΄σαν το χωράφι
(1892)
Ερμηνεία: Φέρεται επί των μελαχροινών λίαν σκοτεινών αντικειμένων εκ της επικρατούσης δυξασίας ότι ο χάρων είναι μαύρος
Χτύπα την κεφαλή σου όπου 'ναι μεγαλύτερο χαράκι
(1892)
Ερμηνεία: Απαιτεί να νουθετή τινά ο μη εισακουνόμενος λέγει την φράσιν ταύτην
Τον έγλυψεν ως το κόκκαλο
(1892)
Ερμηνεία: Επί των κολακειών ή άλλων αθεμίτων μέσων απορροφώντων την περιουσίαν τινός
Τα μυαλά σου και του Ευθυμάκη τα χάπια
(1892)
Σημείωση: Παπαδούλης και Ευθυμάκης ήσαν αμαθείς πρακτικοί ιατροί
Τον έφερε σε κακό μπερεσέ
(1892)
Σημείωση: μπερέ=μώλωψ
Σαρακηνός
(1888)
Ερμηνεία: Η αποτρόπαιος αυτή λέξις, ήτις τρόνον κ' έκπληξιν εις την φαντασίαν του λαού, παρέμεινεν ως εκφόβητρον από της κυριαρχίας των Μαύρων εως της νήσου, ένεκα της ωμότητος κ' αγρίας αυτώ μορφής
Ο πίρης του τούπε
(1888)
Ο δαίμων του, η τύχη του, ο φύλαξ και αρωγός Θεός του
Μ' ενεγκολλήθηκες σαν τη σταρόψειρα
(1888)
Ερμηνεία: Επί των φορτικώς συνακολουθούντων ή αυτοκτονούντων τι
Ήρμεξέ με ως το κόκκαλο
(1888)
Μοι επήρεν παν ό,τι είχον
Ο Κουτρούλης με τα λόγια χτίζ' ανώγια και κατώγια
(1888)
Συνοδεύεται από κείμενο ....
Ήρθες κι σύ από την Κώ, να μας γυρεύης μερτικό
(1892)
Ερμηνεία: Απευθύνεται προς τον υποβάλλοντα αδικαιολόγητον αξίποιν
Ηύρε το μήνα που θρέφει τς έντεκα
(1892)
Συνοδεύεται από κείμενο...
Κάνει τα μότα σαν το γαϊδαρο στα χόρτα
(1888)
Κοκορίξα
Ετρουμπαρίστηκ' ο κόσμος από τη μυρωδιά
(1892)
Σημείωση: Trombare (ιταλική) = κενώ δι' αντλίας
Εμάλλιασ' η καρδιά μου
(1888)
Εκ των πολλών θλίψεων ανέφυσε τρίχας
Το πουλί πουλί ήκαμε
(1888)
Έκαμε να συρρεύσωσι πολλοί, συνήθροισε πολλούς ώστε να επέλθη θόρυβος
Κουκκιά με την αρίγανη και πιπεριές τουρσού
(1892)
Ερμηνεία: Περιφρονητική έκφρασις εις δήλωσιν ότι τα λεγόμενα εισίν ανάξιαπροσοχής
Κατά που θωρώ τη φλάσκα μηδ' εφέτος Λαμπρή μηδέ του καιρού Πάσκα
(1892)
Συνοδεύεται από κείμενο...
Τά κάμανε πλακάκια
(1892)
Σημείωση: Τα πλακάκια χαρτοπαίγνιον παιζόμενον με σκεπαστά χαρτιά ως επιδεκτικόν δολιότητος
Του μαθαίνει τα γράμματα
(1892)
Ερμηνεία: Λέγεται δι εκείνους, οι οποίοι βραδύνουσι να παραδώσιν αντικεόμενόν τι, όπερ ώφειλον να παραδώσιν ενωρίτερον
Κάλια μπουκα μου παρά παιδί μου
(1892)
Ερμηνεία: Φέρεται περί των επιδιωκόντων μόνο το ίδιον συμφέρον
Ο μακρύς, ξεροκαλάμης, κ' η μακριά, ξυλοκαντάρα
(1893)
Εν λεξιολ. σελ. 170: Ξυλοκαντάρα = είδος ξυλίνου στατήρος εκ δοκών, επί του οποίου ζυγίζουν τα μεγάλα βάρη