Αναζήτηση
Αποτελέσματα 91-100 από 201
Εψήλωσ' η μύτη του
Υπερηφανεύθη
Ακριβός θαρρεί κερδαίνει και φυρά και δεν το νοιώθει
(1919)
Ακριβός = φιλάργυρος
Πατώ τον όρκο μου, πατώ το ψωμί πούχω φαωμένο
(1919)
Φαίνομαι αχάριστος
Του χωριάτη το σκοινί μονό δέ φτάνει και διπλό αβαντζαίρνει
(1919)
Αβαντζαίρνει = περισσεύει
Το γοργόν και χάριν έχει
(1919)