Αναζήτηση
Αποτελέσματα 201-300 από 326
Όποιος γεννιέται μελανός, ποτέ του δεν ασπρίζει
(1952)
Από τη συλλογή Λιβιεράτου
Στην καλή γειτονιά, πείνα δεν πέφτει
(1952)
Γιατί το ένα σπίτι βοηθάει τ' άλλο
Ολημερίς τον άθρωπο τόνε βαστάς στην πλάτη, το βράδυ τον ξαναβοήθησες, και σόβγαλε το μάτι
(1952)
Ξαβοηθάω = παύω να βοηθώ, αφήνω
Αμόντε ντέμπιτο, αμόντε κρέντιτο = A monte debito, a
(1952)
Monde credito = χάθηκε το χρέος, χάθηκε κ' η πίστωση
Πούλι ακριβά, και ζύγιαζε σωστά
(1952)
Καλύτερα να πουλής ακριβά, παρά να ζυγιάζης κλέφτικα
Όποιος έχει, σειέται κι΄ όποιος δεν έχει, ξυέται
(1952)
Σειώμαι = κινιέμαι, δείχνομαι
Ο Θεός βλέπει βουνά, και ρίχνει χιόνι
(1952)
Ανάλογα με την αντοχή δίνει τα βάσανα
Σπίτι που δεν το βλέπ' ο ήλιος, το βλέπει ο γιατρός
(1952)
Γιατί το καλοκαίρι έρχονται στιγμές, που αν δεν έχης να ρίξης κάτι στην πλάτη σου, κρυώνεις.
Όποιος βαστάει τη γλώσσα του, βαστάει την κεφαλή του
(1952)
Γιατί γλωτώνει από μπελάδες, που μπορούν να του στοιχίσουν τη ζωή
Δυό κεφάλια, κάπου από μια τρίτσα δε μπαίνουνε
(1952)
Τρίτσα = (ιταλ) = ψάθα, σκιάσι
Ασ' τα “πούνταε”, και πιάσ' τα “ένταε”
(1952)
Πούνταε = που 'ν' τα;
Αποβραδίς γιόρτασε με, και την άλλη μέρα κάμ' ό,τι θέλεις
(1952)
Για κάθε γιορτή, σημασία έχει ο εσπερινός, κ' η δουλειά πρέπει να σταματά από τ' απόγιομα|
Δε χαλάει εύκολα ο διάολος τη φωλιά του
(1952)
Ερμηνεία: Τις λέμε για τους κακούς που δύσκολα παθαίνουν
Ο Θεός κλεί πόρτα, κι' ανοίγει παρεθύρι
(1952)
Κλεί = κλείνει. Πλάϊ στη συφορά, δίνει μια ανακούφιση
Τση κακοπλύτρας τα σκουτιά, στον ήλιο παν κι' ασπρίζουνε
(1952)
Ότι δεν πιτυχαίνει ο κακοδουλευτής, του το φτιάνει η τύχη
Η βαρύτερη δουλειά είν' το καθισιό
(1952)
Πιο ανάλαφρος είν' όποιος δουλεύει
Όποιος δουλεύει, ο Θεός του πέβει
(1952)
Πέβω = (πέμπω), στέλνω
Άλλος σκάβει και βογγάει κι' άλλος πίνει και μεθάει
(1952)
Απο τη συλλογή Λιβιεράτου
Σ' τσου είκοσι τριαντάφυλλο και σ' τσου τριάντα ρόδο, και σ' τσού σαράντα χλιό νέρο, και σ' τσου πενήντα μπόρα
(1952)
Για την ηλικία της γυναίκας
Από τσου ξένους δροσιά, κι από τσου δικούς φωτιά
(1952)
Πολλές φορές βρίσκει κανείς βοήθεια και χαρά από τους ξένους, ενώ οι συγγενείς του τον κυνηγάνε
Πόχει τσ΄ ορπίδες του ο Θιό, πότε του δεν τσί χάνει
(1952)
Ορπίδα = ελπίδα
Που γεννηθή στη φυλακή, τση φυλακής θυμάται
(1952)
Όποιος από μικρός έμαθε να 'ναι φοβισμένος, αυτό θα κάνη σ' όλη του τη ζωή. Από τη συλλογή Λιβιεράτου
Από να κλαί' η δική μου μάννα, κάλλιο να κλαί' η δική σου
(1952)
Παλική, από τη συλλογή Λιβιεράτου
Όποιος δε δουλεύει νιός, ψωμοζητάει γέρος
(1952)
Παλική από τη συλλόγη Λιβιεράτου
Δουλειά τελειωμένη, παράδες προσμένει
(1952)
Από τή συλλογή Λιβιεράτου
Μετά καιρό κρένει ο Θεός
(1952)
Κρένει = κρίνει
Ο καραφλός ψείρες δεν έχει
(1952)
Καραφλός = φαλακρός. Όποιος δεν έχει λεφτά, δεν έχει και σκοτούρες
Όσα σου στέρνει ο διάολος, έρκεται και τα παίρνει
(1952)
Λένε και διαολομαζώματα, διαολοσκορπίσματα
Ο Θεός βλέπει, κι ο διάολος βάνει
(1952)
Ερμηνεία: Ο Θεός παρακολουθεί κ' επιτρέπε
Πόχει νουνό βαφτίζεται
(1952)
Όποιος έχει προστάτη στην κυβέρνηση, πιτυχαίνει τις δουλειές του
Αλλουνού γυναίκ΄ άλλος δεν παίρνει
(1952)
Δηλαδή όποια είναι γραμμένη, από το Θεό ή τη Μοίρα, να γίνη σύζηγος κάποιου, κανείς άλλος δε θα παντρευτή
Τ' είν' ο κάβουρας, τ' είν' η μαγερεψιά του!
(1952)
Συνηθάνε τη Σαρακοστή και βράζουνε καβούρους με τ' αλάτι
Σφάρμα γιατρού, πεννιά Θεού
(1952)
Πεννιά = υπογραφή
Μπάρμπας και θειά μ' ανέθρεψε, κακιά φωτιά που μ'έκαψε
(1952)
Όταν οι θείοι κηδεμονεύουν ένα ορφανό, αυτό δεν περνάει καλά
Όποιος γεννιέτ' από κότα, πρέπει να σγαρλίζη
(1952)
Σγαρλίζω=σκαλίζω
Αν έχ' η νύφη μας βήχα, ρωτάτε τσου γειτόνους
(1952)
Παλική, από τη συλλογή Λιβιεράτου
Το διάφορο ξυπνάει τον ναύτη
(1952)
Διάφορο = κέρδος
Α δεν ήταν βόδια τα καματερά μας, ποιός θα εμπόριε ναν τα ζέψη;
(1952)
Καματερό = το βόδι που οργώνει, εμπόριε = μπορούσε, ζέγνω και ζέχνω = βάζω στο ζυγό (τα βόδια στ' αλέτρι, τ' άλογα στ' αμάξι)
Ο ακαμάτης δεν τρώ' αμύγδαλα, για να μην τα σπάη
(1952)
Από τη συλλογή Λιβιεράτου
Σίντα μ' εύρης παίρνε με, να μ' έχης όντα θέλης
(1952)
Σίντα = όταν
Βόσκει ο γάιδαρος, όπου τονε δέσουνε
(1952)
Από τη συλλογή του Λιβιεράτου
Γάιδαρος είν' ο γάιδαρος κι αν ηφορεί και σέλα
(1952)
Ηφορεί = φορεί (ευφωνικό), ο πρόστυχος και σε αξιώματα ν' ανέβη, πρόστυχος μένει
Αδερφός κι ας είν' και 'χτρος
(1952)
Ας έχη κανείς έναν αδερφό, κι ας είναι και μαλωμένος μαζί του. Η προστασία δε θα του λείψη
Ξυλιά γαιδάρου, λίτρα δύναμη
(1952)
Από τη συλλογή Λιβιεράτου
Αποβραδυσινό φαΐ φύλαεγιά τ' αποταχιά αποβραδυσινή δουλειά μή φυλάς
(1952)
Αποταχιά = η άλλη μέρα το πρωί
Η έγνοια κάνει τη δουλειά, κ' η ξεγνοιασιά τον ύπνο
(1952)
Παλική από τη συλλόγη Λιβιεράτου
Κατρίνι το κατρίνι γένεται το τσεκίνι
(1952)
Κατρίνι (ιταλ. Quattrino) = παλιό μικρό νόμισμα, τσεκίνι (ιταλ. Zecchino) = χρυσό φλουρί
Το θηλυκό παιδί γεννιέται βουβό
(1952)
Παλική από τη συλλογή Λιβιεράτου
Με λαγούς και με περδίκια τ' άδικα τα κάνεις δίκια
(1952)
Δηλαδή με δωροδοκίες
Που δουλεύει, δεν πεινάει, κι αν πεινάση, δεν πεθαίνει
(1952)
Πρόννοι
Άνθρωπος χωρίς δουλειά, τσή χώρας η καταλαλιά
(1952)
Καταλαλιά = κακογλωσσιά
Ο χειρότερος κουφός είν' όποιος δε θέλει ν' ακούση
(1952)
Προβατησιά = περπατησιά
Αναπάψου, γριά, το θέρο, κι' αγριοπείνα το χειμώνα
(1952)
Όποιος δε δουλεύει το καλοκαίρι, πεινάει το χειμώνα
Το λούσμα και το χτένισμα, αδράχτι δε γιομίζει
(1952)
Οι πολύ φιλάρεσκες γυναίνες είναι και τεμπέλες
Κάμω γάμο, φαν παιδιά μου, πανηγύρι τση κοιλιάς μου
(1952)
Ο γάμος είναι ευκαιρία για τους φτωχούς να καλοφάνε
Ούτε γάμος χωρίς κλάψες, ούτε θάνατος χωρίς γέλια
(1952)
Παλική, Από τη συλλογή Λιβιεράτου
Το γάλα θρέφει δράκοντα, το μέλι το λιοντάρι
(1952)
Δηλαδή, το μέλι είναι πιο δυναμωτικό από το γάλα
Ασημένια μου μιλιά, χρυσή μου βουβαμάρα
(1952)
Από τη συλλογή Λιβιεράτου
Οι γάμοι 'ναι στον ουρανό γραμμένοι
(1952)
Τους έχει ορίσει ο Θεός
Ας έβγη τ' όνομα του θεριστή κι ας πέση να κοιμάται
(1952)
Τ' όνομα = η καλή φήμη
Πόχει αδερφό καλόγερο, έχει ζευγάρι βόγδια
(1952)
Γιατί ο καλόγερος αποταμιεύει
Δωσ' εδώ και δωσ' εκεί, πως θα κάμωμε βρακί;
(1952)
Παλική, από τη συλλογή Λιβιεράτου
Ένας ζουρλός ρίχνει μια πέτρα στο πηγάδι, και χρειάζουντ' εκατό φρόνιμοι για ναν τη βγάλουνε
(1952)
Παλική, από τη συλλογή Λιβιεράτου
Χαράς τον απονήρευτο γεωργό
(1952)
Όταν ο γεωργός δε φοβάται τους καιρούς, πιτυχαίνει καλύτερα
Το ζω είναι ζωή
(1952)
Το ζώο μας βοηθάει στη ζωή
Σαββάτο τα Χριστουγεννα, πολλά κορμιά στον Άδη
(1952)
Πρόληψη, πως η χρονιά αυτή φέρνει θανατικό (πολέμους, αρρώστιες κ.λ.π)
Σίγουρα πεδίκλωνε, να μην καμπογυρίζης
(1952)
Περδικλώνω = δενω τα πόδια του ζώου
Από Χριστου κ' εδώ, κάθε προφήτης, γάϊδαρος
(1952)
Να μην έχη κανείς εμπιστοσύνη σε όσους κάνουν τους σπουδαίους
Κάθε μία πλάθει τήν κουλλούρα της, όπως τσ' αρέσει
(1952)
Έτσι πλάθει και τα όνειρά της
Πρώτα εφτά, κι' αμά οχτώ
(1952)
Αμά = έπειτα
Α σμίξουν τα Δεματορά με το καημένο Ρίφι τότενες θα συγκάμουνε η πεθερά κ' η νύφη
(1952)
Δεματορά και Ρίφι, δυο χωριά στην Παλική (Ανωγή), που χωρίζονται μεταξύ τους με μια ράχη. Συγκάνω = συμφωνώ, ταιριάζω
Το μάθημα 'ναι μάθημα, και το πορδιό συνήθειο
(1952)
Οι καλοί τρόποι μαθαίνονται στο σπίτι
Αξαίνουν τα παιδάκια μου, κι' αξαίνουν τα φαρμάκια μου
(1952)
Από τη συλλογή Λιβιεράτου
Νύφη στολισμένη και τραπέζι στρωμένο, δεν έχουνε καρτεροσύνη
(1952)
Καρτεροσύνη = υπομονή να περιμένουμε
Καλή του ώρα που μ' έβριζε, κακή του που μου το 'λεγε
(1952)
Γιατί όποιος το μαρτυρήση, κάνει μεγαλύτερο κακό
Κάλλιο Θεού οργή παρά κοσμοβοή
(1952)
Από τη συλλογη Λιβιεράτου
Όποιος έχει κόψιμο, βάνει βήσσαλο
(1952)
Βήσσαλο (λατινική) = σπασμένο κεραμίδι, που το πυρώνουν και το βάνουν πάνω στο στομάχι
Κάλλιο να ξέρης, παρά να 'χης
(1952)
Από τη συλλογή Λιβιεράτου
Εδέκει π' ο Θεός τα συμμαζώνει, έρκετ' ο διάολος και τα σκροπάει
(1952)
εδέκει ή εδεκεί
Το διαμάντι κι α μαυρίση, αν το τρίψης, θα γυαλίση
(1952)
Παλική, από τη συλλογή Λιβιεράτου