Αναζήτηση
Αποτελέσματα 101-200 από 326
Απερπισμένο κάτεργο, σ' ένα βαθύ λιμνιόνι
(1952)
Κάτεργο = καράβι
Όλοι οι κάμποι δε βγάζουν τα ίδια λουλούδια
(1952)
Παλική, από τη συλλογή Λιβιεράτου
Στην καρδιά και στο πλεμόνι, από κει γιατρός δε σώνει
(1952)
Δηλαδή σ' αυτές τις δυό παθήσεις ο γιατρός δεν προφτάνει να κάμη τίποτε
Όποιος στα είκοσι δεν έχει νου, στα τριάντ' ας μην προσμένη
(1952)
Από τη συλλογή Λιβιεράτου
Το μάτι του νοικοκύρη προκόβει το χωράφι
(1952)
Γιατί η παρακολούθηση γεννάει τη φροντίδα
Εκατό ψωμιά ένα μίλι, κ' εκατό μίλια ένα ψωμί
(1952)
Από τη συλλογη Λιβιεράτου
Ο μύλος νερό θέλει, ευκές δε θέλει
(1952)
Από τη συλλογη Λιβιεράτου
Το δουλευτή σου πλέρωσε και ψυχικό μη κάμης
(1952)
Παλική από τη συλλόγη Λιβιεράτου, ψυχικό = ελεημοσύνη
Όποιος γελάει τη γη, κ' η γης τονε γελάει
(1952)
Η καλλιέργεια πρέπει να γίνεται σωστή, γιατί αλλιώς κ' η απόδοση της γης θα 'ναι ψεύτικη
Τα δόντια τα 'δωσ' ο Θεός, για να βαστούν τη γλώσσα
(1952)
Παλική, από τη συλλογη Λιβιεράτου
Α δε γίνη κανείς δούλος, δε γένετ' αφέντης
(1952)
Παλική από τη συλλόγη Λιβιεράτου
Η σκύλ' από τη βιάση της, στραβά κουλούκια κάνει
(1952)
Κουλούκι = το κουτάβι, το νεογέννητο σκυλάκι
Α θα ζυμώσης το ταχύ, αποβραδίς κοσκίνα
(1952)
Από τη συλλογή Λιβιεράτου
Η αδερφή τον αδερφό χρυσό σταυρό τον έχει, κι ο αδερφός την αδερφή στην πούντα του σπαθιού του
(1952)
Πούντα (ιταλ.) = άκρη, όπως και του αρ. 491
Ας με βαστά η μαννούλα μου, κι ας με βαστά' όθε θέλει
(1952)
Η μάννα ξέρει με το ένστικτό της πως να κρατήση το παιδί της και πως να του φερθή
Για χαρτί και για μελάνι, τον καλό γαμπρό μη χάνης
(1952)
Παλική, από τη συλλογή Λιβιεράτου
Έπαρε γέροντα βουλή και παιδεμένου γνώση
(1952)
Από τη συλλογή Λιβιεράτου
Ο δικός μπορεί να πη, μα δε μπορεί ν' ακούση
(1952)
Λέει τα δικά του παράπονα, μα δεν ακούει τα ξένα
Η θάλασσα 'ναι γαλανή, μα ο αέρας τη μαυρίζει
(1952)
Παλική απο τη συλλογή Λιβιεράτου, Πολλοί άνθρωποι έχουν χαραχτήρα καλό, μα άλλοι τους κάνουν κακούς
Τέτοιο δάσκαλο καθήσαι, τέτοια γράμματα θα μάθης
(1952)
Έτσι μου το είπαν στα Δαμουλιανάτα
Κόψε ξύλο κάμε Λία, κι από κουτσουπιά Βασίλη, κι α ρωτάς και για το Γιάννη, ό,τι ξύλο βάλης, κάνει
(1952)
Κουτσουπιά = χαρουπιά
Μη γένης αρνί για θα σε φάη ο λύκος
(1952)
Καματερό = τό βόδι πού οργώνει, εμπόριε = μπορούσε, ζέγνω καί ζέχνω = βάζω στό ζυγό (τα βόδια στ' αλέτρι, τ' άλογα στ' αμάξι)
Άλλος σκοντάβει και γκρεμίζεται, κι΄ άλλος σκοντάβει και πλουταίνει
(1952)
Γιατί ο δεύτερος μπορεί να σκοντάψη πάνω σε θησαυρό
Η ακνιά παιδί δεν κάνει, κι' αν το κάμη, δεν προκόβει
(1952)
Ακνιά = τεμπελιά, οκνηρία
Α δε βρέκη, θα σταλάξη
(1952)
Από τη συλλογή Λιβιεράτου
Να 'μουν το Μάη μπιστικός, τον Αύγουστο τραγάτης και μες στο μισοχείμωνο λεχώνα στο κρεβάτι
(1952)
Μπιστικός = τσοπάνης
Ο Μάης για τον Τρυγητή, κι ο Απρίλης για το θέρο
(1952)
Αν δε βρέξη το Μάη, είναι καλό για τ' αμπέλια κι αν βρέξη τον Απρίλη είναι καλό για τα σπαρτά
Όποιος δεν παίρνει από τσι μέρες μου, χίλι' οι χρόνοι του
(1952)
Φτάνει να μην κάνη σε μένα κακό, στους άλλους ας κάνη
Α θέλη ο ένας παπάς τ' αλλουνού παπά καλό, να σπάση τ' αβγό
(1952)
Από τη συλλογή Λιβιεράτου
Ο παράς, παράδεισος και χωρίς παρά, ούτε στον παράδεισο
(1952)
Από τη συλλογή Λιβιεράτου
Κοντά στα ξερά ξύλα, καίονται και τα χλωρά
(1952)
Ερμηνεία: Κοντά στους φταίχτες πληρώνουν κι'οι αθώοι
Το παλιοπάπουτσο όσο το ξεφτάς, ξεφτελεύεται
(1952)
Όσο ο φτωχός δείχνεται κακομοίρης, τόσο χειρότερα τον μεταχειρίζονται
Δυο άσπρες εκαθόντανε κι΄ ελέαν την ασπριά τους, μελαχρινούλα επέρασε κ' έκαψε την καρδιά τους
(1952)
Ελέαν = έλεγαν, επαινούσαν, ασπριά = ασπράδα
Η άσπρη θέλει κόκκινα, η γαλανή γαλάζια, κ΄ η καθαρομελάχρινη άσπρα και λουλουδάτα
(1952)
Εννοεί τα φορέματα που ταιριάζουν στην κάθε μιά
Τ' άχερο βαστάει την πλίθρα, το παλιό κρασί το γέρο
(1952)
Φτιάχνουν πλίθρες (τούβλα) ανακατεύοντας πηλό κι' άχερο
Η πίτα είδε την πλύτρα, κ' επετάχτηκε στα κανώματα
(1952)
Κανώματα = τα φατνώματα, αναμεσα στα πατερά του νταβανιού. Είναι γεμάτη όρεξη και τη φοβάται
Του παιδιού η κοιλιά κοφίνι, και ζουρλός οπου του δίνει
(1952)
Ζουρλός = Τρελός
Μάννα τα δεν εγέννησε, κακή ριπή ας τα πάρη
(1952)
Από τη συλλογή Λιβιεράτου
Όποιος έχει σπίτι του γάμο, δεν πάει σε ξένονε
(1952)
Από τη συλλογή Λιβιεράτου
Κάθε λόγος έχει και τον αντίλογό του
(1952)
Κ' έτσι ξεσπούν οι καβγάδες
Όπου σκύλος, ξένος σκύλος δε χωράει
(1952)
Σαν το 525
Τα λίγα λόγια ζάχαρη και το καθόλου μέλι
(1952)
Από τη συλλογή Λιβιεράτου
Κλαίνε οι χήρες, κλαίνε κ' οι παντρεμένες
(1952)
Κανείς δεν είν' ευχαριστημένος
Α δεν κλοτσήσ' ο γάϊδαρος, δεν τονε ξεφορτώνουν
(1952)
Από τη συλλογή Λιβιεράτου
Κοιλιά γιομάτη, αφτιά δεν έχει
(1952)
Δε συγκινείται
Κάλλιο στο κλαρί, παρά στο κλουβί
(1952)
Από τη συλλογή Λιβιεράτου
Απ' όλα τα μυριστικά, το πιο μυρίζ' ο φούρνος κι απ' όλα τα λαλούμενα, το πιο λαλεί η κανάτα
(1952)
Το πιο = περισσότερο
Πουλιό 'ν' ο καλοφούρτουνος, παρά ο αντρειωμένος
(1952)
Πουλιό = πιο πολύ (αξίζει)
Όπου πέσ' η μάκια, κάτι θ' αφήση
(1952)
Μάκια (ιταλική) = λεκές, κηλίδα
Ένας λόγος φκιάνει κόσμο, κ' ένας λόγος χαλάει κόσμο
(1952)
Από τη συλλογή Λιβιεράτου
Πρώιμο κλάδεμα έκανε και όψιμη σκαφή
(1952)
Έκανε = κάνε (προστακτική)
Τη δαγκαμασιά του σκύλου, το μαλλί του τη γερεύει
(1952)
Στην Παλική, όταν ένας σκύλος δαγκάση κάποιον, παίρνουν μαλλί από τη ράχη του, το καινε και το κάνουν στάχτη, το ανακατεύουν με λάδι και αλείφουν την πληγή
Πεθερά, κρεμύδι σάπιο, κάθε μπουκωσιά και δάκρυο
(1952)
Μπουκωσιά και μπουκουνιά = δαγκωσιά, φαγωσιά
Τον ξένον και παραμπαστό για μάρτυρα τον έχεις
(1952)
Παραμπαστός = ο φιλοξενούμενος. Παρακολουθεί όλα όσα γίνονται στο σπίτι, και κάποτε μπορεί να τα πη
Παιδί που δε γεννηθή, τ' όνομά του δε βγαίνει
(1952)
Κάτι που ακούεται, δε μπορεί παρά θα 'γινε
Καθένας, εκειός ξέρει που τόνε σφίγγει το παπούτσι του
(1952)
Από τη συλλογή Λιβιεράτου
Όποιος δε μιλεί, τόνε θάβουνε
(1952)
Από τη συλλογή Λιβιεράτου
Όλα τα κεφάλια έχουν κόνιδα
(1952)
Όλοι έχουμε ελαττώματα
Το πονηρό σκυλί δεν αλυχτάει
(1952)
Από τη συλλογή Λιβιεράτου
Κάλλιο κόμπο στο πουγγί, παρά κόμπο στην καρδιά
(1952)
Από τη συλλογή Λιβιεράτου
Ο Μάρτης πεντοδείλινος και πάλε δειλινάκης, πέντε φορές θα δειλινάς και πάλε, Γιάννη, θα πεινάς
(1952)
Ερμηνεία: Πεντοδειλινός που σ' αναγκάζει να δειλινάς (να τρως τ' απόγιομα) πέντε φορές, επειδή μεγαλώνει η μέρα κι' ο κόσμος δουλεύει στον κάμπο
Οι Χάρκες χάριν έχουνε, τα Κέρια κερωμένα, του Μοσκλιανίτη το νερό δεν το 'φτασε κανένα
(1952)
Χάρκες πηγή της Αγία - Θέκλης, στην Παλική
Κάλλιο Μάρτης καρβουνιάρης πάρι Μάρτης λιοπυριάρης
(1952)
Ερμηνεία: Πιο καλός για την παραγωγή είναι ο Μάρτης που κάνει κρύο και μαζωνόμαστε γύρω στη φωτιά, παρά ο καλοκαιρινός με τους ήλιους
Ο κουρλός το βουρλισμένο, σαν τα μάτια του τον έχει
(1952)
Βουρλισμένος = τρελλός, απάνω στην κρίση του
Όπως εύρης τον καιρό, έτσι και ν΄αρμενίζης
(1952)
Ερμηνεία: Μεταφορά από τα καϊκια
Κάλλιο λίγο ριζικό, παρά περίσσια γνώση
(1952)
Από τη συλλογη Λιβιεράτου
Όταν αποκαή το σπίτι, όλοι φέρνουνε νερό
(1952)
Από τη συλλογή Λιβιεράτου
Ο φούρνος φκιάνει το ψωμί κι' ο ήλιος τη μπουγάδα
(1952)
Μπουγάδα και αλισίβα (ιταλΙικές και τα δύο), το πλύσιμο των ρούχων με βραστό νερό και στάχτη. Ο ήλιος συμπληρώνει με το στέγνωμα την ασπράδα των ρούχων
Ο ύπνος είναι θάνατος και το κρασί 'ναι μπόγιας
(1952)
Μπόγιας (ιταλική) = Δήμιος
Το μυαλό μας, μοίρα μας
(1952)
Η τύχη τ' ανθρώπου στηρίζεται στο μυαλό του
Του πλούσιου οι μακροσυμπεθέροι, πρωτοξάδερφα
(1952)
Όταν κανείς πλουτίση, ξεφυτρώνουν σάν ξαδλερφια κ' οι πιο μακρινοί συγγενείς
Η μαϊμού το παιδάκι της λέει πως είν' αγγελούδι
(1952)
Από τη συλλογή Λιβιεράτου
Αγλιά αφ'το νιο τον ξάγρυπνο, το γέρ' όντες κοιμάται
(1952)
Στο νέο η αγρυπνία και στο γέρο ο πολύς ύπνος, είναι κακά σημάδια
Κάλλιο σ' αντρός αποκρέβατο, παρά σ' αδερφού κλινάρι
(1952)
Αποκρέβατο=χωριστό, δεύτερο, παραπεταμένο κρεβάτι. Κλινάρι=επίσημο κρεβάτι
Βαρύ 'ναι το βουνό, μα σαν τον άθρωπ' όχι
(1952)
Από τη συλλογή Λιβιεράτου
Βάλε φραμό στ' αμπέλι σου, και για ξένο άσ' το
(1952)
Φραγμός = φράγμα, φράχτης
Τη νύφη την υποδέχεται όλο το χωριό
(1952)
Έθιμο για τις ξενοχωρίτισσες νυφάδες
Οπου πειναει, ψωμιά θωρεί, κι' οπου διψάει, βρύσες θωρεί κι' ο αξυπόλυτος τσαρούχια με τσι μύτες
(1952)
Θωρεί = βλέπει (στον ύπνο του ή στη σκέψη του)
Ο Θεός σκάλες αναβάζει και σκάλες κατεβάζει
(1952)
Δηλαδή τους ανθρώπους
Κατά τα ρούχα ο Θεός και την κρυότη
(1952)
Ανάλογα με την αντοχή δίνει τα βάσανα
Που με γελάση μια φορά, αναθεμά τονε και που με γελάση δυο, ο Θεός σχωρέσ' τονε
(1952)
Γιατί τη δεύτερη φορά, φταίω εγώ, που δε φυλάχτηκα
Παίναε τη θάλασσα,αλλά να περβατής στην ξέρα
(1952)
Παλική απο τη συλλογή Λιβιεράτου, ξηρά = στεριά
Τα ζωντανά, όλα γιατρεύονται
(1952)
Ο θάνατος να μη μπη στο σπίτι, όλα τ' άλλα (φτώχεια, φυλακές) τακτοποιούνται
Αλι στον αντρειμένονε, που τόνε πιάσουν δυο σπασμένοι
(1952)
Παλική από τη συλλόγη Λιβιεράτου
Έχε καθάριο πρόσωπο για τσου καλούς γειτόνους
(1952)
Να είσαι ειλικρινής κ' ευγενικός στους καλούς σου γειτόνους