Αναζήτηση
Αποτελέσματα 211-220 από 718
Το γϊάδι του τζ' α ιδεί το μουσκάριν dου, γα τζο κατεβάζει
(1951)
Η αγελάδα που δεν θα ιδεί το μοσκάρι της, γάλα δεν κατεβάζει. Όταν μια δουλειά δεν είναι δική σουή δε σου δίνει διάφορο, δύσκολα την κάνεις.
Είσαι σαν αγκάθι από παλιούρι
(1951)
Τόλεγαν σε κείνους που πείραζαν τους άλλους ή τους έβαναν λόγια. Το παρούλι (-παλιούρι) είναι θάμνος με αγκαθωτά κλαδιά, όπως η ακακία. Με τις βέργες του έκαναν βουκέντρια
Σόπου ο δϊέβος 'ηρανέσκει 'ίνεται άιος
(1951)
Οταν γερνάει ο διάβολος, γίνεται άγιος. Για τους γέρους που το ρίχνουν στις προσευχές, ενω πέρασαν τα νιάτα τους στην αμαρτία
Υρεύκα σε πάνου, ηύρα σε κάτου
(1951)
Σε γύρευα πάνου, σε βρήκα κάτου
Θέκ΄τον gώ σου, κάτσε σε ΄νgκάθε πάνου
(1951)
Υπόμενε όπως είσαι, γιατί μπορεί να πέσεις στα χειρότερα
Κόμης 'ς την μάν dου τζο 'εννήθη
(1951)
Ακόμα δε γεννήθηκε απο τη μάνα του
Τ' άσπρα κατεβάζουν d' άστρα
(1951)
Τα λεφτά κατεβάζουν τ' άστρα
Στο δϊέβο αν τζερί να πάρεις, πάλ' εν gαό
(1951)
Ερμηνεία: Από το διάβολο κι ένα κερί να πάρεις, είναι καλό
Το βυνατό το ξίδι το στδεύο του στσίνει τα
(1951)
Το δυνατό το ξίδι τ' αγγειό του το σκίζει. Το λένε ειρωνικά, όταν κανείς θυμώνει. Λεβ. 176.
Ότις πίνει βερεσέ κρασί, μεθά δύο φορέδες
(1951)
Όποιος πίνει βερεσέ κρασί, μεθάει δύο φορές. Πόντ. Α. Π. αρ. 304: Βερεσιάν κρασίν πού πίν', δύο φοράς μεθύ'