Αναζήτηση
Αποτελέσματα 301-400 από 707
Πάσχα νdα 'κούς τσαί πασχά νdα δείς μό τα 'φτάλμε σου
(1951)
Άλλο να τ΄ακους, κι άλλο να τα δεις με τα μάτια σου.
Τατάντσε η κάτα σ' άλειμμα; Αβ ζάπτι τζο 'ίνεται
(1951)
Γλυκάθηκε η γάτα στο βούτυρο; Ξανά δεν περιορίζεται
Σο σπίτιν bέσου, κατά τσαί 'ναίκα λειψό τζο πρέπει να 'ίνεται
(1951)
Στο σπίτι μέσα γάτα και γυναίκα δεν πρέπει να λείπουν
Γώ 'στε τζο γλείφω, να τσιρίξω
(1951)
Εφγώ κόκκαλα δε γλείφω, για να φωνάξω
Να θέκ' φώλι, να 'εννήσει το 'ρνίθι
(1951)
Να βάλεις φώλο, για να γεννήσει η όρνιθα
Μο τα τσενdείς το γαιρίδι, πορπατεί
(1951)
Με το να κεντάς το γαιδούρι, περπατεί
Η γουώσσα ζελμονά, λε το 'ληθώτικο
(1951)
Η γλώσσα λησμονάει, λέει την αλήθεια
Κάθεται πάνω στ' αγκάθια
(1951)
Του κόφτει το μασαίρι αρούται, του κόφτει η γουώσσα τζο αρούται
(1951)
Ό,τι κόβει το μαχαίρι γιατρεύεται, ό,τι κόβ' η γλώσσα δε γιατρεύεται
Το 'ρνίθι γλυμίζει, γλυμίζει, έβgαλεν dα κάκε πάνου
(1951)
Η κότα σκαλίζει, σκαλίζει, έβγαλε τα σκατά πάνου
Τα 'φτάλμε σου σον gω μου
(1951)
Τα μάτια σου στον κώλο μου
Ένι στον τζαι πετσί
(1951)
Είναι πετσί και κόκκαλο
Το στσυλλί, φότεζ έν' στσυλλί, πάλι να έσει σόϊ
(1951)
Το σκυλί που είναι σκυλί, πάλι πρέπει να 'χει σόϊ
Ό,τ' έσπειρεζ ατσείνο 'α θερίσεις
(1951)
Ό,τι έσπειρες, εκείνο θα θερίσεις
Το στσυλλί του τσο 'αλεί δάκνει κρυφά
(1951)
Το σκυλί που δε γαβγίζει δαγκάνει κρυφά
Τσυλίστην dο χαριένι, τσ' ηύρεν dο χαπάχι
(1951)
Εκύλησεν ο τέντζερης και βρήκε το καπάκι
Τα 'φτάλμε μου σα μη ιδούνε, η καρdιά τζο πιστεύει
(1951)
Τα μάτια μου αν δε δούνε, η καρδιά δεν πιστεύει.
Σίλε να κατέσ', ρώτα τσ' ένα
(1951)
Χίλια να ξέρεις, ρώτα κι έναν
Κάθεται σα ΄νgαθε πάνου
(1951)
Κάτσε στραβά τσαι πε τ' ορτούσκον dου
(1951)
Κάτσε στραβά και πες την αλήθεια
Ηύρες πεξιμέτι, ΄υρέφ΄ τα τσαί φουσκωμένο
(1951)
Βρήκες παξιμάδι, το θέλεις και βρεμένο. Πόντ. Δ.Π. 158 : Εύρεν απίδ΄, θέλ΄ άτο και μασεμένον
Η ΄ναίκα εν΄ λίμbλη, άνdραζ εν bοτάμι
(1951)
Η γυναίκα είναι λίμνη, ο άντρας είναι ποτάμι. Η γυναίκα κάθεται στο σπίτι, ο άντρας τρέχει έξω για τις δουλειές
Το μέγον dου νοματού το κατζί χαρ βαχίτ νdα πιέσ'
(1951)
Του μεγάλου ανθρώπου το λόγο κάθε φορά να τον πιάνεις (λογαριάζεις)
Το κάμι η 'ναίκα καμναίνει την Τζερετσή
(1951)
Η κακιά γυναίκα δουλεύει την Κυριακή. Η κακή, η απρόκοφτη νοικοκυρά δουλεύει την Κυριακή, την ημέρα δηλαδή που είναι αμαρτία να δουλέψεις
Του Μάρτη τα πουλλία μετράν dα σον gανdάρη
(1951)
Ερμηνεία: Του Μάρτη τα πουλιά τα μετράνε το Γενάρη
Βίνεψεν gως
(1951)
Πέταξε κώλο. Έγινε αδιάντροπος, πήρε τον κατήφορο, έπεσε στη διαφθορά
Σου κου το κατζί 'τιν gρούς;
(1951)
Στου κώλου το λόγο βάνεις αυτί; Όταν κανείς δίνει σημασία σε λόγια ή σε βρισιές από πρόστυχους
Το νεκέση ο νομάτ' 'φήνει 'ς τα 'φτάλμε, κλαι' 'ς τα φρύδε
(1951)
Ο τσιγγούνης άνθρωπος παρατάει τα μάτια, κλαίει για τα φρύδια, δηλαδή παραπονιέται ψεύτικα
Τσαι το μερμήντζιν bάλι έσει το ζύ' του
(1951)
Και το μυρμήγγι ακόμα έχει το βάρος του
Το νηστικόν dο 'ρκούδι τζο χορεύει
(1951)
Το νηστικό αρκούδι δε χορεύει
Τ' αζό νύφη είσαι τσαί τζό κατζέφ';
(1951)
Καινούργια νύφη είσαι και δε μιλάς;
Ό,τιζ τρώ' κρομμύδι, μυρίζει
(1951)
Όποιος τρώει κρεμμύδι, μυρίζει
Τζο φήν' με σο τάρτι μου;
(1951)
Δε μ' αφήνεις στη στεναχώρια μου;
Τσίπ τα μελίσσε μέλιν τζο φτένουνε
(1951)
Όλες οι μέλισσες μέλι δεν κάνουν
Του ρουσού το σόνι σο Μάρτη 'ίνεται παού
(1951)
Ερμηνεία: Του βουνού το χιόνι το Μάρτη φανερώνεται
Ανdι κάμιν bεθερά, μbαίν' βgαιν' κοροζέφ'
(1951)
Σαν κακή πεθερά, μπαίνεις βγαίνεις μουρμουρίζεις
Του ύρεύει να παρεδοθεί, μbρό 'πίσου τζο 'γρεύει
(1951)
Ερμηνεία: Όποιος θέλει να παντρευτεί, μπρος πίσω δεν κοιτάζει. Ο γάμος δε χρειάζεται πολλή σκέψη. Παραδίνομαι= παντρεύομαι
Τα παράδε φτένουν σε να κατζέπ'
(1951)
Ερμηνεία: Τα λεφτά σε κάνουν να μιλάς
Μbρό σου 'φκώνει χαλία, πίσου σου νοίζει γουΐα
(1951)
Μπροστά σου απλώνει χαλιά, πίσω σου ανοίγει λάκκους. Γιά τούς διπροσώπους
Δέβου σ' όργο σου
(1951)
Πήγαινε στη δουλειά σου, Ερμηνεία: μην ανακατώνεσαι στις κουβέντες μας
Να φσίνξει το θαλί, ά βgάλει νερό
(1951)
Αν σφίξει την πέτρα, θα βγάλει νερό. Για τους χειροδύναμος. Λεβ. 77, Ποντ. Δ. Π. αρ. 324, : Τα λιθαρά να τζουμίζ'νερόν εβγάλλ'
Ατσονdου φέρει η ημέρα, ο χρόνος τζο φέρει τα
(1951)
Όσα φέρνει η μέρα, ο χρόνος δεν τα φέρνει
Κάτα ημέρα Πάσκας τζο ' νι
(1951)
Κάθε μέρα δεν είναι Πάσχα. Σε κείνους που ζητούσαν όλο να τους δίνουν
Να 'νοίκ' γουΐ να ξειλήση άν άβου, έμbρο 'ά ξειλήσ' συ
(1951)
Αν ανούξεις λάκκο να πέσει ένας άλλος, πρωτύτερα θά πέσεις εσύ
Ο Θεός φήτσε σε άμμα τζο ζελμονά σε
(1951)
Ο Θεός σ' άφησε, αλλά δε σε λησμονά
Ο Θεός τα δύο θύρες τζο φσαώνει τα
(1951)
Ο θεός (και) τις δύο πόρτες δεν τις κλείνει
Θελυκό ταλικό δεβολικό
(1951)
Το θηλυκό είναι διάβολος. Το ταλικό ίσως είναι επανάληψη κατά τα : άντρας – μάντρας, φωτιά – μωτιά κ.ά. Έλεγαν και : Το θελυκό εν΄ του δεβόβου, γι΄ αυτό και στα γουρμπάνια (θυσίες) τους, ποτέ δεν έσφαζαν θηλυκό ζώο. Δεν ...
Μη καρακώνεις το θύρι μου
(1951)
Μην κλειδώνεις την πόρτα μου
Παροιμία
(1951)
Το βελόνι δε μπορεί να το περάσει από την άλλη μεριά. Για τις κοπέλλες, που δεν ήταν νοικοκυρές
Σό ταμάριν dου κορά, πάρ΄ τόϊμα
(1951)
Με τη φλέβα του ανάλογα, πάρ΄ το αίμα. Από έναν άνθρωπο πρέπει να γυρεύει κανείς ότι έχει τη δύναμη να δώσει. Ταμάρι=νταμάρι, φλέβα
Τ' όϊμα μό τόϊμα τζο πλυναίνουν dα,μο το νερό πλυναίνουν dα
(1951)
Το αίμα δεν το ξεπλένουν με το αίμα,με το νερό το ξεπλένουν.
Η μάνα σου σε γέννησε σε μιά λαμπρή μέρα
(1951)
Τόλεγαν στους καλούς και στους τίμιους, που οι κουβέντες τους ήταν πάντα ξεκάθερες
Ό,τι ένdουν ένdουν, μεράχι μη φτέν'
(1951)
Ό,τι έγινε έγινε, μην το κάνεις μεράκι
Τον αβγάτη κατεβάζει τα 'ς τ' αβγόν bοπάνου
(1951)
Τον καβαλάρη κατεβάζει πάνου από τ' άλογο. Για κείνον που έχει ζηλιάρικο μάτι και βασκαίνει
Το κατινό ουρανός 'ς την αστραπή τζο φοβείται
(1951)
Ο καθαρός ουρανός από την αστραπή δε φοβάται
Μο το μεχάνι πάει σο καβγά
(1951)
Με το φυσερό πάει στον καβγά
Σου αβγού τον dόπα, γαϊρίδι μη λητεύ'
(1951)
Στ' αλόγου τον τόπο,γαϊδούρι μη δένεις
Ηύρες χωρίος θεχούς στκυλλού τσαί 'νεγκώθεις θεχούς ραβdού
(1951)
Βρήκες το χωριό δίχως σκυλλί και γυρίζεις δίχως ραβδί
Να μη βρονdήσει, Κυριελέησον τζο λένε
(1951)
ΟΙ χωρικοί, κάθε που βρόνταε, κάνανε το σταυρό τους, γιατί φοβόντανε τον κρότο και τ' αστροπελέκια. Η παροιμία λοιπόν σημαίνει πως χωρίς φοβέρα ο άλλος δε σε λογαριάζει
Α γαλτζέψει σο γαιρίδι
(1951)
Θα καβαλικέψει στο γαιδούρι
Δέβας το γαιρίδι 'ς το νερό
(1951)
Πέρασ' το γάιδαρο από το νερό
Αράdει τσ' εύρου με
(1951)
Ψάξε και βρές με
Ό,τι 'α βρέξει, 'ς κατεβάσει
(1951)
Ότι βρέξει, ας κατεβάσει
(1951)
Το φίδι, του τζο ΄υρεύει το χορτάρι, φυτρώνει σο τρυπίν dου.
(1951)
Το χόρτο που δε θέλει το φίδι, φυτρώνει στην τρύπα του. Όταν είσαι άτυχος, εκείνο που δε θέλεις, σου παρουσιάζεται μπροστά
Του τζο ΄υρεύει να φκακώσει, ζυμώνει δέκα ημέρες
(1951)
Όποιος δε θέλει να πλάσει, ζυμώνει δέκα μέρες
Ένι του Σαγματά δϊέβος!
(1951)
Είναι του Σαγματά διάβολος!
Τσιπ τα λαχτύλε παραπάρε τζου 'νdαι
(1951)
Όλα τα δάχτυλα ίσια δεν είναι
Η κούφα του 'έμει δεβόλοι
(1951)
Η σκούφια του είναι γεμάτη διαβόλους
Τα 'μαν είν' gαρύδε, κροτάνε τουν ετσεινώ είν' σταφίδες, κοάνε τζο 'χουν
(1951)
Τα δικά μου είναι καρύδια, βροντάνε εκεινών είναι σταφίδες, κολλάνε, φωνή δεν έχουν
Σε μένα του τζο φτάνει το ισανί, να σώσει πουά χρόνες
(1951)
Ο άνθρωπος που δε φτάνει σε μένα ( που δε με βλάφτει), να ζήσει πολλά χρόνια , Λεβ. 126
Σ τ' αν bρόβατο δύο δέρματα τζο βgαίνουν.
(1951)
Από ένα πρόβατο δυό δέρματα δε βγαίνουν
Πόμεινα σα δύο 'νάμεσα
(1951)
Απόμεινα στα δυό ανάμεσα.
Δυό ισπάτοι κρεμάζουν α νομάτ'
(1951)
Δυό μάρτυρες κρεμάνε έναν άνθρωπο
Ζούλεπ' την gαζβάρα, να γλυμήσει το ΄φτάλμε σου
(1951)
Θρέψε τον κόρακα, να βγάλει τα μάτια σσυ. Όταν έκανες καλό κ' έβρισκες κακό. Λεβ. 33- Πόντ. Α. Π. αρ. 1262: Πεσλέεψον κορώναν, ας κρούη κ' έβγαλλ' τ' ομμάτια σ'.
Α τσαλdήσει τσαί δε μαζ όηλοζ α ημέρα
(1951)
Θα βγει και για μας ο ήλιος μια μέρα. Όταν κανείς περιμένει καλύτερες μέρες. Πόντ. Ακ. αρ. 499 : Χέλπετ' έναν ημέραν ο ήλον κρούει σ' εμέτερα τα λαζούδα κιάν' πα
Έμbασαν dα ση ζυγού
(1951)
Τον έβαλαν στο φορείο
Να σεσ ζύσουνε, α νάρτετε τεμάμι
(1951)
Αν σας ζυγίσουνε, θάρθετε ίσια ίσια
Όηλοζ είδεν dα η στσιάδη τζου δεν dα
(1951)
Ο ήλιος το είδε η σκιά δεν το είδε. Για πράγματα που κρατάνε λίγο
Τσάπ' 'α φυσήσει ο άνεμος, κωθει απιτσεί τη μερά
(1951)
Όπου θα φυσήσει ο άνεμος, γυρνά από κείνη την μεριά. Για τους ανθρώπους που αλλάζουν εύκολα γνώμη
Του έρτσεται 'ς τον άνεμο, πααίνει σον άνεμο
(1951)
Ό,τι έρχεται απ' τον άνεμο, πάει στον άνεμο. Όταν αρχίζεις να ξεπέφτεις, δεν ξέρεις που θα καταντήσειςστο τέλος
Νηστικός στήκνεις· ΄υμνός τζο πορείς να σταθείς
(1951)
Νηστικός στέκεσαι· γυμνός δε μπορείς να σταθείς
Το γαιρίδι σον gω τζο μbορεί νdα τσεντήσει
(1951)
Το γαιδούρι στον κώλο δε μπορεί να το κεντήσει
Το πολύ γϊάσιμο φέρνει κουάψιμο
(1951)
Το πολύ γέλιο φέρνει κλάψιμο
Αvdί κάτα γρεύεις το κράς νdα φάς
(1951)
Σα γάτα κοιτάζεις το κρέας να το φάς
Αντί σαβάχος, σα 'νάτα μη γϊάς
(1951)
Σα βλάκας, στ' ανάλατα μη γελάς
Να τρως ανdί λύκος, σαμού πιέν' τ' όργο πάλ' ανdί καρτσουλϊέκ νdά πιέσ'
(1951)
Να τρως σα λύκος, όταν όμως πιάνεις τη δουλειά, σαν πάνθηρας να την πιάνεις
Ο νομάτ' του τζο γρεύει τ' όργον dου, ταυρεί το σεφελϊέχι
(1951)
Ερμηνεία: Ο άνθρωπος που δεν κοιτάζει τη δουλειά του, τραβάει δυστυχία
Ο νομάτ' σ' αχίλιν dου κορά φτένει τ' όργον dου
(1951)
Ερμηνεία: Ο άνθρωπος κατά το μυαλό του κάνει τη δουλειά του. Έλεγαν και συμβουλευτικά: Σ' αχίλι σου κορά, ποίκ' τ' όργο σου
Του τζο μbορεί να ποίκει τ' όργο, μη τα 'νdαράζεται
(1951)
Ερμηνεία: Δουλειά που δεν μπορεί να κάμει κανείς, ας μην την καταπιάνεται
Φαΐ ηύρες; κάτσε φά. Έργο ηύρες; φύε
(1951)
Ερμηνεία: Φαΐ βρήκες; κάτσε φάε. Δουλειά βρήκες; φύγε. Πόντ. Α. Π. αρ. 721: Ηύρες φαεί; φάε. Ηύρες ξύλο; φύου
Δώτσεν ο Θιός τα κα του
(1951)
Έδωσ' ο Θεός τα καλά του
Τσάπου 'α φυσήσει αν άνεμος, γρατϊέ σε μένα
(1951)
Όπου να φυσήσει ένας άνεμος, αντρικρίζει σε μένα. Το λένε με παράπονο οι άτυχοι, ότανόλα ξεσπάνε απάνω τους
Προίκα τα 'ώνι
(1951)
Τάκαμα αλώνι, άνω κάτω
Παροιμία
(1951)
Σαμού θωρείς του γοντσή σου τα ίδε ψωρϊέσανε, χαζιλλάτει τσαί συ το χατράνι
(1951)
Όταν βλέπεις πως του γείτονά σου τα γίδια ψωριάσανε, ετοίμαζε και συ το κατράμι.
Η γουώσσα λε τα κα, η τσοιλία σου 'έμει δεβόλοι
(1951)
Η γλώσσα τα λέει καλά, η κοιλιά σου είναι γεμάτη διαβόλους
Έρτσεται τα όξου τσαί κατακουά τα ΄πέσου
(1951)
Ερμηνεία: Έρχεται το έξω και κυνηγάει τ΄απομέσα