Αναζήτηση
Αποτελέσματα 101-200 από 707
Ο ταρός ά μεζ δείκ΄
(1951)
Ερμηνεία: Όταν δεν θέλουμε να πάρουμε από τώρα απόφαση για κάτι μελλοντικό
Χάσεν dο τσουφάλι του
(1951)
Έχασε το κεφάλι του
Το ψάρι μυρά 'ς το τσουφάλι
(1951)
Το ψάρι βρωμάει απ' το κεφάλι
Του βασιλό τη 'ναίκα πάλι, κρυφά βρίζουν dα
(1951)
Και του βασιλιά τη γυναίκα κρυφά τη βρίζουν. Από πίσω εύκολα κανείς κατηγορεί όποιον και νάναι
Τσάπου παρπατεί το ποτάμι, απιτσεί 'α πεις νερό
(1951)
Όπου περπατεί το ποτάμι, από κει θα πιείς νερό
Σύρτσεν dο χαρϊένι η νύφ
(1951)
Σκούπισε το καζάνι η νύφη
Α σ' έχω σα γουτνία 'πέσου
(1951)
Κούτνι = μεταξωτό
Ανdί κόνκα κάτσες σό ιλέσιν bάνου, κόλλτσες, αφ' τζού 'ρτες
(1951)
Σάν όρνιο έκατσες στό ψοφίμι απάνου, κόλλησες, πίσω δέν ήρθες. Σε κείνους πού όταν μυριστούνε κάπου κέρδος, κάθονται εκεί καί ξεχνούν όλα τ' άλλα
Ο λύκος σαμού συννεφϊέζ' ο χαβάζ', 'υρεύει τα
(1951)
Ο λύκος όταν συννεφιάζει ο καιρός, του αρέσει
Ο αγός δέβη 'γνένdα
(1951)
Ο λαγός πέρασε αντίκρυ
Ο Μάρτης 'ς τό μέγον dή Σαρακοστή τζο λείπει
(1951)
Ο Μάρτης από τή μεγάλη Σαρακοστή δέ λείπει
Γω έπα, συ μέτ΄σες
(1951)
Εγώ ήπια, συ μέθυσες. Όταν άλλος είχε τη στενοχώρια κι άλλος άναβε κι ήταν έτοιμος για καβγά
Που έν' dό κροτάλλι;
(1951)
Που είναι ο νους σου; Ρωτούσαν έτσι, όταν κανείς δεν πρόσεχε
Κρού' ένα σο πέτεγο τσ'ένα σο καρφί
(1951)
Χτύπα μιά στο πέταλο και μια στο καρφί
Ανdι νύφη στήκνεσαι
(1951)
Σα νύφη στέκεσαι
Μαναχό θάλι τοιέχος τζο 'ίνεται
(1951)
Μ' ένα μόνο λιθάρι τοίχος δεν φτιάνεται
Ο μύος να κώθει μαναχός του
(1951)
Ο μύλος να γυρίζει μοναχός του
Το σίδερο, 'φότεζ εν' ζεστό κουπανίζουν dα
(1951)
Το σίδερο, όταν είναι ζεστό το χτυπάνε
Το στσυλλί το στσυλλί τζο δάκνει τα
(1951)
Τονα σκυλί δε δαγκάνει τ' άλλο
Έμbου σο νdάι
(1951)
Έμπα στο σακκί
Ρτϊαίνει το νερό πανουφόρου
(1951)
Βάνει το νερό να πάει στον ανήφορο
Έθακα το νερό σην ασότη
(1951)
Έβαλα το νερό στ' αυλάκι
Πιέσ' τον κάλη 'ς το κεκίλι
(1951)
Πιάσε το φαλακρό από τα μαλλιά
Τα δυό σου ποράδε έμbασαν dα σ' αν bαπούτσι
(1951)
Τα δυό σου ποδάρια τάμπασαν σ' ένα παπούτσι. Όταν έναν τον στεναχωρούσαν ή τον ανάγκαζαν να κάμει κάτι που δεν ήθελε
Μο τ' α θ'αλι δώκα δύο πουλία
(1951)
Με τη μια πέτρα βάρεσα δυό πουλιά
Το μασαίρι σ΄ εν΄ gεσκίνι, κόφτει τσαί τα δύο τα μερόθες
(1951)
Το μαχαίρι σου είναι κοφτερό, κόβει κι από τις δυό μεριές. Τόλεγαν στους δυνατούς, όταν ήθελαν να τους κολακέψουν
Του Κούτσουτου το σόνι έν' σο τεγάνι 'πέσου
(1951)
Κούτσουρος = Φλεβάρης
Σα μη φυσήσει άνεμοζ, ο τσαλούς τζο σαλεύει
(1951)
Αν δε φυσήξει αέρας, το κλωνάρι δε σαλεύει
Τα μετρημένα τα πρόβατα ο λύκος τζο τρώ'τα
(1951)
Τα μετρημένα πρόβατα ο λύκος δεν τα τρώει
Ά πατήσομ' του 'βού τις τσέφοι τζο γρικάς;
(1951)
Θα πατήσουμε τ' αυγού τα τσόφλια δεν το νιώθεις; Κοντεύει το Πάσχα με τα κόκκινα αυγά.Κοντεύουν οι μέρες που θα χαρούμε.Τόλεγαν για παρηγοριά σε κείνουν που απελπίζονταν.
Όπου να πάει, είναι ένα αγκάθι μπροστά του
(1951)
Για τους άτυχους που όλα τους έρχονται ανάποδα
Το στερνό ο νομάτ' σαμού θωρεί το ζεγγινϊέχι, αρχανdασλιέχι μη φτέν' dαμα του
(1951)
Ζεγγινλίκι=πλούτος
Μο την gούρβα του 'νεγκώθει, ίνεται κούρβα
(1951)
Με την πόρνη όποια γυρίζει, γίνεται πόρνη
Έζ Νικόας εν dου σειμωνού η μέση
(1951)
Ο Άι-Νικόλας είναι του χειμώνα η μέση
Σφίνg' τα δανdάρε σου, μή κατζέφ'!
(1951)
Σφίξε τα δόντια σου, μή μιλείς. Τόλεγαν σε κείνους πού ήταν έτοιμοι να βρίσουν κάποιον. Τους τόλεγαν γιά να τους συγκρατήσουν
Συρταρdεί τα δανdάρε του, τσαί τζο ψοφά
(1951)
Σφίγγει τα δόντια του και δεν ψοφά. Όταν κανείς δεν πέθαινε, ή όταν δεν τάβαζε κάτου εύκολα
Σαμού πααίν' σ' όργο σου, μη γρέφ' τη χώρα πα είπει
(1951)
Ερμηνεία: Όταν πηγαίνεις στη δουλειά σου, μην κοιτάζεις τον κόσμο τι θα πει
Τ' όργο του φτένει τα ιτσιράς
(1951)
Ερμηνεία: Τη δουλειά του τη βγάνει πέρα
Σ' του βίνεψες θαλέ, πόνεσες το βροσόν' σου;
(1951)
Από τις πέτρες που έριξες, πόνεσες το μπράτσο σου; Ειρωνικά, σε κείνους που χωρίς να κάμουν τίποτα έλεγαν πως κουράστηκαν
Το καό η ημέρα, φαίνεται τε την εβίτσα
(1951)
Η καλή μέρα φαίνεται από την αυγή. Πόντ. Α.Π. αρ. 1578 : Το καλόν ημέρα από πουρνού φαίνεται Πον
Το σον άγ' εν ραβdού στόμας
(1951)
Το δικό σου πάλι είναι λαβή μπαστουνιού
Του 'ηρανέσκει ο λύκος, 'ίνεται στσυλλού ο μασχαράς
(1951)
Ο λύκος που γερνάει, γίνεται του σκυλιού μασκαράς. Εναν δυνατό που γέρασε, όλοι τον ξεφτελίζουν
Ενόμαστ' αδά, 'α ψοφήσουμ' αδά
(1951)
Εδώ γεννηθήκαμε εδώ θα πεθάνουμε. Λεγόταν με πείσμα σε κάποια δύσκολη στιγμή της ζωής, στην αντίσταση π.χ. Στους Τούρκους που ερχόνταν να τους επιτεθούν
Ο ντομάτ' σαμού 'ηρανέσκει, παίρν' ο δϊέβος τ' αχίλιν dου
(1951)
Ο άνθρωπος άμα γερνάει, παίρνει ο διάβολος το μυαλό του
Η μά σου μο το σκοκάρι σε 'ένντσε
(1951)
Η μάνα σου, με τη ζάχαρη σε γέννησε
Το στσυλλί γουζίν τζο 'εννά
(1951)
Τι σκυλί αρνί δε γεννάει
Η κάτα ένι Τούρκος, το στσυλλί ένι Ρωμός
(1951)
Η γάτα είναι Τούρκος, το σκυλί είναι Ρωμιός
Αvdί γουτούζι στσυλλί μη δάκνεις
(1951)
Σα λυσσασμένο σκυλί μη δαγκάνεις
Μή ρωτάς, δώσε μή στήκνεσαι, δώσε
(1951)
Μή ρωτάς, δώσε μή στέκεσαι, δώσε. Όταν μάς γυρεύουν όλο να δίνουμε
Τσουρούκε έργατα μη φτέν'
(1951)
Ερμηνεία: Σάπιες δουλειές μην κάνεις
Συ παρμύρτσες τα, γώ κρέμασα τα σό τσουφάλ' τσου
(1951)
Συ το αδιαφόρησες, εγώ το κρέμασα στο κεφάλι σου
Σ' αν bελέτσι αν 'άβι
(1951)
Σ' ένα τσεκούρι μια λαβή
Πασχά εν' d' αμbέλι, πασχά εν' ο παχτσάς
(1951)
Πάσχα = αλλού
Απός σαμού πεινα, προστσυνα
(1951)
Η αλεπου όταν πεινα, προσκυναει
Το στσυλλί του ουλουτά σο χαϊμά σου μη dα κρετείς
(1951)
Το σκυλί που ουρλιάζει στην αυλή σου μην το κρατείς
Η παρακαμίνα 'ποχρίστη, η π'ροστιά 'υρίστη
(1951)
Παρκαμίνα = γωνία, τζάκι
Το πολύν dο κυριελέησον gαόν τζο 'νι
(1951)
Το πολύ το κυριελέησον καλό δεν είναι
Ο ράσος του παπά σηκώνει
(1951)
Ερμηνεία: Το ράσο του παπά σηκώνει. Το επάγγελμα του παπά είναι αποδοτικό σε εισόδημα
Τσάπ' είνdαι πουά 'λαχτόρε, ξημερεύ' αργά
(1951)
Όπου είναι πολλοί κοκόροι, ξημερώνει αργά
Ποίτσε αν gαοσύνη τσαι κόνdα τα σο ποτάμι
(1951)
Κάμε μια καλοσύνη και ρίξε τη στο ποτάμι
Κακά μη κατζέφ, έμbου σο νdάϊ
(1951)
Κακά μη μιλάς, έμπα στο σακκί
Κόοφτίνκες, ραφίνκες
(1951)
Έκοβες κι έραβες
Ο χωρίος κόντσεν gως, συ α vdα 'ρτϊέσ'
(1951)
Το χωριό πέταξε κώλο (πήρε τον κακό δρόμο), εσύ θα το σιάξεις;
Είσαι σαν αγκάθι από παλιούρι
(1951)
Τόλεγαν σε κείνους που πείραζαν τους άλλους ή τους έβαναν λόγια. Το παρούλι (-παλιούρι) είναι θάμνος με αγκαθωτά κλαδιά, όπως η ακακία. Με τις βέργες του έκαναν βουκέντρια
Σόπου ο δϊέβος 'ηρανέσκει 'ίνεται άιος
(1951)
Οταν γερνάει ο διάβολος, γίνεται άγιος. Για τους γέρους που το ρίχνουν στις προσευχές, ενω πέρασαν τα νιάτα τους στην αμαρτία
Υρεύκα σε πάνου, ηύρα σε κάτου
(1951)
Σε γύρευα πάνου, σε βρήκα κάτου
Κόμης 'ς την μάν dου τζο 'εννήθη
(1951)
Ακόμα δε γεννήθηκε απο τη μάνα του
Το βυνατό το ξίδι το στδεύο του στσίνει τα
(1951)
Το δυνατό το ξίδι τ' αγγειό του το σκίζει. Το λένε ειρωνικά, όταν κανείς θυμώνει. Λεβ. 176.
Ότις πίνει βερεσέ κρασί, μεθά δύο φορέδες
(1951)
Όποιος πίνει βερεσέ κρασί, μεθάει δύο φορές. Πόντ. Α. Π. αρ. 304: Βερεσιάν κρασίν πού πίν', δύο φοράς μεθύ'
Ποίκ' τα τσ' αδά, νdα ιδούμε!
(1951)
Κάμε το κι εδώ, να το δούμε
Τα 'φτάλμε σου σο πουλλίν dου
(1951)
Τα μάτια σου στο ψωλάκι του
Το μασαίρι έφτασε σο 'στο
(1951)
Το μαχαίρι έφτασε στο κόκκαλο
Το 'φτάλμι μου 'ποπίσου 'πομένει
(1951)
Το μάτι μου απομένει πίσω
΄Ναίκα είσαι τσαί τζο κατζεύ ;
(1951)
Γυναίκα είσαι και δε μιλάς ; Οι γυναίκες τότε στα Φάρασα δεν μπορούσαν να μιλούν μπροστά στους άντρες
Κακκαβίζουν dα γρούσε σου
(1951)
Λαλούν τα γρόσια σου. Το κακκαβίζω από τη λαλιά της πέρδικας :κακκάβ, κακκάβ
Ζ' γουώσσας τσερεμές
(1951)
Για την προσβολή και το πλήγωμα που μπορεί να δώσει ένας κακός λόγος
Εν΄ δεβόκου ΄ναίκα !
(1951)
Είναι διαβόλου γυναίκα
Να 'υρεύ' να ζεγγινετίσ', σκοτεινά τσαι ημέρα να τσαλιστϊέσ'
(1951)
Ζεγγινετίζω=πλουταίνω
Ζη σον όηλον bίσου
(1951)
Ζη πίσω από τον ήλιο. Για κείνον που κρύβεται από τον κόσμο η που ζει δυστυχισμένος
Βgάλ' τα βαμbάτσε 'ς τα 'τία σου!
(1951)
Βγάλε τα μπαμπάκια πό τ' αυτιά σου. Όταν κανείς ξαναρωτούσε γιατί δεν άκουσε.Τόλεγαν και “Νοίκ' τα 'τία σου” - Ποντ.Δ.Π. αρ. 88: Έβγαλλ' τα βουμπάκια ας σ' ωτία σ'.
Του έρτσεται' ς το δϊέβο, πααίνει σο δϊέβο
(1951)
Ερμηνεία: Ό,τι έρχετ' από το διάβολο, πάει στο διάβολο
Σ τα 'φτάλμε ξείλτσε μακρά, 'ς την gαρdία πάλι μακρά ξείλτσε
(1951)
Από τα μάτια έπεσε μακριά, από την καρδιά το ίδιο μακριά έπεσε
Εν' αvdί γαλάμ' ορτούσκο
(1951)
Είναι σαν κοντυλοφόρος ίσιος
Γλύτωσες 'ς του λύκου το στόμα
(1951)
Γλύτωσες από του λύκου το στόμα
Α υπάμ' σο κλεψιμό, α βgει ο φέγγος το βράδυ
(1951)
Θα πάμε στην κλεψιά, θα βγει το φεγγάρι το βράδυ
Η τσοιλία του τσαλdεί κ' εμανίς
(1951)
Η κοιλιά του παίζει βιολί
Σ' του Απριλιού τις δώδεκα, πέφτ' ο τσεμbρές
(1951)
Από τ΄Απριλιού τις δώδεκα πέφτει ο τσεμπρές
Το τενίζιν bνώνει, ο τουσμάνος τζο ΄πνώνει
(1951)
Ερμηνεία: Η θάλασσα κοιμάται, ο εχθρός δεν κοιμάται
Ο τοιέχος έσει 'τία τσαί 'κόμη 'κού
(1951)
Ο τοίχος έχει αυτιά,κι ακούει κι αυτός. Στα μυστικά μας χρειάζεται προφύλαξη. - Ποντ. Ακ.σ.492: Τα τουβάρα πα έχ'νε ωτία.
Του γρικά ο νομάτ', 'ς έρτει παρ' dώ
(1951)
Ο άνθρωπος που δεν καταλαβαίνει, ας έρθει παρά δώ. Τόλεγαν σ' όποιον έδινε από μακριά ανεύθυνες συμβουλές. Λεβ, 245
Φώλιν τζο σει, βο τζο σει
(1951)
Φώλι δεν έχει αυγό,αυγό δεν έχει.Αν δεν βάλεις φώλο-ψεύτικο αυγό στην κότα,δε γεννάει.Έτσι κι οι δουλειές,χρειάζονται κεφάλαιο ή βοήθεια.Λεβ.252
Να μbω σα θάλε 'ποκάτου, πα' ά βgώ
(1951)
Να μπώ κάτου από τις πέτρες, πάλι θα βγω. Τόλεγε ένας που καμάρωνε πως είν' έξυπνος και δυνατός
Έβγη σου χωματού το πρόσωπο
(1951)
Βγήκε στην επιφάνεια της γης. Τόλεγαν γι' ανρθώπους που ήταν χαμένοι και φαναρώθηκαν ή ήταν φτωχοί και νοικοκυρεύτηκαν
Σε 'τόνα 'τι μη κρούς
(1951)
Σ' αυτόν αυτί μη ρίχνεις. Μην τον προσέχεις μη δίνεις σημασία σ' ότι λέει.
Πιρμή βgεις σ' άβγον bάνου, σαλεύ' τα ποράδε σου
(1951)
Πριν ανέβεις απάνου στ' άλογο, κουνας τα ποδάρια σου
Πιρμή 'εννηθεί το μαχτσούμιν, ιμάτι μη τα φτέν'
(1951)
Πριν να γεννηθεί το μωρό, πουκάμισο μην του φτιάνεις
Σο σαπεμένον dο νόμον τζο πατεί
(1951)
Στο σάπιο κλαδί δεν πατάει
Το νηστικόν dο 'ρνίθι θωρεί σον ύπνο dου μισίρι
(1951)
Η νηστική κότα βλέπει καλαμπόκι στον ύπνο της