Αναζήτηση
Αποτελέσματα 1-100 από 707
Ατά έν' gόσμος! Υρίζει ανdί κωθάρα
(1951)
Αυτός είν' ο κόσμος! Γυρίζει σαν κλωθάρι. Οι τύχες των ανθρώπων αλλάζουν. Κωθάρα είναι το αδράχτι που γνέθουν με το ακτινωτό σφοντύλι
Σου Βαρασού το' ράμμα μή κρέμεσαι – Στου Βαρασού το σχοινί μην κρέμεσαι
(1951)
Μη στηρίζεσαι σε φαρασιώτικες υποσχέσεις. Οι Φαρασιώτες δεν είναι για να σε υποστηρίξουν
Ο κόσμος βίτεψεν gως, μεις μο του 'α ειπούμ' dι “τσούς” στήκνεται;
(1951)
Ο κόσμος πέταξε κώλο (πήρε τον κατήφορο), μεις με το να του πούμε “τσους” (όπως στα γαϊδούρια) στέκεται;. Τόλεγαν σε κείνους, που όλο γκρίνιαζαν πως η νέα πλάση πήρε κακό δρόμο
Κάτσες σον gόφα μου, να μάδεις τα γένε μου
(1951)
Έκατσες στον κόρφο μου, να μαδάς τα γένεια μου
Ο κορνουκσούζης ποίτσε α υιός 'α νdα 'γαπήσει dέϊ έβgαλεν dα 'ρτσίδε του
(1951)
Κορνουκσούζης = ταμαχιάρης, λαίμαργος
Ατσονdου μη νοίζεσαι το κρύο 'α σε πάρει ταρνά
(1951)
Τόσο μην ανοίγεσαι το κρύο θα σε πάρει γλήγορα
Θέκ΄τον gώ σου, κάτσε σε ΄νgκάθε πάνου
(1951)
Υπόμενε όπως είσαι, γιατί μπορεί να πέσεις στα χειρότερα
Τ' άσπρα κατεβάζουν d' άστρα
(1951)
Τα λεφτά κατεβάζουν τ' άστρα
Σάφτισανε τ' άστρα bρόν dου
(1951)
Αστράψανε τ' άστρα μπροστά του. Όταν κανείς έτρωγε δυνατή χαστουκιά ή τον χτυπούσαν στο κεφάλι
Ένι ασλάν' κιbι φσάχι
(1951)
Είναι σα λέοντας παλικάρι
Του ' ρφανού του φσόκκου ο κως εν' 'νεχτό
(1951)
Του ορφανού παιδιού ο κώλος είν' ανοιχτός
Φεύgει το νερό, ΄πομέν΄ο νάμμος
(1951)
Φεύγει το νερό, απομένει ο άμμος
Σηκώθηκε η ανdάρα 'πό πάνου μου
(1951)
Σηκώθηκε η συννεφιά από πάνω μου. Όταν αλαφρώνουμε από μια σταναχώρια
Νdαράγανε τα μαύρα μο τ' άσπρα σου!
(1951)
Ερμηνεία : Ανακατώθηκαν τα μαύρα με τ' άσπρα σου
Τα μαλλιά σου σο μύο ήσπρισές τα;
(1951)
Τα μαλλιά σου τ΄άσπρισες στο μύλο;
Πίθωσε τον κώλο σου, κάτσε στ΄αγκάθια πάνω
(1951)
Υπόμενε όπως είσαι, γιατί μπορεί να πέσεις στα χειρότερα
Τ' άσπρα άστρα κατεβάζουν
(1951)
Α στσυλλί το Δερμαν dου σερματίζει τα
(1951)
Ένα σκυλί το δέρμα του το σερνει
Άσπρος κώλος, μαύρος κώλος, θα γίνει στου ποταμού το πέρασμα φανερός
(1951)
Ερμηνεία: Για πράγματα που δεν μπορεί παρά να φανερωθούν, όταν έλθει η κατάλληλη στιγμή
Του έσει άσπρα, φυσά το ζουρτά
(1951)
Όποιος έχει λεφτά, φυσάει τη φλογέρα
Άσπρο στσυλλί, μαύρο στσυλλί, τσιπ ενι α στσυλλί
(1951)
Ερμηνεία : Άσπρο σκυλί, μαύρο σκυλί, όλα είναι ένα σκυλί
Σ' καζβάρας τ' άσπρα εν' bουά, γιόχτσα τα μαύρα;
(1951)
Ερμηνεία: Της κουρούνας τ΄άσπρα (φτερά) είναι πιο πολλά ή τα μαύρα;
Του τζο 'αρούται το στανϊέρη φήνει το τοσάτσι τσαί σένει σήν bροστσέφα
(1951)
Ο άρρωστος που δε βλέπει γιατρειά, αφήνει το στρώμα και χέζει στο προσκέφαλο. 55. Όταν μια δουλειά δεν πάει καλά, βαριεστίζομε και την παρατάμε. Λεβ. 243
Άσπρον gως, μαύρον gως, α ινεί σο κετζίτιν bαού
(1951)
Ερμηνεία: Για πράγματα που δεν μπορεί παρά να φανερωθούν, όταν έλθει η κατάλληλη στιγμή
Ο π'ίσης τον π'ίση 'γαπά
(1951)
Ο βρωμιάρης τον βρωμιάρη αγαπά
Του α'γαπήσω, εν' ατσείνο καό
(1951)
Ό,τι θ' αγαπήσω, εκείνο είναι καλό
Του 'γαπά το βάρτι, 'γαπά τσαί το 'νgάθι του
(1951)
Όποιος αγαπά το τριαντάφυλλο, αγαπά και τ' αγκάθι του
Σ τα μαχτσούμε τσαί ς' το δομμένο μαθαίν' dο ληθώτικο
(1951)
Από τα παιδιά κι από τον τρελό μαθαίνεις την αλήθεια
Μαναχός του έψησ', έλμισε, μαναχός του έφαε
(1951)
Μοναχός του μαγείρεψε, αλάτισε, μοναχός του έφαε
Κανείς τζό 'υρεύει τα το 'ληθώτικο
(1951)
Την αλήθεια κανείς δεν τη θέλει
Το 'ληθώτικο έν' bρίκο
(1951)
Η αλήθεια είναι πικρή
Ν(δ)άμα έφα(γ)αμ' ας τσάι ψωμί
(1951)
Αντάμα φάγαμε άλας και ψωμί “
Ανdί απός γρουγώνεις 'πο παρέξου
(1951)
Σαν αλεπού κρυφοκοιτάζεις απ΄ έξω
Ανdί απός φυφτίζεις
(1951)
Σάν αλεπού συλλογιέσαι.
Ανdί απός νανούσαι
(1951)
Σάν αλεπού συλλογιέσαι.
Σο Βαρασό λέν αν gατζί,σην bόλην 'gούεται
(1951)
Στα Φάρασα λένε ένα λόγο, στην Πόλη ακούεται. Λόγος που λέγεται εύκολα μαθαίνεται. -Ποντ.Δ.Π. Αρ. 6:Άς σ' ωτίν 'ς σ'ωτίν,κρούει και ς' σή πασά τ' ωτίν.
Φέρε τα δυο άκρες σ' ά μερά
(1951)
Φέρε τις δυο άκρες σε μια μεριά. Κοίταξε να βγείς σ' ένα αποτέλεσμα
Κατζεύω τα 'γω, κούγω τα 'γω
(1951)
Τού χα ειπείς κατένκες τα του χα 'κουσ' τζο κατένκες τα;
(1951)
Αυτό που θα πείς το ήξερες, αυτό που θ' ακούσεις δεν το ήξερες;
Λές τα συ,΄κούς τα συ
(1951)
Εσύ τα λές, εσύ τ' ακούς
Άλειμμαν τζο βgαίνει
(1951)
Βούτηρο δεν βγαίνει
Ήρτε Έζ Δρεμήτηζ, ήρτ' ο σειμός
(1951)
Ήρθε ο Άι-Δημήτρης, ήρθε ο χειμώνας=Στα Φάρασα χειμώνιαζε πρώϊμα, αφού και τ' Άι-Λουκά, 18 Οκτωβρίου, μπορούσε να χιονίσει
Χαρ σαμού θωρώ αν gαό, τα τάρτε μ' εν' gατό
(1951)
Κάθε που βλέπω κάτι ωραίο, τα ντέρτια μου γίνοντ' εκατό//Αυτό τολέγαν και στο χορό οι Φαρασιώτες για τις όμορφες
Η καλημέρα εν' dου Θεού
(1951)
Ερμηνεία: Η καλημέρα είναι του Θεού//Το πρωί που ξυπνούσαν οι Φαρασιώτες, προτού πλυθούν και κάμουν το σταυρό τους, δεν έλεγαν καλημέρα
Είσαι καό, άμα λες πουά ψέματα
(1951)
Είσαι καλός, άλλα λες πολλά ψέματα
Τ' οψάρ ασ' σό κεφάλ βρωμά
(1951)
Ο λύκος πάτσε τζο ξερώνει
(1951)
Ο λύκος πατσές δεν ξεραίνει
Του Κούτσουρου το κ'θάρι, του Μάρτη το 'ρίφι
(1951)
Του Φλεβάρη το κριθάρι, του Μάρτη το κατσίκι. Στους δυό τούτους μήνες φαίνεται αν θα πάνε καλά τα σιτηρά και τα γιδοπρόβατα
Ενόσουν μέλι, ΄ενόσουν σοκάρι, μας τζο κώθεις να μέζ γρέπ΄
(1951)
Έγινες μέλι, έγινες ζάχαρη, εμάς δε γυρίζεις να μας δεις. Τόλεγαν σ΄ έναν που μεγάλωσε κι έγινε ακριβοθώρητος
Ο Κούτσουρος 'α κουτσερέψει
(1951)
Ο Κούτσουρος θα κουτσουρέψει
Μέγο όνομο τσαι κουτούλικο 'ιδι
(1951)
Μεγάλο όνομα και κουτσοκέρατο γίδι
Το κατζί μη τα βινέφ' σο γιαπάν'
(1951)
Το λόγο μην το πετάς του βρόντου
Ό,τιζ έφαεν dο σκόρdο, μυρίζει
(1951)
Όποιος έφαγε το σκόρδο, μυρίζει
Το νηστικόν στσυλλί τζο 'αλεί
(1951)
Το νηστικό σκυλί δεν αλυχτάει
Μοναχός του του ξειά, τζο κλαίει
(1951)
Μοναχός του όποιος πέφτει, δεν κλαίει
Σαγιργϊέναν dα 'τία μου
(1951)
Κουφάθηκαν τ' αφτιά μου. Όταν οι άλλοι φωνάζουν πολύ. - Ποντ. Δ.Π. Αρ. 113: Εκώφωσες τ' ωτία μ'.
Ές γρούσε ; ες τασί μέ(γο) γουώσσα
(1951)
Έχεις γρόσια ; έχεις και μεγάλη γλώσσα
Τσάπου τζο σπέρει, θερίζει
(1951)
Όπου δε σπέρνει, θερίζει
Τσάπου τζο σπειραίνουν σε, μη φυτρών'
(1951)
Όπου δε σε σπέρνουνε μη φυτρώνεις
Τάημισα κλαίν, τάημισα γϊάν
(1951)
Άλλοι κλαίνε και άλλοι γελούν
Τζο γρέφ' τον τζεχρέ σου 'υρέφ' να παγάσ' σην bαναΐα α γομάρ'ν ξύα!
(1951)
Συνοδεύεται από κείμενο...
Πασχά έρdα τα ράσα, πασχά έρdα ο παπάς
(1951)
Πάσχα = αλλού
Το σον dο κατζί εν στσυλλού κουάσιμο
(1951)
Ο λόγος σου είναι σκυλιού κλάσιμο
Σο π'εζόν dο πιθάρι μη κουάν'
(1951)
Στ' αδειανό πιθάρι μην κλάνεις
Μάκε, μάκε, συνdεκνού μάκε
(1951)
Κόποι, κόποι, του συντέκνου κόποι
Τσάπ' είνdαι πουά κουμανdάροι, 'ς τα σερε τουν έργον τζο 'ρτσεται
(1951)
Όπου είναι πολλοί κουμανταδόροι, από τα χέρια τους δε βγαίνει δουλειά
Σου να πουγιουρdάς, φα' στσυλλού κρας έν' τζάφ' καό
(1951)
Πουγιουρντώ = διατάζω
Του ποταμίζεται ο νομάτ', αρατίζει αν τζαλούς να πιέσει
(1951)
Ποταμίζομαι = πνίγομαι
Το ποτάμι του σοτρά 'μbρο, ξοπίσου τζο 'υρίζεται
(1951)
Το ποτάμι που τρέχει μπροστά, πίσω δε γυρίζει
Σα 'μαν dα ποράδε 'μbρο, συ τζο πορείς να βgείς
(1951)
Στα δικά μου ποδάρια μπροστά, συ δε μπορείς να βγείς
Τ' αήνι άμε τσ' ε δω πεγάϊδι, α τσακωθεί
(1951)
Το λαγήνι πήγαινε κι έλα στη βρύση, θα τσακιστεί
Το καμήλι γαφϊάς τζο πίνει
(1951)
Η καμήλα καφέ δεν πίνει
Κανείς τον dατά μου τζο ρωτά τα, ρωτά μο τη μα μου
(1951)
Κανένας τον πατέρα μου δεν τον ζητάει, ζητάει μόνο τη μάνα μου
Η μα σου ένι σκόρdο, ο τατάς σου ένι κρομμύδι
(1951)
Η μάνα σου είναι σκόρδο, ο πατέρας σου κρεμμύδι
Έβgης αρά 'ς τον gω μου τσαι 'υρεύ' να με μάθεις πλέψιμα
(1951)
Βγήκες τώρα δα από τον κώλο μου και γυρεύεις να με μάθεις κολύμπι
Πιρμή βgεις 'ς τον τσεφο, ρυεύ' να μάθεις μένα γράμματα
(1951)
Πριν να βεις από το τσόφλιο, γυρεύεις να μάθεις εμένα γράμματα
Φκάνdαξα 'ς τον παπά τσαι τρώω τη Σαρακοστή
(1951)
Πλαντάζω = θυμώνω
Του πνίζεται ο νομάτ', πιένεται 'ς τό τσουφάλιν dου
(1951)
Ο άνθρωπος που πνίγεται, πιάνετ' από τό κεφάλι του
Του πατεί η κλουσίστρα το πουλλί τζο ψοφά
(1951)
Το πουλί που πατεί η κλώσσα δεν ψοφά
Το στσυλλί πες τζο πεινα, το φούρνο τζο χάνει τα
(1951)
Το σκυλί αν δεν πεινα, το φούρνο δεν τον χαλάει
Σ την bείνα γόνατα τζο κρούω
(1951)
Από την πείνα γόνατα δε στερεώνω
Οι πεθαμένοι ζελμονιένdαι ταρνα
(1951)
Οι πεθαμένοι λησμονιούνται γρήγορα
Ενόσουν τσαι συ ισάνι τσαι κατζέφ' γνένdα μου!
(1951)
Έγινες και συ άνθρωπος και μιλείς μπροστά μου!
Χάρκες κλαί' του τσεινού τον ψόφο
(1951)
Καθένας κλαίει το δικό του πεθαμένο
Μέγον βούτζι φα, μέγον gατζί μη λες
(1951)
Μεγάλη μπουκιά φάγε, μεγάλο λόγο μη λες
Ό,τις παίρει το κατζί του πίσου, ένι 'ναίκα
(1951)
Όποιος παίρνει το λόγο του πίσω είναι γυναίκα
Έvι αvdί Καβάρη κάτσι
(1951)
Είναι σαν του Καβάρη το βράχο
Έφαεν gαμηλού παστουρμάς
(1951)
Έφαγε καμήλας παστουρμά
Ποίτσεν dα 'αν dον Ναστραdί – χοτζά
(1951)
Τόκαμε σαν το Ναστραντίν χότζα
Του 'νεγκώθει πολύ ο νομάτ', κατέσει πολύ
(1951)
Ο άνθρωπος που γυρίζει πολύ, μαθαίνει πολλά
Νερό έβgη σο 'μον dο τετ' ζάλι
(1951)
Νερό βγήκε στην τύχη μου
Τιζ έκουασε; Η νύφη έκουασε
(1951)
Ποιός έκλασε; Η νύφη έκλασε
Σήκωσεν dο μυτήν ψεά
(1951)
Σήκωσε τη μύτη ψηλά
Του έρτσεται 'ς το νερό, πααίνει σο νερό
(1951)
Ότι έρχεται από το νερό, πάει στο νερό
Το νηστικόν dο γαϊρίδι τζο βρουκανίζει
(1951)
Το νηστικό γαϊδούρι δε γκαρίζει
Το νηστικόν dο στσυλλί σον ύπνο dου θωρεί κρας
(1951)
Το νηστικό σκυλί βλέπει στον ύπνο του κρέας
Το νερό 'ς τον Gούτσουρ' έν θεό
(1951)
Το νερό από το Φλεβάρη είναι θολό. Με τις βροχές και τις πλημμύρες που κάνει το Φλεβάρη, τα ποτάμια θολώνουν. Αλληγορικά: υπάρχει πάντα κάποιος που φταίει για ό,τι ανάποδο γίνεται
Αvdi καρφί κρούς
(1951)
Σάν καρφί τα χτυπάς