Αναζήτηση
Αποτελέσματα 101-200 από 282
Το πρόβατο στο γέννημα, το γίδι στο λιναρι
(1956)
Θέλουν προσοχή
Η Λεύκη κάνει κούτσουπα κ' η Ανωή καρύδια καί ο καημένος ο Σταυρός, ωραία κοπελλούδια
(1956)
Καρύδια = άλλοι λένε γουρούνια
Η Λεύκη βγάνει κούτσουπα, η Ανωή καρύδια, καί τό καημένο το Βαθύ, όμορφα κοπελούδια
(1956)
Αντιόπη Τρίτση, ετών 45
Από τ' αφτί και στο δάσκαλο
(1956)
Τις όμορφες φιλούν αητοί τσ' άσκημες όποιος λάχη, κι εκειές που δεν πρεζάρουνται για τιμημένες κράζονται
(1956)
Πρεζάρονται = δεν τις προσέχουν
Ποιός είδε γέροντα παπά να θάβη γιό Δεσπότη
(1956)
Κι' όμως λένε για το Μηνιάτη, πως αυτό έγινε. Επέθανε ο Δεσπότης και τον εφέρανε του πατέρα του στο Ληξούρι, που ήτανε παπάς. Λένε επίσης πως τη βραδιά που επιάστηκε στην κοιλιά τση μάννας του εξημέρωνε Κυριακή Λαμπρή κι' ...
Θεωρία επισκόπου και καρδιά μυλωνά
(1956)
Καρδία; επειδή τραβάει φουρτούνες δηλ., παλληκάρι
Πουνέντε καλαρμενιστή, καρτέρει μ' ως την Κυριακή
(1956)
Κάποιος ήτανε να ταξιδέψη κι' είχε άρραφτο παννί και παρακαλούσε να καρτερέση ο Πουνέντες να τον πάρει
Αλαργεύει, σαν το διάολο από την αγραπιδιά
(1956)
Ίσως την αργ. Της Αγ. Βαρβάρας
Ο διάβολος τό' φκιασε κι ο γιός του το τρύπησε
(1956)
Ερμηνεία: Το τσαπί σκληρή δουλειά
Θηλυκό παιδί, ούτε στου βασιλιά την πόρτα!
(1956)
Ήτανε μια βασίλισσα κι ήταν έτοιμη να γεννήση. Είχε μοδίστρες και τσ΄ ερράφτανε τα μπεμπίστικα. Επήε η βασίλισσα ναν τα καμαρώση. - Δεηθήτε, κορίτσια μου που είστε αθώα πλάσματα να κάμω σερνικό. Τότε είπανε οι μοδίστρες : ...
Πίσω από τη ζωή, είναι η κουφοζωή
(1956)
Υπάρχουν και τα μικροαπόκρυφα κι οι αδυναμίες
Άλλος σκάφτει και κλαδεύει κι' άλλος πίνει και μεθάει
(1956)
Απο τον Γερ. Παπαδόπουλο, δημ/λο, ετών 45, εγεννήθηκε στο Κιόνι Ιθάκης, στο καφενείο με συνεργασία
Αλλού τα κακαρίσματα κι' αλλού γεννούν οι κότες
(1956)
Απο τον Γερ. Παπαδόπουλο, δημ/λο, ετών 45, εγεννήθηκε στο Κιόνι Ιθάκης, στο καφενείο με συνεργασία
Μη μας τονε παραπαινάς και το βράδυ τονε βλέπουμε
(1956)
Το γαμπρό είπε η νύφη
Εκεί που φτάνει το ποκάμισο, δε φτάνει το γελέκι
(1956)
Όπως θα πονέση ο γονιός ή ο δικός, δεν πονεί ο ξένος
Καί τού χρόνου μωρή – ελιά μέ τόν άντρα μ' αγκαλιά
(1956)
Τό είπε μιά μόλις εκατέβηκε από τήν ελιά πού τήν εμάζωνε
Όταν γεράσ' ο διάολος, γένεται περάτης
(1956)
Περάτης=βαρκάρης
Από τα καμένα μαγαζιά
(1956)
Ερμηνεία: Για κάτι που μοιράζεται χωρίς φειδώ ή από διαλυμένη περιουσία
Κάθε γάμος και τραπέζι κι η Μαριώ στο πανηγύρι
(1956)
Όλα ως το τέλος
Όταν είσ' αμόνι, βάστα κι' όταν είσαι σφυρί, χτύπα
(1956)
Γ. Κολαϊτης
Κάλλιο πασού νοικοκυρά, παρά πανώρια κόρη
(1956)
Καλύτερα να παντρευτής κι' ας είσαι άσχημη, παρά να μένης με την ομορφιά σου γεροντοκόρη
Κατά το νταούλι και το νταουλόξυλο
(1956)
Από τον Μαστροκωσταντή Ξανθόπουλο ή Γέρο – Γόφο
Έτσι τα φέραν οι καιροί κ΄οι βουλιασμένοι χρόνοι, να παίζ΄ο λύκος με τ΄αρνί κι΄ο μπούφος με τ΄αηδόνι
(1956)
Από τον Μαστροκωσταντή Ξανθόπουλο ή Γέρο – Γοφό
Αλλού άστραψε κι' αλλού εβρόντησε
(1956)
Απο τον Γερ. Παπαδόπουλο, δημ/λο, ετών 45, εγεννήθηκε στο Κιόνι Ιθάκης, στο καφενείο με συνεργασία
Οι φρόνιμοι στα φκιάσματα και οι τρελλοί στο γάμο
(1956)
Καλαίνουν
Καιρός πουλεί τα λάχανα κι' η ακρίβεια τ' αγοράζει
(1956)
Θωμάς Βλησμάς, ετών 50
Καιρός παιδιά, καιρός παννιά, καιρός τα μαύρα μάτια
(1956)
Ερμηνεία: Έρωτας άλλο, γονείς άλλο
Εν καιρώ ξύλινες σέσουλες
(1956)
Ερμηνεία: Από τον καιρό που χησιμοποιούσαν ξύλινες σέσουλες (φτυαράκια) στα μπακάλικα
Είπανε τση γριάς να κλάνη μα να μην το παρακάνη
(1956)
Από Γ. Κολαϊτη – Βαθύ
Γραίο – Λεβάντε αρμένιζε και κιάρα Τρεμουντάνα
(1956)
Όχι vd.
Τρώς κρεμμύδι, τρώς δροσά, κι' εγώ αβγά και βούτυρο και καίετ' η καρδιά μου
(1956)
Συνοδεύεται από κείμενο...
Το κρασί το λάγκερο δεν το δεκατίσανε!
(1956)
Το είπε μια παλαβή που χάρηκε γιατί της χαρίσανε το παλιόκρασο
Τα λόγια είναι σαν τα κεράσα
(1956)
Καλός καλός ο χοίρος μας κ' ευρέθη χαλαζάρης
(1956)
Χαλαζάρης = άρρωστο ζώο, που έχει ζάθους, τριχίνες και δεν το τρώνε
Κάλλιο ο καλομάσταρος παρ' ο κακομάσταρος
(1956)
Από γριά, ετών 95
Άλλος μπαίνει κι' άλλος βγαίνει κι' άλλος κουρταλεί την πόρτα
(1956)
Εννοεί τα φιλόξενα σπίτια
Από το γάμο έρχεσαι και τα λιθάρια τρώεις;
(1956)
Εγύρισε ένας πεινασμένος από το γάμο και του το 'πανε
Να σ' εύρουνε με τσι μύγες
(1956)
Τον ευρήκανε με τσι μύγες = πτώμα, αφημένο νεκρό
Καλόγηρ' από το Μαλό, που δεν απόταξες μυαλό
(1956)
Τη λένε για το καλόγηρο από το Μαλό, που πήγε σώνει και καλά να ιδή στ' αμμούδι τους Μπαρμπαρέσους και τον πήραν μαζί τους σκλάβο
Από χαραής ο μύλος
(1956)
Το λένε για ένανε που τρώει καλά
Μωρέ ρείκι για κάρβουνο!
(1956)
Ερμηνεία: Αγριόξυλο, σαν περνάρι σκληρό
Από ρόδο βγαίνει αγκάθι κι' απ' αγκάθι βγαίνει ρόδο
(1956)
Μύθος