Αναζήτηση
Αποτελέσματα 211-220 από 466
Άψε σβύσε
(1917)
Τσίτωσε τα φτιά τ'
(1917)
Τσίτωσε=ετέντωσε. Πόθεν γίνεται η λέξη αγνοώ.
Ώστε να πης κρομμύδδ'
(1917)
Ας με λένε δεσποτίνα κι' ας πεθνήσκω πε dη bείνα
(1917)
Σκωπτικώς προς τους υφισταμένους πάσαν στέρησιν ένεκα κενοδοξίας
Λείπ' ο Μάρτς 'πε τη σαρακοστή;
(1917)
Ερμηνεία: Επί των πανταχού παρόντων
Η καρακάξα 'πε παλούκι, σε παλούκι ώστε να παλουκωθή
(1917)
Ώστε = εως ότου
Σα dο γαδούρ' που δε bερνα πε το γεφύρρ'
(1917)
Ερμηνεία: Επί των ισχυρογνωμόνων