Αναζήτηση
Αποτελέσματα 301-400 από 2765
Μ' ανεγνώστης εΐνης Κώστα; Έτσι τάφερ' η κατάρα
(1963)
Συνοδεύεται από κείμενο ...
Κάλλια στο μάλι μου παρά στο κεφάλι μου
(1963)
Μάλι = πράγμα
Το έτοιμο κάνει το gλέφτη
(1963)
Δηλαδή η ευκολία προκαλεί την ενέργεια μιας πράξεως
Ήλλαξεν ο Μανωλιός κι' ήβαλε τη βράκ' αλλοιώς
(1963)
Ερμηνεία: Λέγεται για φαινομενική και όχι ουσιαστική αλλαγή
Καλά 'dα φαρδιομάνικα, πόχει πανί και κάνει τα
(1963)
Λέγεται για συμβουλή, που δεν είναι εύκολο να εφαρμοσθή, επίσης για ό,τι μας αρέσει, αλλά δεν έχομε τις δυνάμεις να το κάμωμε
Να 'δα του κουλουρονόρη σκύλου η νοριά
(1963)
Συνοδεύεται από κείμενο...
Ήρθε dου, σα dου Σάκκου στο λοgό
(1963)
Ερμηνεία: Λέγεται, όταν οι πάντες μας ενοχλούν, μας περιφρονούν, μας ζημιώνουν. Ο Σάκκος = παρατσούκλι
Πας να πης το bόνο σου και λες τσι bοbές σου
(1925)
Δηλαδή λες πράματα δικά σου, μυστικά σου που εξευτελίζεσαι
Εώ τόκαψα το πηάδι;
(1963)
Ερμηνεία: Λέγεται σαν παράπονο για άνιση μεταχείριση, για ατυχία
Εώ τόκαψα το πηάδι
(1963)
Συνοδεύεται από κείμενο...
Του μεγάλου το λάθος είναι βαρύ
(1963)
Δηλαδή όσο σπουδαιότερος είσαι, τόσο το λάθος σου είναι μεγαλύτερο. Λέγεται όταν ένας, που είναι ή θεωρείται σπουδαίος, περιπέση σε σφάλμα.
Και το φιλί, που σούδωκα, μετανοιωμένο τόχω
(1963)
Λέγεται μάλλον με φιλική διάθεση
Ένα δεdρο, πόχεις, και δε gάνει καρπό, κι' ο ήσκιος του σε πειράζει
(1963)
Δηλαδή το άχρηστο για σένα πράγμα σου είναι περιττό, σε ενοχλεί
Είπα dου λωλού να χέση κι' ήπιασε ( ή: ήκατσε) gι' εξεκωλώθηκε
(1963)
Λέγεται επί υπερβολής
Σε όλα είναι νόμος, στα μάθια όχι όμως
(1963)
Λέγεται κυρίως σε περίπτωση ερωτικής εκδηλώσεως με βλέμματα
Ο άθρωπος, λέει, 'ίνεται δυο βολές μωρό
(1963)
Δηλαδή ο άνθρωπος ξαναμωραίνεται στην γεροντική ηλικία
Όλον εώ στο μύλο;
(1963)
Τα λάθη 'ναι στσ' αθρώποι
(1963)
Λέγεται σαν παρηγοριά, όταν κάποιος κάμη ένα λάθος, επίσης το λέει ο ίδιος για δικαιολογία και υπεράσπιση του εαυτού του
Το καμωμέν' άκαμωτο δε 'ίνεται
(1963)
Λέγεται σαν παρηγοριά, προς αποδοχή ενός κακού, που πια έχει γίνει
Και να 'δα μάdρα και καλή να ξαναπάη και κανείς
(1963)
Ερμηνεία: Λέγεται σε περίπτωση πλουσιοπάροχης περιποιήσεως
Το μοναστήρι είναι φτωχό
(1963)
Δηλαδή είμαστε φτωχοί
Πέdε μέτρα κι' ένα κόβγε
(1963)
Δηλαδή πριν κάμης κάτι, πρέπει να το υπολογίζης καλά, να το μετράς πέντε φορές και μετά να το κόβης
Δεν ηξέρει να πη νερό gι' αλάτσι
(1963)
Δηλαδή έχει πλήρη άγνοια των πάντων
Ο Νάχας κι' ο Νάβρας κι' ο Καμενάχης ήτον΄ αδέρφια
(1963)
Δηλαδή με τις υποθέσεις ή με μόνη την εργασία σου δεν κάνεις περιουσία
Ο λωλός και τα μωρά αγαπού dα κόκκινα
(1963)
Λέγεται κυριολεκτικώς, αλλά και σαν αστείο, σαν πείραγμα, όταν φορή κάποια κόκκινο φόρεμα
Ποτέ τρεχάμενο νερό αρώτηξη δεν έχει
(1963)
Συνοδεύεται από κείμενο...
Ο Ακριβός για το καρφί χάνει και το πέταλο
(1928)
Λυπάται να βάλη το καρφί και φώγει ολόκληρο το πέταλο
Αλάτσι του χρειάζει ακόμα και φτηνού
(1925)
Δέν είναι πολύ έξυπνος
Σαν αλαμάνος είσαι καημένε!
(1926)
Η αλαμάνα = η ξετσίπωτη και αλαμάνος, πληθ. Οι αλαμάνοι , το αλαμανιό : φασαρία
Ο πνιμένος που θ' απλώση; Στα μαλλιά dου
(1963)
Λέγεται, όταν έχη κανείς αναγκη και προσπαθή να τήν αντιμετωπίση ή μόνος ή μέ βοήθεια δικών του ανθρώπων. Απλώση = που θά τείνει τά χέρια του, από που θά ζητήση να πιαστή;
Περασμένα, ξεχασμένα
(1963)
Λέγεται όταν αποκατασταθούν σχέσεις, που είχαν διαταραχθή, όταν επιβάλλεται να λησμονηθή κάτι επίμεμπτο
Φέρ' τα να τ' αρμέξωμε, βάρ' τα να τ' αρμέξωμε
(1928)
Τη φράσι αυτή τη λέμε συχνά όταν πρόκειται για κάτι μπερδεμένο, κάτι ανεπανόρθωτο
Απροσκάλεστος γάιδαρος στο 'άμο είντα θέλει;
(1925)
Άμο = γάμο
Όσο bάει μου dάνει σα dου κερατά
(1963)
Δηλαδή ενώ στην αρχή δεν είχα απόλυτη συνείδηση μιας προσβολής, ενός μικροατυχήματος, με την πάροδο του χρόνου αρχίζει να μου στοιχίζη, να με πειράζη
Κάθα εις κι η έγνοια dου κι ο μυλωνάς με τ' άλεσμα
(1963)
Λέγονται για επίμονη προσκόλληση σ' ένα θέμα προσωπικό
Του έξυπνου το λάθος είναι μεγάλο
(1963)
Ερμηνεία: Λέγεται όταν κάποιος έξυπνος κάμη μεγάλο λάθος, δηλ. Οι συνέπειες του είναι εκτεταμένες
Ιά 'νά gασιδιάρικον αρνί κασιδιάζει τό μαdρί
(1963)
Δηλαδή: από ένα ασήμαντο γεγονός μπορεί νά γίνη μεγάλη ζημιά, ηθική ή υλική
Όσο θέλεις, δούλευγε, κι ο Θεός, όσο θέλει, θα σου πέψη
(1963)
Δηλ. Η επιτυχία δεν εξαρτάται μόνο από την πολλήν εργασία, αλλά και από τη βουλή του Θεού
Παροιμία
(1963)
Εώ χάνομαι 'ια το φιλί κι' αdρας μου ξενοϋρεύγει
(1963)
Παραδείγματος χάρη: “Μα είdα θυμητικό να πααίνη όξω να κόβγη τσι dομάτες να τσι μοιράζη, τη στιμής που λαχταρούμεν εμείς τη dομάτα; Εώ 'δα, λέει, χάνομαι...”
Εώ χάνομαι 'ια το φιλί κι' αdρας μου ξενοφιλεί
(1963)
Παραδείγματος χάρη: “Μα είdα θυμητικό να πααίνη όξω να κόβγη τσι dομάτες να τσι μοιράζη, τη στιμής που λαχταρούμεν εμείς τη dομάτα; Εώ 'δα, λέει, χάνομαι...”
Ηύρε dο χαρανί το πούμα
(1963)
Χαρανί = μεγάλο καζάνι, πούμα = πώμα, καζάνι με πώμα, χρησιμοποιείται για την απόσταξη των σταφυλιών
Ο διάολος λέει “Ρίχτε 'σύ κι ε' αξαμώνω”
(1963)
Δηλαδή τα όπλα είναι πάντοτε επικίνδυνα
Ας τάχωμεν, άdρα μου, σα bού τάχαμε
(1963)
Προέρχεται από παραμύθι μεγάλο και αρκετά τολμηρό
Οι λαλάδες μας επλώθανε στον ίδιο νήλιο
(1963)
Λέγεται, σαν αστείο, για μακρυνή συγγένεια. Λαλάδες = γιαγιάδες
Η καλή μέρα φαίνετ' απού ταχυτέρου
(1963)
Ή απού το πρωΐ. Λέγεται κυριολεκτικώς και μεταφορικώς. Δηλ. Από το πρωΐ φαίνεται, αν ο καιρός θα είναι καλός, και η κάθε εργασία φαίνεται από την αρχή της, αν θα πάη καλά
Η αλήθεια πάει αbρός
(1963)
Αντίστοιχη προς το “ Γλώσσα λανθάνουσα τ΄αληθή λέγει”
Στη bάρο βρέχει
(1963)
Όμοια με την προηγούμενη. Στη bάρο = στην Πάρο
Θωρώdας τη 'ειτόνισσα το κάνει η μια dην άλλη
(1963)
Λέγεται, όταν μιμείται ο ένας τον άλλον. Ίσως αρχικά να ανεφέρετο σε πράξη ανήθικη. Κάτι τέτοιο υπονοούμε λέγοντάς το
Άμα βαστάς το bαρά στο χέρι, βρίσκεις τη μάνα σου
(1963)
Ερμηνεία: Δηλαδή με το χρήμα κατορθώνει κανείς τα πάντα
Πετεινός
(1963)
Σαραdαπέdε 'Ιάννηδοι ενούς κοκκόρου γνώση, κι εκείνοιν εθαμάξασι, bου την ευρήκα dόση!
(1963)
Δηλαδή οι Γιάννηδες δεν έχουν διόλου μυαλό. Είναι πείραγμα σε κείνους, που έχουν αυτό το όνομα
Τα δόδια απαdου dη γλώσσα
(1963)
Λέγεται όταν αποφύγης να εκστομίσης λόγο, που μπορεί να δημιουργήση ζητήματα
Οdε διψά η αυλή σου, νερό μή χύνης όξω
(1963)
Odε ή άμα. Δηλ. Όταν έχης ο ίδιος ή οι δικοί σου ανάγκη, δεν πρέπει να προσφέρης σε ξένους
Το καλόν αgαθάκι από μικρό του δείχτει
(1963)
Δηλαδή, ο άνθρωπος που έχει ελαττώματα, φαίνεται από μικρός
Θέλη δε θέλη ο 'άδαρος το βάνει το σομάρι
(1963)
Λέγεται, σε περίπτωση αναγκαστικής υποταγής
Παροιμία
(1963)
Όποιος δανείζει τω φτωχώ, δανείζει του Θεού (ή: του Χριστού)
(1963)
Δηλαδή η αγαθοεργία αμείβεται
Ένας αέρας που δε σε πειράζει, άσ΄ το κι ας φυσά
(1931)
Άσ' το = άφησε το
Τάχεν ο λωλός στο νου dου ήβλεπε gαι στόνειρό dου
(1963)
Τάχεν = εκείνα που είχε
Κατούρησε μες στο γλινερό
(1963)
Αντιστοιχεί προς τα: Βράσε ρύζι, βλαστήμα τα
Η σκρόφ' απόdεν 'εέννησε, χλωρό σκατό δεν έφαε
(1930)
Θένε να πραστήσουνε τις μητρικές θυσίες, την μητρική αγάπη
Να τρώς και να γλύφης τα δαχτύλια σου
(1931)
Λέμε όταν είναι κάτι καλό στην γεύση
Ά λείπ' ο Μάρτης α' τή Σαρακοστή
(1963)
Λέγεται για όποιον είναι πάντοτε παρών
Όση είν' η Πάρο κι' η Αξά δεν ει' dα δώδεκα νησιά
(1963)
Λέγεται για να εξάρη την έκταση των δυο αυτών νησιών
Η bονάτσα φέρνει φουρτούνα
(1963)
Άκουε και μη μιλής να περνάς χρουσό gαιρό
(1963)
Δηλαδή το καλύτερο είναι να είσαι στις συζητήσεις σου επιφυλακτικός
Από ΄κει που ξέρει κανείς να μη βγαίνη
(1963)
Δηλαδή όταν ξέρης και εφαρμόζεις κάτι επιτυχώς, δεν πρέπει να αλλάζης τρόπον εργασίας
Είπανε το bάρba Λουκάτσι Λούκα τσαι του κακοφάνηκε
(1963)
Κανένας Σαdορινιός, λε', ήλεεν ενούς αλλονού – τάμαθες; Καυγάς εγίνητσε στο Νοbοθριό! Λέει – Γιαdα; Λέει – Είπανε το bαρbα Λουκάτσι Λούκα τσαι του κακοφάνηνε
Όσοι κακόμοιρ' έχει, έχει και τόσες κακομοίρες
(1963)
Ερμηνεία: Όποιος θέλει να παντρευτή βρίσκει το ταίρι του
Απού τη bοδιά θα κόψης να bαλώσης τη μάνικα
(1963)
Δηλαδή πρέπει να γίνεται εξοικονόμηση, καλή χρησιμοποίηση των πραγμάτων
Ποιος βαστά μέλι και δε γλείφει τα δαχτύλια dου;
(1963)
Δηλαδή όποιος διαχειρίζεται κάτι καρπούται απ΄ αυτό
Α' τα μετρημένα τρώει κι' ο λύκος
(1963)
Δηλαδή και μη μετρημένα και από μετρημένα πράγματα μπορεί κανείς να αφαιρέση
Κάποιον εbοbεύγασι στο φόρος λες και ξέρει το κι' εκείνος;
(1963)
Λέγεται, όταν σχολιάζεται κάποιος και ή αδιαφορεί ή αγνοεί το γεγονός
Εκατό πόρτες, πενήdα φελιά, πενήdα πόρτες εικοσιπέdε φελιά
(1963)
Εκατό πόρτες ή εκατό πόρτες, λέει
Καθά εις κι' ο πόνος του
(1963)
Δηλαδή ο καθένας ασχολείται, μιλεί, για ό,τι προσωπικώς τον ενδιαφέρει
Κλέφτης είσαι, ψεύτης είσαι, είπες το, μα δε dο κάνεις
(1963)
Συνοδεύεται από κείμενο ...
Είκοσι λοιώ φαΐ, όλο gολοκύθι
(1963)
Λοιώ = λογιών, ειδών
Ετσά δε θέλω κάβουρα, να bηδάς στα κάρβουνα
(1963)
Λέγεται, σαν πεισμάτωμα, σε κάποιον, που μετανοιώνει και στεναχωρείται, επειδή δεν έκαμε κάτι, δεν άκουσε μια συμβουλή
Αδειανό σακκί δε στέκει
(1963)
Ο πεινασμένος δηλαδή δεν μπορεί να δουλέψη
Υρίζω τη μιά bοδιά και σκεπάζω την άλλη
(1963)
Υρίζω = γυρίζω
Κάλλια 'χω το σημερινό αβγό, παρά την αυριανήν όρνιθα (ή κόττα)
(1963)
Δηλαδή ασφαλέστερο είναι το λίγο, αλλά άμεσο και βέβαιο, παρά το πολύ, αλλά μελλοντικό και αβέβαιο