Αναζήτηση
Αποτελέσματα 201-300 από 2765
Κάνω του κεφαλιού μου
(1928)
Κάλλια αδουρόδενε παρά αδουρούρεβε
(1930)
Γαιδουρόδενε
Κοιμάται σα μουλάρι
(1928)
Κάθα πρώτο δύσκολό 'ναι
(1925)
Παπά αδούρι, παπά χωράφι
(1925)
Σείξου να σε σείξω
(1957)
Σκεπαστά, καλόερε!
(1926)
Συνοδεύεται από κείμενο...
Δυό μαλώνουνε δυό φταίνε
(1926)
Αργιομοίρα καλομοίρα
(1925)
Το κάλλιο, κάλλιο είναι
(1925)
Στο Κυριελέησο ετοιμάζουντονε
(1925)
Πολύ γρήγορα
Μαντήλι το βγάλανε
(1929)
Ερμηνεία: Κάμανε έρανο, συνεισφορά
Ασπρισεντό μάτι μου
(1928)
Βαρέθηκα
Ήβγε το μάτι μου
(1928)
Ζήλεψα
Παπούτσι να μπαλώσωμε
(1928)
Από παραμύθι
Στο πιστέβγω θάρθω
(1930)
Κάθε μπόδιο ιά καλό
(1928)
Μπόδιο = εμπόδιο
Όποιος βιάζεται σκουντάβγει
(1928)
Στον αέρα μιλείς
(1931)
Χωρίς να ξέρης, χωρίς προηγούμενη σκέψη
Νύχι και κριάς
(1928)
Πολύ φιλιωμένοι
Το κεφαλομάντηλο τσ' ήβγαλα
(1928)
Την πρόσβαλα
Έμη σκόρδο, έμη κρομμύδη
(1928)
Συνοδεύεται από κείμενο...
Μπόρτσες διαβάζει κι εουτός
(1928)
Μπόρτσες μαζώνει
(1928)
Το έτοιμο κάνει gλέφτη
(1930)
Μαζώνει απογραφές
(1928)
Λέμε όταν κανένας ετοιμοθάνατος
Αυλή gi' αλώνι
(1928)
Δεν ικατάπινα γλυκό σάλιο
(1930)
Είμαι πικραμένη αιωνίως
Τέτοιες κεφαλές, τέτοια θένε
(1928)
Ανθρώπινες βέβαι κεφαλές
Μήτε παιδιά, μήτε σκυλλιά
(1931)
Απολύτως τίποτα
Αν αφήσουν οι αλωνεφτάδες!
(1963)
Ερμηνεία: Λέγεται όταν πριν από την εσοδεία γίνεται σπατάλη προϊόντων...
Ιστ. Λεξ. Χειρ., αρ. 561, σελ. 1, Συλλ. Διαλεχτής Ζευγώλη...
Ιστ. Λεξ. Χειρ., αρ. 561, σελ. 1, Συλλ. Διαλεχτής Ζευγώλη...
Τα τζττζά του Ιάννη θέλω και το Ιάννη δεν ηθέλω
(1963)
Λέγεται, όταν δέχεται ευχαρίστως κανείς δώρα από πρόσωπο, που δεν του είναι συμπαθές
Το πολύ κύριελέησο κι' ο παπάς βαριέται το
(1963)
Ή ... ο παπάς το βαριέται ή το βαριέται κι' ο παπάς
Των Αγίων Αποστόλω τα παπούτσα και στο δρόμο
(1963)
πια 4) τα πρωτουαλιστά 5) τόνε υαλισμένα 6) Ια 'φτο δα 'λέα gι' οι παλαιοί, πως: Των Αγίων Αποστόλω τα παπούτσα και στο νώμο. Ότι 7) κι ημαθά τηνε κι' ευτή κι ήβανε μια gεδιά 8) ήφυε. Ετσά μου τη gάνουν όλες μου οι μαθητρες. Των Αγίων Αποστόλω τα...
Ν' αναμένης α΄τη bείνα μερέdι
(1963)
Δηλαδή, δεν μπορεί και δεν πρέπει να περιμένη κανείς βοήθεια από κάποιον, που δεν είναι σε θέση να του την προσφέρη. Π.χ. “Στη gατάστασ' εδιάηκα και τον επαρακάλεσα να μου δώσ' ένα ψωμί και δε μούδωκε gαι μούπε gιόλα πως: ...
Ξένα πόνια ξένα 'έλοια
(1963)
Δηλαδή ο πόνος των άλλων μας αφίνει ασυγκίνητους
Κάμε το καλό και ρίξε το στο 'ιαλό
(1963)
Ερμηνεία: Να κάνωμε το καλό αδιαφορώντας, αν αναγνωρισθή ή όχι
Ο μάστορης δε θέλει κουβέdα
(1963)
Λέγεται όταν απασχολούν με πολλές ερωτήσεις έναν εργαζόμενο
Θένα παdρευτώ το βράδυ κι' ας μην έχη ο λύχνος λάδι
(1963)
Λέγεται για ένα απερίσκεπτο γάμο ή γενικώς για κάθε ασύνετη ενέργεια
Μήτε κακά να 'εννηθής μήτε κακά να παdρευτής
(1963)
Δηλαδή είναι κανείς δυστυχής και όταν έχη κακούς γονείς και όταν έχη κακό σύζυγο
Που 'υρεύγει τα πολλά, χάνει και τα λϊα
(1963)
Ή όποιος γυρεύγει τα πολλά, χάνει και τα λϊα
και τό gακό πλερώνεις τονε, πλέρωνε και τό gαλό
(1963)
Λέγεται όταν τύχη να πάρης για τη δουλειά σου ανίκανον, άπραγον εργάτη
Ούτσι, ούτσι, ναbης (ή να σε βάλω) στο σακκί
(1963)
Λέγεται, όταν βαθμιαίως επιτύχη κανείς κάτι και μάλιστα ξεγελώντας έναν άλλον
Π' απεθαίνει με πολλοί, θάνατος δε λοάται
(1963)
Δηλαδή, ο ομαδικός θάνατος δεν είναι τόσο τρομερός
Όνομα και μοιάσιμο
(1963)
Λέγεται, όταν κάποιος μοιάζη με το συγγενή, που έχει το όνομά του
Όπου πόρτα, πόρτα dου, κι' όπ' αυλή, δικιά dου
(1963)
Δικιά dου ή δική dου
Καλά 'dα φαρδιομάνικα, πόχει πανιά και κάνει τα
(1963)
Λέγεται για συμβουλή, που δεν είναι εύκολο να εφαρμοσθή, επίσης για ό,τι μας αρέσει, αλλά δεν έχομε τις δυνάμεις να το κάμωμε
Τ' αλάτσι ίνηκε. Εϊνηκα, βρε παιδιά, με το χορό τ' αλατσού
(1925)
Το λέμε σαν κουραστή κανείς
Ο κακός χέστης χέζεται δυο βολές
(1963)
Λέγεται και κυριολεκτικώς και όταν κάνη ένας άθρωπος το ίδιο λάθος περισσότερες φορές
Ποιός την έχει την ατούρα νάbη μες στη θυλακούρα
(1963)
Λέγεται όταν βαριόμαστε ή δεν αποφασίζωμε να κάμωμε κάποια εργασία, που οπωσδήποτε πρέπει να γίνη
Όποιος δεν έχει καλό νου, έχει καλά ποδάρια
(1963)
Λέγεται όταν λησμονήση κανείς κάτι και υποχρεωθή να γυρίση να το πάρη, να το κάμη, να το επή
Με τον αραbά τονε πιάνου dο λαό
(1963)
Δηλαδή με την υπομονή πετυχαίνει ο άνθρωπος ό,τι θέλη
Ω και κρίμας τα κουδούνια να κρέμουdαι μες στσί ματζέδες!
(1963)
Τα κουδούνια ή τσι bούκες, ματζέδες = κελάρια
Νά 'λείπα dα πιπέρια μου, νά δώ τσι μαεργιές σου!
(1963)
Λέγεται όταν κάποιος περηφανεύεται για κάτι, που οφείλεται σε βοήθεια άλλου
Κάθα πράμα στο gαιρό dου κι΄ο κολιός τον Άουστο
(1963)
Ερμηνεία: Λέγεται όταν κάτι γίνεται στην εποχή που πρέπει ή και αντιθέτως
Στσ' αθρώποι 'ναι τα λάθη (ή: τα λάθητα)
(1963)
Λέγεται σαν παρηγοριά, όταν κάποιος κάμη ένα λάθος, επίσης το λέει ο ίδιος για δικαιολογία και υπεράσπιση του εαυτού του
Ο Θεός να σε φυλά' α' τάδικο ή φυλάη απού τ' άδικο
(1963)
Δηλαδή, και η άδικη κατηγορία είναι επικίνδυνη
Όποιος δεν έχει παλιά δεν έχει και καινούργια
(1963)
Δηλαδή όταν δεν χρησιμοποιής κάτι παλιό, αλλά χρησιμοποιής το καινούργιο, παύεις να έχης καινούργιο, γιατί παλιώνει κι' αυτό
Ό,τι σκατά και το φκυάρι
(1963)
Φκυάρι = φτυάρι
Σα φανή κολοκυθάκι, κάθου σπέργιωνε λϊάκι, σα φανή κι η κολοκύθα, κάθου σπέργιων' όλη νύχτα
(1963)
Συνοδεύεται από κείμενο ...
Και παπάς έγινες, 'Ιάννη; Έτσι τάφερ' η κατάρα
(1963)
Συνοδεύεται από κείμενο ...
Και παπάς έγινες, Κώστα; Έτσι τάφερ' η κατάρα
(1963)
Συνοδεύεται από κείμενο ...
Άλυτη να τη βγάλουνε σα ντο Μπασαλιφτή
(1928)
Ήτανε θαρρώ ένας γέρος που τον λέγανε Πασαλιφτή και δεν έλυωσε όταν πέθανε. Κι' ύστερα από χρόνια που τον βρήκανε, για να μετανοή ο κόσμος (πιστεύουνε τυφλά στον αφορισμό) τον πήγανε και τον στήσανε στην αυλή της Παναγιάς ...
Όσον αλλάζει κανείς το πουκάμισό dου, dροσίζεται η σάρκα dou
(1963)
Ερμηνεία : Ας τον αλλάξωμε gαι το bρόεδρο, να δούμε gι' έναν άλλο. Όσον αλλάζει, λέει, κανείς...
Η αλήθεια 'ναι μαλώτρα
(1963)
Δηλαδή, η αλήθεια είναι πικρή, σε αναγκάζει να γίνεσαι κακός, λέγοντάς την
Και τα καλά κειτάμενα και τα κακά κειτάμενα
(1963)
Ερμηνεία: Πρέπει να αποδεχώμεθα και το καλό και το κακό με στωϊκότητα
Μήτε κακό στεφανωθής μήτε κακό 'εννήσης
(1963)
Δηλαδή, είναι δυστυχία και ο κακός σύζυγος και το κακό παιδί
Ν' ανεμένη κανείς α' τον αδείπνητο κολάτσι
(1963)
Λέγεται για τους τεμπέληδες και τους αμέριμνους, που περιμένουν απ' την τύχη
Με τον εδικό σου τρώε και πίνε και με το ξένο πραμάτευγε
(1963)
Δηλαδή να μην έχης με τους συγγενείς σου οικονομικέςσυναλλαγές
Κάμε, νάβρης (ή νάχης)
(1963)
Δηλαδή μην περιμένης από τους άλλους, μόνος σου με το κόπο σου, με την εργασία σου θα κάμης περιουσία
Σα 'εράσ' ο λύκος τονε σουλατσάρου dα τσακάλια
(1963)
Λέγεται για το ξεπεσμό των γηρατειών
Ό,τι να τρως, λέει, σαράdα μέρες κουκκιά, σε πνίει το αίμα σου
(1963)
Δηλαδή τα κουκκιά είναι φαγητό αιμοποιητικό
Ήλλαξεν ο Μανωλιός κι' ήβαλε dα ρουχ αλλοιώς
(1963)
Ερμηνεία: Λέγεται για φαινομενική και όχι ουσιαστική αλλαγή
Εμείς κι εμείς και το συbεθεριό τον εφάαμε dο 'άμο
(1963)
Λέγεται για κάρπωση, διανομή, διασκέδαση μεταξύ ανθρώπων στενού οικογενειακού ή φιλικού κύκλου
Κάλλια κόbο στο καdήλι, παρά κόbο στη gαρδιά
(1963)
Δηλαδή καλύτερα να λάβης πλήρως τα μέτρα σου, έστω και με πρόσθετο κόπο, παρά να σου μένη αμφιβολία και μαζί αγωνία, αν έγινε κάτι όπως πρέπει
Δανεικά κι' ανούστρεφα
(1928)
Το λέμε όταν δανείσωμε κάτι και δεν μας το φέρουνε ή ξέρωμε πως δεν έχουνε να μας το φέρουν : “Εδάνεισά του διακόσα φράγκα, μα είναι δα δανεικά κι' ανούστρεφα”
Το πάχος κρύβγει πολλές bοbές
(1963)
Bοbές = ασχήμιες
Τέθοια χάλια 'χει η ρόκκα κι άμα θέλης κάτσ' αρώτα
(1963)
Λέγεται συμπερασματικώς ύστερα από αφήγηση, αντί του συνηθισμένου “Τέθοια χάλια λοιπόν!” “΄Ετσι λοιπόν”
Α' κοιμάται ο κρεμασμένος εκοιμήθηκα και 'ω
(1928)
Δηλαδή δεν έκλεισε μάτι όλη τη νύχτα
Καλύτερα να κοπώ παρά να σε κόψω
(1963)
Λέγεται όταν κανείς αποφεύγη να προσφέρη κάτι λόγω φιλαργυρίας
Τα μικρά δεν ήθελες τα μεγάλα ΄ύρευγες, τράβα, ΄έρο διάολε
(1963)
Δηλ. Να μη σταυρώνης τα χέρια να χάνεται η ώρα σε στιγμή ανάγκης
Ο διάολος λέει “Ρίχτε 'σύ κι 'εώ λαβώνω”
(1963)
Δηλαδή τα όπλα είναι πάντοτε επικίνδυνα
Να κλαίν οι λεύτερες, να κλαίν gι οι παdρεμένες
(1963)
Όμοια με την προηγούμενη