Αναζήτηση
Αποτελέσματα 2101-2200 από 2765
Εκατό χρονώ γρϊά και 'υρεύγει παdρειά
(1963)
Ερμηνεία: Λέγεται κυρίως, όταν ένας ηλικιωμένος, και μάλιστα γυναίκα, επιδιώκει γάμο, αλλά και όταν ένας ηλικιωμένος επιχειρεί κάτι δυσανάλογο προς την ηλικία του
Εγλυκάθην η γρϊά τα σύκα κι' όλο στη συκομεθύρα στέκει
(1963)
Συκομεθύρα= το κιούπι που βάζουμε τα σύκα
Η γριά άποdε dην εφίλησαν εσφιχτομαdαλώθηκε
(1963)
Ερμηνεία: Λέγεται, όταν λαμβάνονται μέτρα, ενώ είναι πια αργά
Τση ΄υναίκας το μεροκάματο το τρώει μιαν όρνιθα το βράδυ
(1963)
Δηλ. Η εργασία της γυναίκας έχει τόση αξία, όση η βραδυνή τροφή μιάς όρνιθας
Όλα σου τα δαχτύλια 'ναι ίσα;
(1963)
Δηλαδή υπάρχουν διαφορές μεταξύ των ανθρώπων, των χαρακτήρων κ.τ.λ.
Ο διάολος κάνει το καλάμι τουφέκι
(1963)
Δηλαδή από σατανική σύμπτωση μπορεί να γίνη το κακό. Κυρίως λέγεται για όπλα
Το δεμένο ζωdόβολο 'δωκε gαι του λυτού κι' ήφαε
(1963)
Δηλαδή η νομή ανήκει στο δεμένο μες στο χτήμα ζώο του νοικοκύρη και τρώει απ' αυτή κάποτε και το λυτό
Ο διάολος έχει πολλά ποδάρια
(1963)
Δηλαδή οι πιθανότητες να συμβή ή να ανακαλυφθή κάτι κακό είναι πολλές
Το δίκιο βάρ' το κάτω και μονάχο dου κρίνεται
(1963)
Λέγεται, όταν κάποιος ανεξέταστα δεν αναγνωρίζει το δίκιο του άλλου, επίσης, όταν αναγνωριστή το δίκιο
Τρώει η ζημιά το διάφορο
(1963)
Λέγεται, όταν σε μια εργασία έχη κανείς περισσότερα έξοδα παρά έσοδα
Αν είχεν η λαλά μου νιτερέσα, ΄θελε να τηνε λέω πάπο
(1963)
Λέγεται, όταν στηρίζης ένα συλλογισμό σε προϋπόθεση απραγματοποίητη
Ευκή ονιού αόραζε κι όχι μοδί αλοάρι
(1963)
Ερμηνεία: Η ευχή των γονιών είναι καλύτερη από κάθε υλικό αγαθό
Ο παλιός οχτρός φίλος δε ΄ίνεται
(1963)
Ερμηνεία: Δηλ. και αν αποκαταστήσης σχέσεις με τον εχθρό σου, η παλιά έχθρα δεν σβήνει
Με όσα ΄χει κανείς περνά
(1963)
Δηλαδή : μπορεί κανείς να περάση και με τα λίγα
Ξημερώνει και βραδιάζει κι η ζωή μας δίχως τίοτα ν' αλλάζη
(1963)
Είναι πρόσφατο κοτσάκι, που λέγεται πια και ως παροιμία
Εθαρρέυτη dη bορδή dου κι' ετσίλησε dο βρακί dου
(1963)
Λέγεται, όταν μια πράξη έχη βαρειές συνέπειες, ενώ πιστεύανετο αντίθετο. Dου = λέγεται σε όλα τα πρόσωπα ενικού και πληθυντικού, ετσίλησε = λέρωσε, κατούρησε, έκανε ευκοιλιότητα επάνω του
Όποια πέτρα σηκώσης, θα τον εύρης απουκάτω
(1963)
Δηλαδή είναι καταχρεωμένος, χρεωστεί εδώ κι' εκεί, παντου
Τη bοdισμένη χρονιά το Μάη τη νύχτα βρέχει
(1957)
Επειδή τη νύχτα δεν στεγνώνει η βροχή, κι είναι καταστροφή
Τ' άδικον άλεσμα σ' άδικο μύλο πάει
(1963)
Παραδείγματος χάρη: Σε όλη dου τη ζωή κι' αυτός ήκλεβγε dων αθρώπω dα ζωdόβολα κι' ειdά 'καμε; όλα τάφαε στσι 'ιατροι.., Λέει, μα το λακριδί λέει, άδικον άλεσμα...Λακριδί=ο λόγος, η κουβέντα
Τώρα ίνησα d' αδύνατα δυνατά και τα δυνατά τα 'πήραν οι διαόλοι
(1963)
Είνησα = έγιναν
Σε τόπο αδιαφόρετο πολληώρα μη gαθίζης
(1963)
Αδιαφόρετο = που δε σου προσφέρη τίποτα
Αδικομαζώματα, διαολοσκροπίσματα
(1963)
Δηλαδή τα αδίκως συναγμένα πάνε κακώς του κάκου
Ακριβός θαρρεί κερδαίνει και φυρά και δε dο νοιώθει
(1963)
Κερδαίνει=κερδίζει, φυρά=φθειρά, λιγοστεύει, φθείρεται, ζημιώνεται
Αραgιώνα βόλαζε και ψάρια μην επιάνης
(1963)
Δηλαδή, κάνε καλά τη δουλειά σου ανεξαρτήτως αποτελέσματος
Τον αράπη κι' α λευκάνης, μόνου το σαπούνι χάνεις
(1963)
Δηλαδή: δεν είναι δυνατή η διόρθωση των φυσικών ελαττωμάτων του ανθρώπου
Αν είσαι και παπάς, με την αράδα σου θα πας
(1963)
Δηλαδή: η προτεραιότης είναι απαράβατη
Ε΄ - αφορμήν εΰρευγα κι' ο Θιός καλώς τη στέρνει
(1963)
Ερμηνεία: Λέγεται, όταν βρίσκης δικαιολογία πρόσφορη για να μην κάμης κάτι, που δεν ήθελες να το κάμης
Ε' – αφορμήν εΰρευγα κι' ο Θιός καλή την ήπεψε
(1963)
Ε= εγώ
Βαφτισμένος, μυρωμένο, του Θεού παραδομένο
(1963)
Λέγεται κυρίως για την ανάγκη βαφτίσματος των παιδιών, αλλά και σε περίπτωση που γίνεται μιά εργασία χωρίς βεβαιότητα για την καλή της έκβαση
Βελάνια, βελανίδια κι' αγριλιές και κουdουρίδια
(1963)
Λέγεται, όταν ακούη κανείς ασυνάρτητα λόγια ή άσχετα με το θέμα της συζητήσεως. Κουdουρίδια = χαρούπια
Ακόμα δε dον είδαμε gαί Iάννη τον εβγάλαμε
(1963)
Παραδείγματος χάρη: “Που να το ξέρη; Μικρός είναι. Ιάdα και λέει: Ά δε δή, δε μαθαίνει”.
Οdε βράζη το καζάνι, 'ν' η φωθιά iαgίνι απού κάτω, υστερ' αποστήνεται
(1963)
Λέγεται στη μεγάλην ένταση ενός καημού, Iαgίνι = δυνατή φωτιά, (τούρκικη λέξη), αποστήνεται = λιγοστεύει η θερμότητα, κρυώνει λίγο
Βρούλλα μου δώνεις, ψάθη σου bλέκω
(1963)
Δηλαδή, ανάλογο με τα υλικά, που μου δίνεις, ή με τις συνθήκες εργασίας είναι και το προϊόν. Αντιστοιχεί και πρός την έκφραση: Με το ίδιο νόμισμα σε πληρώνω
Στη bάρο βροdά
(1963)
Ο κοdριάρης γάδαρος σόον ακούει τω gοράκω και κράζουσι λέει: ια μένα κράζουσι
(1963)
Κοdριάρης = ο υποχόνδριος, ο πληγωμένος
Ήλυσεν ο άδαρος κι ήbε gι ήφαε δυο
(1963)
Υπονοείται σαρκική ομιλία ανδρογύνου
Πόχει η μυία σκιάζεται
(1963)
Σα θέλη η νύφη κι ο 'αμbρός, τύφλα νάχη ο πεθερός
(1963)
Δηλ. όταν δυο νέοι αγαπιούνται, κανείς δεν μπορεί ούτε και πρέπει να εμποδίση την ένωσή των
Χαρά στο 'έρο π' αγρυπνά, στον νιόν όπου κοιμάται
(1963)
Δηλαδή ο λίγος ύπνος του γέρου και ο καλός ύπνος του νέου είναι ένδειξη υγείας
Χαρά στο 'έρο π' αγρυπνά, στο νέο που κοιμάται
(1963)
Δηλαδή ο λίγος ύπνος του γέρου και ο καλός ύπνος του νέου είναι ένδειξη υγείας
Η 'ούλα κάστρα πολεμά και χώρες διαομίζει
(1963)
Διαομίζει=διαγουμίζει. Δηλαδή η ανάγκη τροφής οδηγεί σε πολέμους και σε καταστροφές.
Η 'ούλα dο 'τουνού κατεβάζει σιτάρι, κριθάρι και άλλα πολλά
(1963)
Λέγεται για τον φαγά.
Αν δεν εbόδιζε dο μαλλί, ήθελε να ράβγουν όλοι 'ούννες
(1963)
Μαλλί=της γούννας το μαλλί.
Που διαλέει και διαλέει τ' αποδιαλεούδια παίρνει
(1963)
Δηλαδή όποιος λεπτολογεί στο διάλεγμα, παίρνει στο τέλος το χειρότερο
Που διαλέει και διαλέει τη χαμένη bάρτη παίρνει
(1963)
Δηλαδή όποιος λεπτολογεί στο διάλεγμα, παίρνει στο τέλος το χειρότερο
Θα φάη η ζημιά το διάφορο
(1963)
Λέγεται, όταν σε μια εργασία έχη κανείς περισσότερα έξοδα παρά έσοδα
Ο καθαένας έχει το δικό dου και το πατροονικό dου
(1963)
Δηλαδή, ο καθένας έχει τα δικά του, τα βάσανά του, τις αρρώστιες του
Δος μου το ψωμί σου να κόψω να σου δώσω
(1963)
Δηλ. μου προσφέρεις, σαν δική σου προσφορά, από πράγμα, που είναι δικό μου
Να λεφτά και δό μου πράμα
(1963)
Όποιος έχει σέται κι΄ όποιος δεν έχει ξέται
(1963)
Δηλαδή : ο πλούσιος φαίνεται, κινείται, επιδεικνύεται, ξοδεύει, περηφανεύεται, αντιθέτως ο φτωχός είναι μαζεμένος, φοβισμένος
Σα bού μέχεις, σέχω
(1963)
Λέγεται, όταν μας παραπονείται κάποιος πως δεν τον αγαπούμε, δεν τον εκτιμούμε, δεν τον φροντίζομε, ενώ κι΄ εκείνος κάνει το ίδιο για μας
Τα 'κατό ργιαλάκια θέλω και το 'άδαρο να φεύγω
(1963)
Κατό = εκατό, ργιάλια = ρεάλια (νόμισμα), από παραμύθι = από ανέκδ. συλλ. μου, βλ. άλλη παραλλαγή εις Ιστορ. Λεξ. Χειρ. 503, σελ. 327, Συλλ. Διαλεχτής Ζευγώλη
Τα δε θές να 'ίνουdαι, θέλε τα κι ας γίνουdαι
(1963)
Δηλαδή κι αν δεν θέλης κάτι, πρέπει, αφού γίνη, να το αποδεχθής
Παρασκευγοπλυμένη μου και Σαββατοστεγνώτρα...
(1963)
Από δίστιχο, που ο δεύτερος στίχος του είναι: Τη gυριακή άμα στολιστής, τα σωθικά μου τρως τα. Ερμηνεία: Λέγεται για τις κακές νοικοκυρές. Οι καλές νοικοκυρές πλύνουν στην αρχή της εβδομάδας
Παστρικός (ή καθαρός) ουρανός αστραπές δε φοβάται
(1963)
Δηλαδή όταν είναι κανείς αθώος, ανεπίληπτος, δεν ενδιαφέρεται για τις εις βάρος του συκοφαντίες, βέβαιος ότι η αθωότητα του θα φανή στο τέλος
Σα δε με θέλη η Παράδεισο, η Πίσσα με παρακαλεί
(1963)
Ερμηνεία: Δηλαδή πάντα έχει κανείς τη δυνατότητα να ικανοποιηθή έστω και με κάτι κατώτερο
Σα δε μασε θέλη η Παράδεισο, η Κόλαση μασε παρακαλεί
(1963)
Ερμηνεία: Δηλαδή πάντα έχει κανείς τη δυνατότητα να ικανοποιηθή έστω και με κάτι κατώτερο
Δε dόβγαλε dο φάσκελο το μάτι, παρά το παράπονο
(1963)
Ερμηνεία: Δηλαδή η ηθική ζημιά εξ αιτίας μιας προσβολής είναι βαρύτερη από κάθε υλική
Του παπά το πετραχήλι σαρωνιά είναι και σύρνει
(1963)
Σαρωνιά= σκούπα
Το Θεό και τ' άδικο ποτέ δε χάνεται
(1963)
Τώ Θεό (;)=Δηλαδή: Πίστευε στο Θεό και θα δής πως θα τιμωρήση το άδικο, που σου έχουν κάνει
Θα ξεχωρίση η νήρ' α' το σιτάρι (ή κριθάρι)
(1963)
Δηλαδή, θα έλθη ώρα, που θα φανή, ποιό είναι το καλό και ποιό είναι το κακό
Ο ονιός κάνει την αμαρτία και το παιδί τή bλερώνει
(1963)
Ονιός = ο γονιός
Ο ζαβός κι' ανούξερος ει' dο ίδιο πράμα
(1963)
Ζαβός=κουτός
Αυλή gi' αλώνι
(1963)
Δηλαδή, κοινόχρηστο, ελεύθερο στη διάθεση του καθενός
Παροιμία
(1963)
Τα βασιλικά μολύβια δε βουλού bοτέ, μόνο' 'ρχουdαιν απάνω
(1963)
Δηλαδή, οι άρχοντες και τα επίσημα έγγραφα δεν χάνουν ποτέ την ισχύν τους
Εκύλησεν ο dέτζερης κι ηύρηκε dο καπάκι
(1963)
Λέγεται για ανθρώπους που ταιριάζουν
Ηύρεν ο Φίλιππας τον Ναθαναήλ
(1963)
Ναθαναή = Ναθαναήλ
Όdε λείπ' ο κάτης α τη 'ωνιά, παίζουν οι ποdικοί την αρμαδούρα
(1963)
Αρμαδούρα = σημαίνει ότι είναι ξένοιαστοι, διασκεδάζουν, τρέχουν
Ο Ενάρης γεννά κι' ο Φλεβάρης φλέες ανοίει
(1963)
Γεννά= βρέχει, Φλέες=φλέβες, νερά, βρύσες
Του Ενάρη το φεgάρι παρά λίο μέρα λάbει
(1963)
Λέγεται, επειδή είναι πολύ λαμπερό το φεγγάρι του Γενάρη
Του Ενάρη το φεgάρι παρά λίο μέρα φέgει
(1963)
Λέγεται, επειδή είναι πολύ λαμπερό το φεγγάρι του Γενάρη
Κι' οι πετεινοί dων εδά, που λέ' ο λόος, κάνουν αβγά
(1963)
Λέγεται για τους τυχερούς
Εμείς γερνούμε, μα τα χρόνια πάνε κι' έρχουdαι
(1963)
Δηλαδή, εμείς φθειρόμεθα, ο χρόνος δεν χάνεται
Κι' οι πετεινοί dων εδά, που λέ' ο λόος, γεννούσι
(1963)
Λέγεται για τους τυχερούς
Ο πρώτος δάσκαλος του παιδιού είν' ο ονιός
(1963)
Δηλαδή η πρώτη αγωγή καλή ή κακή δίδεται στο παιδί από το γονιό, κυρίως με το παράδειγμα.
Κανείς δε bορεί να ξεφύ' α' το γραφτό dου
(1963)
Αντιστοιχεί προς το “Το πεπρωμένον φυγείν αδύνατον”
Άσκημα γράφου dα χαρθιά
(1963)
Ερμηνεία: Δηλ. Τα πράγματα δείχνουν άσχημα
Εγλυκάθην η γρϊά τα σύκα κι' όλο στη συκομεθύρα
(1963)
Συκομεθύρα= το κιούπι που βάζουμε τα σύκα
Δανεικά εί' dα προζύμια
(1963)
Σκότωνε διαόλοι, πλέρωνε τζερεμέ
(1963)
Λέγεται, όταν ένας άνθρωπος δεν υποχωρή, ενώ υποστηρίζει μια παράλογη άποψη
Δικό μου το ψωμί και ξένο το μαχαίρι
(1963)
Λέγεται για τη σπατάλη δικού μας πράγματος από άλλους
Τόσο σε δώνω, πράμα μου, 'ιά να μή βρεθή κανείς να σ' αοράση
(1963)
Λέγεται, όταν πουλάη κανείς κάτι πολύ ακριβώτερα από την πραγματική του αξία
Έχω κι΄ άλλα στη σεdούκα κι΄ είναι πιό κάλ΄ από ΄τούτα
(1963)
Λέγεται σαν αστείο, όταν θέλη κανείς να πη ότι έχει από ένα πράγμα και δεύτερο
Βρακί δεν είχαμε gαί πουκάμισο ΄θέλαμε
(1963)
Λέγεται, όταν ζητάμε πράγματα υπερβολικά, ενώ μας λείπουν τα στοιχειώδη