Αναζήτηση
Αποτελέσματα 2001-2100 από 2765
Η ζωή περνά και φεύγει και μασε κοροϊδεύγει
(1963)
Είναι πρόσφατα κοτσάκια, που λέγονται πια και ως παροιμίες
Όποιος χτυπά του ζωdοβόλου dου, χτυπ' απάνω στη gεφαλή dου
(1963)
Δηλαδή η κακομεταχείρηση του ζώου σου, αποβαίνει σε δική σου ζημιά
Σα βάλη ο νήλιος φράgικα
(1963)
Φράgικα = πανταλόνια, φράγκικο.
Όποιος δε θέλει χαρχαλοχτυπήματα, 'είτονα χαρθιά δε gάνει
(1963)
Κι αυτή παρεφθαρμένη
Όπου δε θέλει ο τσικαλάς, κολλά τ' αφτί
(1963)
Δηλαδή ο δυνατός, εκείνος που έχει εξουσία κάνει ό,τι θέλει
Που προλάβη (ή που προφτάξη) και στο μύλο
(1963)
Δηλαδή, όποιος προφθάση, όποιος προηγηθή ή από τύχη ή από ικανότητα, δικαιούται να κάμη πρώτος τη δουλειά του
Το ραβδί έχει δίυο άκρϊες
(1963)
Δηλαδή, αν με χτυπήσης, θα σε χτυπήσω. Π.χ. “Ά σηκώσω το ραβδί και σου κατεβάσω καμμιά....-Ά σε συφέρη,βάρα,μα το ραβδί έχει δυο ακριές”
Ο Θεός να σε φυλάη απου το σϊανό boταμό
(1963)
Απου το σϊανό boταμό ή απου το σϊανοbόταμο
Αουροφάς επρόλαβε μα ο 'υαλιστής μήτε καθόλου
(1963)
Δηλαδή, ο κλέφτης τρώει τους καρπούς ανώριμους, για να προφτάση το νοικοκύρη κι΄έτσι ο νοικοκύρης, που τους περιμένει να ωριμάσουν, δεν τους δοκιμάζει
Ήκουα τα κουδούνια σου κι εθάρρου gαί τα ζά σου
(1963)
Λέγεται για κάτι, που αποδεικνύεται υπερβολικά φημισμένο. Π.χ.”Ήκουα 'δα,λέει, τα...” Άρχοdας ελέουdα gι' αυτός και πουλεί τη bεριουσία dου, ιατί χρωστεί,λέει.
Των ακριβώ τα πράματα τα τρων οι χαροκόποι
(1963)
Ή οι χαράμηδες τρώ da. Δηλαδή: Την περιουσία, που κάνει ή έχει και συντηρεί ο τσιγκούνης, θα τη σπαταλήση κάποιος γλεντζές κληρονόμος
Ακριβός στην ώρα dου κι ο φαάς μήτε καθόλου
(1963)
Δηλαδή, ο τσιγκούνης μπορεί και κάποτε να σου προσφέρει κάτι, ενώ ο φαγάς ποτέ, γιατί τα θέλει όλα για τον εαυτό του
Ακριβός για το καρφί χάνει και το πέταλο
(1963)
Ακριβός = ο ακριβός
Εξ ανάγκης και νόμου μετάθεσις 'ίνεται
(1963)
Δηλαδή εξ ανάγκης γίνονται και πράγματα, που δεν τα θέμε
Αμύγδαλα μά πέτρες
(1963)
Δηλαδή, αμύγδαλα να έχωμε, πέτρες για να τα σπάμε υπάρχουν πολλές. Η δυσκολία δηλ. Είναι αλλού απ' όπου την τοποθετούμε
Κάτσε, κιουρά μ', ανέμενε να κάμω 'ιο να πάρης
(1963)
Ιό=γιό, υιόν
Λε', απόθεν είσαι; λε' από 'κει πουν' άdρας μου
(1963)
Απόθεν= από που;
Ο άdρας είναι καβαλλάρης
(1963)
Φτωχός αξεχρέωτος μεγάλος άρχος είναι
(1963)
Παραδείγματος χάρη: “Το καλύτερο μας εμάς είναι που δε χρωστούμε, gαί το λακριδί λέει, πως φτωχός αξεχρέωτος...” αξεχρέωτος = χωρίς χρέη
Ένα bρώτο 'δα ήξιζεν, άdρα μου
(1963)
Δηλαδή, όταν εγκαίρως δεν επιβληθής ύστερα πια δεν μπορείς να το επιτύχης
Όσο βαρεί, ξίζει
(1963)
Λέγεται για άνθρωπο, που η αξία του, η ικανότης του είναι ανώτερες από την εμφάνισή του
Απόψε με το dούρτουρο κι αύριο με τον άρbουρο
(1963)
Λέγεται όταν κάνη κανεις υπομονή με την ελπίδα να χαρή αργότερα κάτι
Όλα θα τ΄αφίσωμεν επά
(1963)
Δηλαδή, τα πάντα είναι μάταια, κακώς αγωνίζεται ο άνθρωπος για τα υλικά αγαθά
Όλα θ΄απομείνουν
(1963)
Δηλαδή, τα πάντα είναι μάταια, κακώς αγωνίζεται ο άνθρωπος για τα υλικά αγαθά
Όλ' απομείνουν επά
(1963)
Δηλαδή, τα πάντα είναι μάταια, κακώς αγωνίζεται ο άνθρωπος για τα υλικά αγαθά
Πάει ν' αθίση το δεdρί κι' η μοίρα δε d' αφίνει
(1963)
Λέγεται, όταν για μια στιγμή διαφανή κάποια ελπίδα, που κι' αυτή διαψεύδεται
Νάσαι καλά τον Άουστο, πούναι παχειές οι μυίες
(1963)
Λέγεται, σαν αστείο για αβέβαιη υπόσχεση
Παροιμία
(1963)
Όποιος διάζεται (ή: βιάζεται) σκουdάβγει
(1963)
Η βία δέν έχει ποτέ καλό αποτέλεσμα
Πέdε βούδια δυό ζευγάρια
(1963)
Ηύρες πούλουδο να πάρης μέλι
(1963)
Δηλαδή, το πρόσωπο που νόμιζες πως μπορείς να απατήσης, να ειρωνευθής, δεν προσφέρεται γι αυτό, είναι έξυπνο, ικανό
Μήτε στα μονά σε βρίσκει κανείς μήτε στα ζυά
(1963)
Λέγεται για άνθρωπο, που δεν μπορείς να συννενοηθής μαζί του
Όχι σα bο' ξέραμε, σα bο 'βρήκαμε
(1963)
Δηλαδή, ο άνθρωπος πρέπει να συμμορφώνεται με τις περιστάσεις
Που άδαρο δώση και άδαρο πάρη, άδαρος λοάται
(1963)
Δηλαδή: είναι άσκοπη η ανταλλαγή ομοίων περίπου πραγμάτων
Όπου άδαρος κι εμείς σομάρι
(1963)
Λέγεται όταν ένας άνθρωπος είναι παντού ανακατεμένος ή όταν είναι διαρκώς στα πράγματα
Στο 'άμο πο' 'dύχαμε τσάτρα πάτρα
(1963)
Λέγεται, όταν αποδεχώμεθα ως κάπως ικανοποιητική, μια κατάσταση
Ο παπάς ευλόησε bρώτα τα 'ένάκια dου
(1963)
Λέγεται, όταν φροντίζωμε πρώτα – πρώτα τον εαυτό μας. Π.χ. “-Μα μες στο δικό σου πιάτο θα πρωτοβάλης φαΐ; - Ο παπάς λέ', ευλόησε bρώτα τα 'ενάκια doυ”
Ο παπάς ευλόησε bρώτα τα 'ένεια dου
(1963)
Λέγεται, όταν φροντίζωμε πρώτα – πρώτα τον εαυτό μας. Π.χ. “-Μα μες στο δικό σου πιάτο θα πρωτοβάλης φαΐ; - Ο παπάς λέ', ευλόησε bρώτα τα 'ενάκια doυ”
Το Ενάρη κόβγε κλήμα και καιρό μην αρωτάς
(1963)
Δηλαδή, ο Γενάρης είναι το τελευταίο χρονικό όριο του κλαδέματος των αμπελιών, δεν υπάρχει πια περιθώριο να διαλέγης τον κατάλληλο για κλάδεμα καιρό
Δε gαϊdώ δυο πράματα, φτώχεια και 'εροdάματα
(1963)
Είναι κοτσάκι, αλλά λέγεται και ως παροιμία
Η σκρόφ' απ' όdεν εέννησε, χλωρό σκατό δεν ήφαε
(1963)
Δηλαδή, η μητέρα προσφέρει τα πάντα στα παιδιά της
Λίη 'ης σε θεραπέψη και πολλή σε ξελοθρέψη
(1963)
Λίη 'ης = λίγη γη
Του γλήορου πουλιού η ούλα ώρα 'σκόλασε, μα μερα δεν εσκόλασε
(1963)
Δηλαδή ο επιμέλης, ο εργατικός δεν στερείται, κι αν κάποτε στερηθή, είναι πρόσκαιρη η στέρηση
Η γλυκειά γλώσσα 'βγαλε, λέει, το φίδ' απού την dρύπα
(1963)
Δηλαδή ο απαλός τρόπος έχει καλό αποτέλεσμα
Όλα 'ίνουdαι μόνου του σπανού τα 'ένεια δε 'ίνουdαι
(1963)
Δηλαδή όλα είναι δυνατά
Ο ΄ουρσούζης άθρωπος είναι ουρσούζης παdου
(1963)
Ουρσούζης=ο άτυχος
Η ΄υναίκα ΄βαλε dο διάολο μες στο bοκάλι
(1963)
Προέρχεται από παραμύθι. Δηλ. Η γυναίκα είναι ικανή να καταφέρη τα πάντα
Η υναίκα ΄ναι σάστρα
(1963)
Σάστρα= τα σιάζει, τα βολεύει, τα καλύπτει όλα. Έχει μάλλον μειωτική έννοια
Ευλογώ
(1963)
Με τ΄ αχείλια πόχω μετά ΄κείνα σε φιλώ
(1963)
Δηλαδή : σου προσφέρω ό,τι μου επιτρέπουν οι δυνάμεις μου
Τάχες Γιάννη, τάχες πάdα
(1963)
Δηλαδή : τα ίδια και τα ίδια
Οι λαλάδες μας επλώθανε σ' ένα νήλιο τα ρούχα dωνε
(1963)
Λαλάδες = γιαγιάδες
Ότι νακούς θυμό θεϊκό, σφάλμα τη bόρτα σου
(1963)
Όταν αγριεύουν τα στοιχεία της φύσεως, να κλείνεσαι στο σπίτι σου. Λέγεται και μεταφορικώς σε περίπτωση κάθε μεγάλου κινδύνου
Το κάθα δεdρουλάκι έχει το νήσκιο dου
(1963)
Δηλ. Κάθε άνθρωπος έχει κάποιο προσόν, η κάποιο ελάττωμα, κάποιον προστάτη, κάποια εύνοια
Άdρα θέλω, τώρα τονε θέλω
(1963)
Λέγεται, όταν θέλη κανείς κάτι και το θέει αμέσως, το απαιτεί αυτοστιγμεί
Η καλη μέρα τσή δείχτ' α' ταχυτέρου
(1963)
Ταχυτέρου = το πρωί
Η όρνιθα πίνει το νερό, μα ΄φχαριστά και το Θεό
(1963)
Π.χ. Δε σώνει που πουλείς πιό ακριβά, μόνου ξικοδυάζεις κιόλα. Η όρνιθα ΄δα, λέει, πίνει το νερό, μ' αξανοίει και το Θεό
Θέλει ο Θιός και φταίν οι μέρες
(1963)
Δηλαδή: ο άνθρωπος δεν φταίει για τίποτα, όλα τα ρυθμίζει ο Θεός
Ο Θεός μετά καιρό κρίνει
(1963)
Δηλαδή: Ο Θεός επιφυλάσσει την τιμωρία για τον κακό. Π.χ. -Οι κακοί άνθρωποι τωνε τρέχει το καλό. -Δε βαριέσαι! Έρχεται μέρα, που τα ξερνούν όλα. Ο Θεός, λέει, μετά καιρό κρίνει, ελέαν οι παλαιοί
Ο Θεός είν' αψηλά, μα θωρεί και χαμηλά
(1963)
Λέγεται σε αδικηθέντα, σαν παρηγοριά και σαν συμπέρασμα, όταν εκείνος, που αδικήση, τιμωρηθή
Ο Θεός σκάλες ανεβάζει και σκάλες κατεβάζει
(1963)
Δηλαδή: άλλοι προοδεύουν κι άλλοι καταστρέφονται
Ο Θεός δεν είν' Αρβανίτης
(1963)
Δηλαδή: είναι δίκαιος
Ίσα φάδι, ίσα στημόνι
(1963)
Λέγεται , όταν έρχονται ίσια-ίσια τα πράγματα. Μεταφορά από τα υφαντά. Το λεγόμενο διπλό παννι θέλει όσο στημόνι, τόσο και υφάδι
Του παπά το πετραχήλι ποταμός είναι και σύρνει (ή είναι ποταμός και σύρνει)
(1963)
Ερμηνεία: Δηλαδή το επάγγελμα του ιερέως είναι προσοδοφόρο
Το bαπά και το 'άδαρο τονε ρδινιάζουν από βραδύς
(1963)
Ερμηνεία: Δηλαδή για κάθε εργασία χρειάζεται η προετοιμασία να γίνη εγκαιρως
Η παλιά όρνιθα (ή κόττα) τόχει το ζουμί
(1963)
Λέγεται για την ομορφιά της ώριμης γυναίκας
Το σκύλο, όσο dονε σκοτώνεις, τόσο λυσσάζει, και το μουλάρι, όσο dο σκοτώνεις, τόσο bοbοθιαίνει
(1963)
Συνοδεύεται από κείμενο...
Όποιος σουλατσάρει σουλάτσο 'ίνεται
(1963)
Δηλαδή όποιος κοροϊδεύει, τον κοροϊδεύεουν οι άλλοι για τη συμπεριφορά του και καταντάει κι εκείνος κάποτε καταγέλαστος
Στο χωριό, που δε 'αυλίζουν οι σκύλοι, πορπατουν οι αθρώποι χωρίς ραβδιά
(1963)
Συνοδεύεται από κείμενο...
Σόϊ σόϊ πάει το βασίλειο
(1963)
Λέγεται όταν λάτι, καλό ή κακό, ιδίωμα, αξίωμα, θέση, πηγαίνεη από γονείς σε παιδιά, από ένα συγγενή σε άλλον
Ίνου σοφός κι έπαρ' τα μισά
(1963)
Δηλαδή δεν είναι δυνατό να προβλέπωμε τις ευκαιρίες
Απ' ακουής δουλέβγει ο μύλος
(1963)
Δηλαδή, η καλή φήμη είναι αποδοτική
Αμαρτίες γονέω παιδεύγουσι dέκνα
(1963)
Λέγεται, όταν σωματικές ή ηθικές παρεκτροπές ενός προσώπου βαρύνουν τους απογόνους του
Η αμαρτία θάνατο 'εννά
(1963)
Δηλ. Η αμαρτία γίνεται πρόξενος κακού, τιμωρείται με πρόωρο και άδικο θάνατο ο αμαρτήσας ή οι απόγονοί του
Άλλα d' άλλα κι' η χαρβάλα με το 'άλα
(1963)
Χαρβάλα = δοχείο σπασμένο; με το άλα ή με το γάλα
Ό,τ' ανεορέψη κανείς, το παθαίνει
(1963)
Αναγορεύω=υπενθυμίζω όλη την ώρα ένα καλό που έκαμα, διατυμπανίζω
Τ' άρματα ξυπνού dον αωιάτη
(1963)
Δηλαδή, η ύπαρξη του μέσου κεντρίζει την δραστηριότητα του ανθρώπου
Αύριο κλαίν επά
(1963)
Επά = εδώ
Βγάρ' το μαντήλι σου βάρει μου
(1963)
Αντί να πεις σε κάποιον, που σε βρίζει, τις ίδιες βρισιές του λες αυτό
Βγάρ' τη σκούφια σου βάρει μου
(1963)
Αντί να πεις σε κάποιον, που σε βρίζει, τις ίδιες βρισιές του λες αυτό
Η βολή τω bρόβατω 'ναι στη Λαgάδα
(1963)
Λέγεται για μια ορθή ενέργεια, για μια κατάλληλη θέση, Βολή = ευκολία, ο κατάλληλος τόπος, Λαgάδα = τοπωνύμιο στην Απείρανθο
Πεdε στο βρεμένο κι' έξε στ' άβροχο
(1963)
Λέγεται για τους αδιάφορους. Π.Χ. Όλο dραουδεί. Πεdάρα δε φώνει 'ια τίοτα. Τοχει πεdε στο βρεμένο
Σε χλωρή βρύση να πάω, θα στερέψη
(1963)
Λέγεται σε όλα τα πρόσωπα, π. χ. Να πάς, να πάη
Σε χλωρή βρύση να πάω, θα ξεραθή
(1963)
Λέγεται σε όλα τα πρόσωπα, π. χ. Να πάς, να πάη
Γρϊά κι' αν εστολίζουσου, στ' ανήφορο 'γνωρίζουσου
(1963)
Ερμηνεία: Δηλ. Τα γηρατειά, όσο κι' αν προσπαθούμε να τα κρύψωμε, δεν κρύβονται
Τα γράφου dα χαρθιά dραπάνι δε dα κόβγει
(1963)
Ερμηνεία: Δηλ. Ότι είναι γραμμένο από τη μοίρα, δεν μπορεί να αλλάξη, dραπάνι= δρεπάνι
Ότι γράφει, δε ξεγράφει
(1963)
Η γρϊά δε dόρπιζε bως θα παdρευτή κι' απανωπρούκια 'ύρευγε
(1963)
Ερμηνεία: Λέγεται, όταν διατυπώνει κανείς νέες πρόσθετες απαιτήσεις