Αναζήτηση
Αποτελέσματα 1901-2000 από 2765
Πώχει μωρά και τζάτζαλα στο άμο ήντα θέλει;
(1928)
Άμο = γάμο
Φέθια βούδια τρών' οι λύκοι
(1928)
Κι' ετουτον είναι, να περάση θέλει
(1963)
Να περάση θέλει = θα περάση
Ως μύτης βελόνας πράμα
(1928)
Ήφυε gαι διάκ gι ήκατσε στο καινούργιο σπίτι και δεν τζ' εδώκανε οι 'ονείς του ως μύτης βέλονας πράμα, παρά είνια μόνον οι τέσσερις τοίχοι μέσα
Που βαστά καλά βαστά
(1928)
Παραδείγματος χάρη: Έχω ενέχυρο κάτι αξίας χιλίων φράγκων έχω δώσει μονάχα πεντακόσες δραχμές και λέω: “Και ποτέ να μη μου τα δώση δε με κόφτει. Που βαστά καλά βαστά
Τα σκυλάκια με βαστούνε
(1926)
Όταν κουραστή κανείς από δρόμο και πονούνε τα πόδια του και δεν μπορεί να περπατή, λέμε πως τον βαστούνε τα σκυλάκια
Οι μαστόροι κρύβγου τζι bοbιές τωνε με τη λάσπη
(1963)
Ή τω μαστόρω οι bοbές κρύβγουdαι με τη λάσπη
Το πράμα σου λέει: Άμα με παρατήσης, θα σε παρατήσω
(1963)
Δηλαδή, πρέπει να καλλιεργούνται τα κτήματα για να αποδίδουν
Οι πόρτες είναι 'ια τσι καλοί αθρώποι
(1963)
Δηλαδή εναντίον των κακών ανθρώπων, εναντίον των κλεπτών δεν υπάρχει ασφάλεια
Όπου πολλοί φτύσουνε, πηλός γίνεται
(1963)
Δηλαδή των πολλών η βοήθεια, έστω και μικρή, είναι αποτελεσματική
Άδικον άλεσμα σ' άδικο μύλο
(1925)
Αξιώτης (Νάξιος) άϊος κι α ένει, σκατένη δόξα θάχη
(1930)
Κατακρίνοντας του εαυτούς μας, τους συντοπίτες μας, το λέμε
Όντεν εσπούδαζες εσύ ήμουν εώ ξεσκολισμένος
(1928)
Ερμηνεία: Μη μου κάνης τον έξυπνο, μα πιο έξυπνος είμαι γω
Όπου δυό κι εμείς τρείς
(1963)
Λέγεται, όταν κανείς μιμείται οτί βλέπει να κάνουν οι άλλοι, όταν είναι παντού ανακατεμένος, όταν είναι μες στα όλα. Προέρχεται από παραμύθι
Αbροστινός γάδαρος δείχτει καί τ' απισινού τή στράτα
(1963)
Λέγεται, όταν ένας νεώτερος ακολουθήση τό κακό παράδειγμα ενός μεγαλύτερου τής οικογένειας
Τσ' ελιάς τό φύλλο 'ναι
(1963)
Λέγεται γιά άνθρωπο πονηρό, έξυπνο, επιτήδειο, ψεύτη, ανυπάκοο, κ.τ.λ. Π.χ. “Έξυπνο, περίεργο, ψεύτικο! Τσ' ελιάς τό φύλλο 'δά, πού λέ' ο λοός”
Αbρός να περνά η νύφη κι' ο 'αbρός
(1963)
Abρός = μπρός, αbρός = γαμπρός. Λέγεται, σαν αστείο, όταν θέλη κανείς να περάση καί υπάρχουν εμπόδια
Που δε ξοδιάση, δε σοδιάζει
(1963)
Σαν ει' gαλό το ξύαλα όσο gι α φας δε σε χαλά
(1963)
Λέγεται κυριολεκτικώς, επεκτείνεται και σε ό,τι καλό
Άμα dο θες το ξύαλα όσο gι α φας δε σε χαλά
(1963)
Λέγεται κυριολεκτικώς, επεκτείνεται και σε ό,τι καλό
Το καλύτερο φαΐ του κόσμου 'ναι η όροξη
(1963)
Δηλαδή όταν πεινά κανείς, όταν έχη όρεξη, του φαίνονται όλα τα φαγητά νόστιμα
Κατά μάνα κατά κιούρη κατά τέκνο και παιδί
(1963)
Λέγεται για την ομοιότητα των συγγενών και κυρίως γονιών και παιδιών στα ελαττώματα
Αλλότες ήτον' άλλοτες και τώρα νείναι τώρα
(1963)
Δηλαδή άλλαξαν οι καιροί
Η δουλειά, ά δεν ήτονε δουλιασμός, δεν dήν ελέανε δουλειά
(1963)
Δουλιασμός = φόβος, τρόμος. Δηλ η δουλειά είναι κοπιαστική
Η δουλειά η καλοκαμωμένη ποτές δέ dρέπεται
(1963)
Η Η καλή δουλειά ποτές δέ dρέπεται. Δηλ η καλά καμωμένη δουλειά μάς βγάζει ασπροπρόσωπους
Η καλή δουλειά αργεί
(1963)
Καλώς το δούλο dου θεού και τον οχτρό τζή πίττας
(1963)
Λέγεται, σαν χαιρετισμός, σε κάποιον, που μας επισκέπτεται. Περιέχει και εγκαρδιότητα και χαριεντισμό
Η μισή dροπή δική μου κι η μισή δική dου
(1963)
Λέγεται, όταν πρόκειται να προτείνη κανείς κάτι και φοβάται το ενδεχόμενο αρνήσεως
Όποιος dρέπεται, πολλά στερεύγεται
(1963)
Δηλαδή ο άνθρωπος πρέπει να έχη θάρρος, γιατί αλλοιώς ζημιώνεται
Που ξηγιέται, δε bαρεξηγιέται
(1963)
Ερμηνεία: Δηλαδή όποιος αρχικώς εξηγήθη καθαρά, ύστερα δεν μπορεί να παρεξηγηθή
Εκείνος που κλαδεύγει ή κασσίδης πρέπει νάναι ή ψείρες νάχη
(1963)
Δηλαδή στο κλάδεμα των αμπελιών χρειάζεται περίσκεψη. Προέρχεται ίσως από τη χαρακτηριστική χειρονομία του ξυσήματος της κεφαλής του σκεπτομένου
Όποιος έχει πανωθεό και κατωθεό δεν έχει, είdα τονε θέλει και το bανωθεό;
(1963)
Δηλαδή τα πολιτικά ή άλλα ανάλογα μέσα είναι το παν
Ο καλόερος κοιμάται κι ο Βρϊός του μαερεύγει
(1963)
Λέγεται, όταν μας τύχη μια απροσδόκητη προσφορά, μια ωφέλεια. Επίσης, όταν είμεθα αμέριμνοι, επειδή έχομεν εξασφαλίσει τη ζωή μας
Ο καλόερος κοιμάται κι ο Θεός του μαερεύγει
(1963)
Λέγεται, όταν μας τύχη μια απροσδόκητη προσφορά, μια ωφέλεια. Επίσης, όταν είμεθα αμέριμνοι, επειδή έχομεν εξασφαλίσει τη ζωή μας
Αν είσαι μέλισσας παιδί, κέντα και μη σβουρίζης
(1963)
Δηλαδή τους εχθρούς σου πρέπει να τους πολεμάς αθορύβως
Το καλοδουλεμένο bράμα dρέπεται ναστοχήση
(1963)
Δηλαδή, όταν ένα κτήμα καλλιεργηθή καλά, θα αποδώση ανάλογο καρπό
Καλομελέτα κι έρχομαι
(1963)
Δηλαδή μελετώντας το καλό προετοιμάζομε την έλευσή του
Όποιος χάνει στα χαρθιά, κερδίζει στην αγάπη
(1963)
Λέγεται σαν αστείο, κατά το παίξιμο χαρτιών
Έμη κλέφτης, έμη ψεύτης, έμη λες και δε dο κάνεις
(1963)
Λέγεται, σε περίπτωση αθετήσεως υποσχέσεως
Τα πολλά λλόια 'ναι μισή gακομοιριά
(1963)
Δηλαδή οι πολλές συζητήσεις είναι επιζήμιες
Τα πολλά λόια 'ναι φτώχεια
(1963)
Αουρά 'ν' ακόμα, πούλεε gι' η αλεπού
(1963)
Λέγεται για κάτι, που δεν μπορούμε να το κάμωμε και ομολογούμε την αδυναμία μας έτσι, ή για κάτι που προσποιούμεθα αδιαφορία γι΄αυτό για να καλύψωμε την αδυναμία μας να το κάμωμε
Πόσα μίλια πάει ο άδαρος;
(1963)
Δηλαδή, ο χρόνος διεκπαιραιώσεως, το αποτέλεσμα, η ποσότητα, η ποιότητα μιας εργασίας εξαρτάται από το πρόσωπο που τη διεξάγει, που τη διευθύνει
Τα πολλά βοτάνια 'ιατρεύγουνε τα πάθια
(1963)
Λέγεται κυριολεκτικώς. Δηλαδή τα βότανα έχουν θεραπευτικήν αξία
Κατά τον αδουροgράχτη
(1963)
Αδουροgράχτη = εκείνος που κράζει, που οδηγεί το γάιδαρο
Άμα dή δουλιάς τή gάθα δουλειά, ποτέ δέ dή dελειώνεις
(1963)
Δουλιάς = φοβάσαι, δειλιάς. Δηλ όταν φοβάσαι πώς δεν μπορείς να φέρης εις πέρας μιά δουλειά, ποτέ δεν τή φέρνεις
Απού το θέρος ως τσ' ελιές δεν απολείπουν οι δουλειές
(1963)
Το διάστημα αυτό ο γεωργός έχει πολλές εργασίες
Δουλειά δεν είχαμε gαί δουλειά 'βρήκαμε
(1963)
Λέγεται με δυσφορία γιά κάτι, πού επαναλαμβάνεται και καταντάει φορτικό ή επιζήμιο
Βρωμεί ο Βριός, βρωμού gαί τα καλά dου
(1963)
Λέγεται περιφρονικά για άνθρωπο, που δεν εκτίμουμε. Δήλ. Δεν θέλω ούτε την συναναστροφή κάποιου ούτε τα δώρα του
Ή νάναι τό τίοτα ή νά λείπη
(1963)
Τίοτα = κάτι. Δηλαδή όταν έχης, όταν κάνης, όταν σού δίνουν κάτι, πρέπει νά είναι καλό, διαφορετικά είναι περιττό
Bρός Μαριά κι' απίσω 'Ιάννης κι' αποπίσω Καραιάννης
(1963)
Λέγεται, γιά μιά αχώριστη παρέα
Δυο έγνοιες έχω κι είν' ευτή η μια
(1963)
Λέγεται ειρωνικά, όταν θέμε να δείξωμε πως κάτι δεν μας ενδιαφέρει
Απουπόξω bέλα – bέλα κι΄απουμέσα κατσιβέλα
(1963)
bέλα= ωραία, περιποιημένη
Που στέκει απόξω στο χορό, ξέρει πολλά τραούδια
(1963)
Ερμηνεία: Λέγεται, όταν κατακρίνωμε μια ενέργεια, που δεν ξέρομε τα βαθύτερα αίτια της
Απουπόξω κούκλα κι' απουμέσα πανούκλα
(1963)
Ερμηνεία: Λέγεται, για κείνους που φροντίζουν μόνο την εξωτερική τους εμφάνιση
Εργάτης
(1963)
Άλλος α' τη Χιό
(1963)
Η Κι' άλλος α' τη Χιό ή Ήρθε gι' άλλος α' τη Χιό. Λέγεται, όταν έρχωνται άνθρωποι ο ένας μετά τον άλλο, κυρίως για να ζητήσουν κάτι, ή όταν επεμβαίνουν πολλοί σε συζήτηση και λένε γνώμη
Του Ρωμιού μονό δέ φτάνει και διπλό του περισσεύει
(1963)
Το ήκουσα στο “Μπουρνάζι” συνοικία Αθηνών
Νάρθης κι΄αύριο κουbάρε Να με χ ...... κι΄α ξανάρθω
(1963)
Ερμηνεία: Λέγεται με οικειότητα, όταν θέλης να δείξης ότι δεν είσαι και τόσο ευχαριστημένος
Ήρθα d΄άγρια πουλιά κι΄έδιωξα dα ήμερα
(1963)
Έδιωξα ή έβγαλα. Ερμ : Λέγεται, όταν κάποιος πάρη τη θέση του άλλου, που έχει περισσότερα δικαιώματα σ΄αυτή
Ήρθε dου, σα dου έρου στην Αϊά
(1963)
Ερμηνεία: Λέγεται, όταν ξαφνικά θελήση κανείς κάτι και επιμένει να το κάμη ή βρίσκεται σε διέγερση, σε υπερβολική ευδιαθεσία κ.τ.λ.
Με το έργος, που κάνει κανείς, μετά 'κείνο θα πάη
(1963)
Ερμηνεία: Λέγεται σε περίπτωση ατυχήματος, που συνδέεται με το επάγγελμα
Κι' έτσα έρμα κι αλλοιώς σκοτεινά
(1963)
Ερμηνεία: Όπως κι αν τα κάμη κανείς, στο ίδιο αποτέλεσμα καταλήγει
Κάθα εις κατά τα έργα dου πλερώνεται
(1963)
Ερμηνεία: Δηλ. Ο καλός αμείβεται, ο κακός τιμωρείται
Ιάννης εδιάης και Ιάννης ήρθες
(1963)
Ερμηνεία: Λέγεται, όταν γυρίση κανείς από κάπου άπρακτος
Έχει επά μάλι, που δε dόχου gι άλλοι
(1963)
Λέγεται σαν εκδήλωση θαυμασμού ή δυσφορίας για μεγάλη ποσότητα
Στσι δυό τ' Αούστου κι οι πέτρες τσόdαι (η τσι τρείς)
(1963)
Δηλαδή, αυτή την εποχή κάνει πολλή ζέστη.
Μιά δουλειά πού δέ gατέχω έδε βάσανο την έχω
(1963)
Έδε = ώ πόσο! Λέγεται, όταν καταπιανόμαστε με μιά δουλειά, πού δεν την κατέχομε και ταλαιπωρούμεθα
Ένας κούκκος δέ φέρνει τήν άνοιξη
(1963)
Δηλαδή: η μεμονωμένη ενέργεια, όταν χρειάζεται ομαδική, μένει χωρίς αποτέλεσμα
Πιάνουν και τω αδάρων κέρατα και τω χοιρώ κουδούνια
(1925)
Πιάνουν = ταιριάζουν
Τα ξερά σκατά στον τοίχο δεν κολλούνε
(1925)
Σα λένε αταίριαστο τίποτα, που μοιάζει πως είναι ψευτιά
Χίλια λόϊα έναν άσπρο
(1925)
Λόϊα = λόγια, άσπρο = παράς λεφτό
Λόϊα σου 'παν οι φκιωέρες του Χατζή οι θυατέρες
(1928)
Θυατέρες = αυτές είναι ακατάστατες, βρώμικες γι αυτό τις λέγανε έτσι
Άλλοι κλαι gι' άλλοι 'έλουσι κι' άλλοι τρω gι' άλλοι πεινούσι
(1963)
Δηλαδή άλλοι είναι δυστυχισμένοι, άλλοι ευτυχισμένοι, άλλοι χορτάτοι, άλλοι πεινασμένοι
Άλλα dων αλλώ
(1963)
Άλλοτες εψωμοζήτου gαί τώρα ψωμοπουλώ
(1963)
Λέγεται όταν ένας φτωχός αποκτήση οικονομικήν άνεση
Αλλού σ' επέψα gι' ήσφαλες
(1963)
Επέψα = έστειλαν, ήσφαλες = έκανες λάθος. Το λέει σαν απάντηση ένας που επιχειρούν να τον γελάσουν, δηλ. δεν γελιέμαι
Το δουλευτή σου πλέρωνε, ία να τον έχης πάdα
(1963)
Δηλ. Πρέπει να πληρώνης και να περιποιείσαι τον άνθρωπο, που σου εργάζεται, ώστε να είναι πρόθυμος να σου προσφέρη την εργασία του
Το δουλευτή σου τάϊζε, ία να τον έχης πάdα
(1963)
Δηλ. Πρέπει να πληρώνης και να περιποιείσαι τον άνθρωπο, που σου εργάζεται, ώστε να είναι πρόθυμος να σου προσφέρη την εργασία του
Η μιάν ελιά κι' η άλλη τό βγάνουσι dό λάδι
(1963)
Δηλαδή πρέπει νά συγκεντρώνωμε καί τήν πιό μικρή ποσότητα ενός πράγματος
Ή νάναι τό τίοτα ή νά μήν είναι
(1963)
Τίοτα = κάτι. Δηλαδή όταν έχης, όταν κάνης, όταν σού δίνουν κάτι, πρέπει νά είναι καλό, διαφορετικά είναι περιττό
Στα σαράdα του πισίτη ήτον' άλλος μέσ' στο σπίτι
(1963)
Πισίτη = του αναθεμένου
Όποιος κυνηά δυό λαοί, μήτε τον ένα πιάνη μήτε τον άλλο
(1963)
Λαοί = λαγούς
Όλοι οι χοιρ΄εφαασί μας κι ήρθε gι΄ο παdέρημος
(1963)
Ερμηνεία: Λέγεται, όταν οι πάντες μας ενοχλούν, μας περιφρονούν, μας ζημιώνουν
Ετσά κι΄ ετσά ΄φάαν οι σκύλοι τα πετσά
(1963)
Ερμηνεία: Λέγεται, όταν πιά έχωμε φθάσει στο σημείο να μη μας κάνη τίποτα εντύπωση, να τα αποδεχώμεθα όλα, να τα παίζωμε όλα για όλα