Αναζήτηση
Αποτελέσματα 1801-1900 από 2765
Όdε σέκαμεν η μάνα σου λαάργια ήτονε
(1963)
Λαάργια = με γάλα
Ήκουα τα κουδούνια σου και θάρου gαί τα ζά σου
(1928)
Γίνεται θόρυβος γύρω από ένα πρόσωπο που δεν του ταιριάζει.
Βουβός κι' άλαλος επόμεινα όντε do' κουσα
(1928)
Ερμηνεία : Do' κουσα = άκουσα
Βουβός κι' άλαλος επόμεινα
(1928)
Η κάρτσα θέλει και τον gαρτσοδέτη τζη
(1963)
Δηλαδή κάθε πράγμα θέλει το συμπλήρωμά του
Καλά 'dα φαρδιομάνικα, αλλά τα φορούνε μόνου οι δεσποτάδες
(1963)
Dα = καλά είναι τα
Με τη στράτα που 'πιασες, παιδί μου, θα πας άνεμος και του κάκου
(1928)
στράτα=δρόμο
Όντε λείπη' ο κάτης α τη 'ωνιά παίζουν οι ποντικοί τον αρμαδούρο
(1925)
Ωνιά = γωνία
Ετσά σε θέλω παπαδιά, να κόβγης μοναχή κλαδιά, να φράζης την απλωταριά
(1963)
Λέγεται κάπως πεισματικά αντί του απλού: Έτσι σε θέλω
Όdεν ήπρεπε δεν ήβρεχε γαι το Μα εdροσολόα
(1930)
Όταν γίνη κάτι παράκαιρα
Δε σε πιάνει κανείς, μήτε στα μονά μήτε στα ζυά
(1928)
Ζυα = ζυγά
Πόσοι κοίτουνται νέπα χωρίς το θέλημά μου
(1928)
Νέπα = εδώ
Ο σκύλος κακοερνά για ξένες έγνοιες
(1925)
Κακοερνά = γερνά γρήγορα
Τα λόϊα σου λΐα και κατσουνωτά
(1928)
Συνοδεύεται από κείμενο ....
Τράβα, ΄έρο διάολε
(1963)
Λέγονται, όταν κανείς υποφέρη τις συνέπειες μιάς απερισκεψίας, μιας πολυπραγμοσύνης
Ό,τ' έχω το νυχάκι που κόβγεις και πετάς δεν έχω όλο ντον άλλο γκόσμο
(1928)
Όταν αγαπά κανένας έναν άλλο πολύ
Ήσυρεν από νύχι ως νύχι
(1928)
Λένε, όταν σέρνουνε τις προβιές που κάνουνε τα συρίμια κι είναι γερές και δεν σπάνουνε, παρά σέρνουνε και βγάζουνε πολλά και μεγάλα συρίμια
Απου τα νύχια ως τη γκορφή
(1928)
Από τη μια άκρη του σώματος ως την άλλη
Δε σε γνοιάζει μα 'χω ω ράματα ια τη ούνα σου
(1928)
Ράματα = κορδόνια, ούνα = γούνα
Η ράχη σου σε τρώει
(1928)
Το επιδιώκεις
Αλοίς του που πεινα και βούλεται χορτάση
(1925)
Βούλομαι = θέλω
Εθάρρειεν πώς ήτονε πλατανοκούβαρα
(1928)
Όταν κάνει κανείς μιά δουλειά και δεν είναι άξιος να τήν τελειώση, λένε: εθάρρειεν ο καμένος και φτός πώς ήτονε πλατανοκούβαρα = κάτι εύκολο
Δεν αρωτου μήτ' απεζό μήτε καβαλλάρη
(1928)
Δεν ακούει είντα του λέμε. Ό,τι του φανή κάνει
Πάω να πω και λέσι μου
(1928)
Λέσιμου = μου λένε
Όντεν έχης πέντε κράθιε κι' όντεν έχης δυό ξαπόλα
(1929)
κράθιε = κράτα. Δηλαδή όταν έχης πολλά, μην τα σπαταλάς. Όταν έχης λίγα τίποτα πια δεν μπορείς να κάμης, λοιπόν χάλασέ τα όσο πιο γλήγορα μπορείς
Δεν έφααν οι σκύλλοι τσοι μέρες
(1931)
Έχουμε καιρό . Οι μέρες είναι στη γραμμή
Ράβγε ξήλωνε, δουλειά να μη σου λείπη
(1963)
Λέγεται, όταν ασχολείται κανείς με κάτι, όταν λεπτολογή πολύ, μη διστάζοντας να χαλάση ό,τι έκαμε, για να το κάμη καλύτερο
Πρωτοκλανιάς, πρωτακουστής
(1963)
Λέγεται όταν κάποιος αισθανθή τη δυσοσμία και το συζητήση
Το πρόσωπο τ' αθρώπου 'ναι μαχαίρι
(1963)
Δηλαδή η προσωπική παρουσία ασκεί επιρροή, αναχαιτίζει τη διάθεση κακολογίας, αρνήσεως κ.τ.λ.
Προκομμένος, σα dη gάτω bέτρα του μύλου
(1963)
Η κάτω πέτρα του μύλου δεν κινείται
Ω καμένη, σκεπαρνοκομμένη!
(1963)
Απο παραμύθι Λέγεται για φόβο αβάσιμο, παραμύθι = από ανέκδοτη συλλογή μου
Ο κλέφτης το εβέντισμα για παναΰρι τόχει
(1925)
Εβέντισμα = ρεζιλίκι
Τρύπα ίνηκε στον ουρανό!
(1925)
Συνοδεύεται από κείμενο ...
Ολ΄οι χαρ εφάασι μας κι΄ήρθε κι ο παντέρημος ;
(1928)
Ερμηνεία: Το λέει αυτό κανένας όταν κάποιος κατ΄τερος τον θέλη να τον πηράξη ή να τον ζημιώση ή να τον κοροϊδέψη κ.λ.π.
Με τη σοφία 'βρήκα dη θεότη
(1963)
Λέγεται για την ευφυΐα, την εφευρετικότητα
Έλα μια λέω πως μαζώνει και φτος bόρτσες
(1925)
Γράμματα δηλαδή για τους πεθαμένους
Σκότωνε διαόλοι, πλέρωνε τζερεμέ
(1925)
Τζερεμές=φόρος
Με τα χείλια πόχω μετά κείνα σε φιλώ
(1925)
Μετά = με
Δεν έχει στο νήλιο μοίρα
(1926)
Αυτή τη φράση τη λέμε σαν είναι κανένας πολύ φτωχός
Που γράφ' ο Θιός αβράκωτο, ποτές βρακί δε βάνει
(1928)
Επέθανε bαλι το κοπελλάκι τση Κατερίνας, ω η καμένη, τρία κοπελλάκι 'χε τώρα;απεθαμένα. Μα που γράψ' ο Θιός αβράκωτο, ποτέ βρακί δε βάνει, λε ο λαός
Του γλήορου πουλιού η ούλα ώρα σκόλασε μα μερα δεν εσκόλασε
(1928)
Σκόλασε = έπαψε να τρώη δηλαδή
Μαύροι σκύλλοι, άσπροι σκύλλοι, όλοι οι σκύλλοι μιά 'ενιά
(1930)
Ενιά=γενιά
Έλα, πάππο, να σου πω τα ονικά σου
(1925)
Ονικά = γονικά
Όμορφή μου, τί θα φάμε; Κι άσκημή μου, πιας να φάμε
(1963)
Δηλαδή είναι προτιμώτερο, ασφαλέστερο να παντρευτή κανείς άνθρωπο εύπορο παρά όμορφο
Όποιος σκάβγει το λάκκο d' αλλονού, πέφτει ο ίδιος μέσα
(1963)
Δηλ. όποιος επιχειρεί να κάμη κακό σε άλλον, το παθαίνει ο ίδιος
Άλλοι ψυχομαχού gι' άλλοι καπρομαχού
(1963)
Λέγεται όταν ένας υποφέρη και άλλος είναι αμέριμνος και ευτυχής. Καπρομαχού = έχουν ερωτική διάθεση
Που νου έχει, κι ανενού δεν έχει, κακή ώρα στο νου πώχει
(1928)
Όταν είναι έξυπνος κανένας κι ύστερα πάλι δεν κάνει καθώς πρέπει τις δουλειές του, κάνει τρέλλες, ξεχνά κάτι που πρέπει να κάνη κλπ
Ο καλός καλό δε θωρεί κι ο κακός κακό δε θωρεί
(1963)
Λέγεται όταν ένας καλός άνθρωπος παθαίνει ατυχήματα ή ένας κακός ευνοείται από την τύχη
Ο καλός καλό δεν έχει
(1963)
Ο κάρπικος παράς κι άσκημο λόος απομείνει του νοικοκιούρη
(1963)
Όταν επιχειρή κανείς να απατήση κάποιον, αυτός ζημιώνεται στο τέλος, όταν πη κακό για άλλον, η προσβολή μένει σ' αυτόν
Η κατάρα καταρωτά κι όπου 'ναι δίκιο πιάνει
(1963)
Δηλαδή η κατάρα πιάνει εκείνον, που είναι δίκαιο να πιάση, επομένως ο αθώος και αν τον καταρασθούν δεν πρόκειται να πάθη κακό
Καλύτερα τη σφάζω παρά να στην αφήκω
(1963)
Λέγεται όταν προτιμάς ένα κακό, για να αποφύγης άλλο, που το θεωρρείς βαρύτερο
Ια καλό και 'ια κακό πάρτε και μια γάτα
(1963)
Δηλαδή πρέπει να εξαντλή κανείς όλα τα μέσα και μάλιστα κατά προτίμηση τα πρακτικώτερα
Από 'κει που θα σαρτάρη η ζούλα θα σαρτάρη και το ριφάκι
(1963)
Σαρτάρη = πηδήση
Μαζί μιλούμε gαι χώρια καταλαβαινούμεστα
(1963)
Λέγεται σε περίπτωση ασυνεννοησίας
Θα πάη ο κάθα κατεργάρης στο bάgο dου
(1963)
Δηλαδή θα αποκατασταθή η τάξη
Πήρ' ο στραβός κατήφορο
(1963)
Λέγεται όταν κάποιος έχη πάρει τον κακό δρόμο
Έτσι τάφερ' η κατάρα
(1963)
Λέγεται για κάτι απροσδόκητο, απίθανο
Είντα σου μαερεύγει το τσικάλι σου
(1928)
Τι σου μέλλει
Είdα με κόφτ' εμένα 'ια του βασιλιά το βιός;
(1963)
Δηλαδή αδιαφορώ για κάθε ξένο, όταν έχω να αντιμετωπίσω δικά μου
Αντίς να σέτ' ο άδαρος, σέται το σομάρι
(1925)
Σαμάρι. Αντίς να σε μαλώνω ω με μαλώνεις εσύ. Σομάρι = σαμάρι
Επά είναι μάλι που δεν τόχουν κι άλλοι
(1928)
Μάλι = πολύ πράμα
Σώνει με, να χαρής τον άdρα σου
(1963)
Το προζύμι δεν κάνει να ζυμώνεται πολύ
Κερασμαθιά και σφοdυλιά αλησμονιά δεν έχει
(1963)
Δηλαδή το καλό και το κακό, που θα μας κάμουν, δεν λησμονιέται
Αλλού ο παπάς κι' αλλού τα ράσα dου
(1963)
Λέγεται επί αταξίας, ακαταστασίας
Βάρτε το Θεό στη μέση
(1931)
Συμβιβάσετε
Έχει ο καιρός γυρίσματα κι΄ο μήνας εβδομάδες
(1963)
Ερμηνεία: Δηλαδή κάποτε θαλλάξη η κατάσταση. Λέγεται και σαν παρηγοριά και σαν ελαφρά απειλή
Κάλλια φυλλαδόφυλλα, παρά τυραθότυρα
(1963)
Συνοδεύεται από κείμενο...
Η καλημέρα 'ναι του Θεού
(1963)
Ερμηνεία: Δηλαδή Σε όλους τους ανθρώπους πρέπει να λέμε καλημέρα, ακόμα και στους εχθρούς μας
Όποιος bορεί να ζή στη 'ής και θάλασσα 'υρέβγει, ο διάολος του κώλου dου κουκκιά του μαερέβγει
(1930)
Ής = Γής. Το λένε για κείνους που ζητάνε κάτι να κάνουνε ανώτερο από τη δυναμή τους
Όdε 'σώdαν η αχλάδα, όσ' ελάχαν όλοι εφάα
(1963)
Δηλαδή όποιος τύχη στην ώρα της διανομής ενός πράγματος, παίρνει μερίδιο, ύστερα είναι αργά πια
Είπα, ξέπα, χέζω τη bαρόλα μου
(1963)
Λέγεται όταν αναιρή κανείς την υπόσχεσή του, χωρίς να ντρέπεται γι' αυτό. Το λέει ο ίδιος, που αναιρεί, ή και αλλος
Ο παπάς μας ο καλός μοναχός κυλά τ΄αβγό
(1963)
Ερμηνεία: Λέγεται ειρωνικά για άνθρωπο, που εμφανίζεται ως ικανός, ενώ δεν είναι και τόσο
Σάββατον αμαέρευτο, bοbή τσης εβδομάδας
(1963)
Δηλαδή το Σαββατόβραδο πρέπει να παρασκευασθή φαγητό στο σπίτι. Τα Σαββατόβραδα ερχότανε οι γεωργοί και οι ποιμένες από τις μακρυνές εξοχές κι έπρεπε να βρουν μαγειρεμένο φαγητό να φάνε
Εμάτο σακκί σε υλίζει
(1963)
Ο καλοφαγωμένος και τεμπέλης μαζί μπορεί να το πη ή να το πουνε άλλοι γι' αυτον
Πρασόφυλλο, πρασόφυλλο...
(1963)
Βγάρ' τη σκούφια σου, βάρι μου ή βγάρ' το μαντήλι σου βάρι μου
(1928)
Όταν υβρίζεη η μία την άλλη, το λέει η τελευταία. Δηλαδή εάν έχεις περισσότερες βρισιές να σου πω. Αν είμαι για άτιμη, εσύ είσαι πιο άτιμη από μένα.
Αν είναι ρόδο ν' αθίση θέλει, κι αν είναι gαστρωμένη να ενήση θέλει
(1928)
Επί της αμφιβολίας
Βρέχει, βρέχει και χιονίζει κι ο παπάς χερομυλίζει
(1928)
Όταν βρέχη λένε τα παιδιά