Αναζήτηση
Αποτελέσματα 1501-1600 από 2765
Τράβα τον αραbά σου
(1931)
Τράβα το δρόμο σου. Όταν είναι θυμωμένος κανένας και του μιλεί ένας άλλος και θέλει να τον διώξη
Από ρόδο βγαίνει αγκάθι κι' απ' αγκάθι βγαίνει ρόδο
(1930)
Επί των ανομοίων γονιών και παιδιών
Το αίμα μο ίνην όβιο
(1931)
Εσκύλεψα, θύμωσα πάρα πολύ, έγινα σκύλλος σωστός
Παροιμία
(1963)
Άπιαστος κλέφτης, καθάριος νοικοκύρης, (ή ουρανός)
(1963)
Λέγεται, όταν μια κακή μας πράξη δεν αποκαλυφθή
Του θεριστή 'βγεν τόνομα κι άρα θερίσει κι άρα μην το σώσει
(1928)
Η παροιμία λέγεται επί της φήμης
Έμη κλέφτης, έμη δυνάμεος
(1928)
Δεν φτάνει που είσαι κλέφτης, μόνο ζητάς και ρέστα, το διαψεύδεις και θέλεις να ρίξης και ξύλο, να καταμυνήσης πως σε συκοφάντησαν
Εκείνος που θα με 'ελάσ' εμένα 'ν αέννητος ακόμα
(1963)
Λέγεται όταν θέλη κανείς να δείξη ότι έχει απόλυτη εμπιστοσύνη στην ευφυΐα του
Δώνει το 'εμάτο και παίρνει τ' αδειανό
(1963)
Λέγεται για συναλλαγή, που από αφέλεια αποβαίνει εις βάρος μας κι' όμως νομίζομε ότι πρός οφελός μας
Δικό του το μαχαίρι και ξένο το ψωμί
(1963)
Λέγεται, όταν κάνη κανείς το γενναιόδωρο με ξένα μέσα
Τό κρϊό τσ' ελεημοσύνης
(1925)
Τίποτε απολύτως. (Παρ. Φαοπιωμένος είμαι 'ώ, πού δέν πάει μές στό στόμα μού τό κρϊό τσ' ελεημοσύνης)
Που διαλέει και διαλέει, τη χαμένη bάρτη παίρνει
(1925)
Bάρτη = μερίδιο
Ο Θεός αγαπά το gλέφτη, μ' αγαπά και το νοικοκιούρη
(1963)
Λέγεται, όταν κάποιος, που κάνει κακό, τιμωρηθή και ικανοποιηθη ο αδικηθείς
Τα λόια 'ναι λόια, μα τα μακαρόνια τόχου dο φαΐ
(1963)
Δηλαδή οι πράξεις έχουν την αξία, όχι τα λόγια
Αρχέβγει αβγά και τελειώνει καλάθια.......
(1963)
Λέγεται για άνθρωπο,που δεν έχει ειρμό στο λόγο του.
Δεν ηξέρ' απόθε βγαίνει ο νήλιος
(1930)
Για τους αμαθείς, είναι αθώο, αγνό
Δεν ηξέρ' απόθε ξημερώνει
(1930)
Για τους αμαθείς, είναι αθώο, αγνό
Κάλλια που ξέρει παρά πόχει
(1928)
Ακριβός και το ξένο το λυπάται
(1963)
Λέγεται,όταν κάποιος προσέχη, οικονομά όχι μόνο τα δικά του αλλά και τα ξένα
Ο άdρας εί' bραματευτής και πάει κι' επά και πάει κι' εκεί
(1963)
Επά = εδώ
Ο Θεός ξημερώνει 'ιά όλο dο gόσμο
(1963)
Λέγεται σαν παρηγοριά σε άνθρωπο απελπισμένο, φτωχό κτλ.
Τσι καρυδιές πετροβολούνε, δε bετροβολούνε τσ' ασφεdαμιές
(1963)
Ασφεdαμιές = σφένδαμνους
Σα dο σκύλο, που δακά και δε 'αυλίζει...
(1963)
Λέγεται για όποιον σιωπηλά, χωρίς να απειλή, εκδικείται, κάνει κακό
Ριζικό μου δος και στη gοπρϊά με ρίξε
(1930)
Ριζικό = τύχη
Βγάρ' τη σκούφια σου βάρει μου
(1928)
Υβρίζωένα αφού εγώ έχω περσότερες βρισιές για να μου πει εκείνος, αντί όμως τίποτα άλλο μου λέει τη φράση αυτή “Βγάρ τη σκούφια σου βάρει μι”
Μηδ' (μητ', ούτ') ο λόος μου φελά μηδε τάσπρο μου περνά
(1963)
Δηλαδή δεν έχω καθόλου επιρροή
Μεγάλη bούκα (bουκιά ή σκατούλα) bουκώσου και μεγάλο λόο μη bης
(1963)
Δηλαδή δεν πρέπει να λέη κανείς ποτέ μεγάλα λόγια
Από σπίτι κι από καράβι δε λείπου dα λόια
(1963)
Δηλαδή η διένεξη οικείων ή συνεργατών είναι κάτι που συμβαίνει
Όdεν επάαινες εσύμ ήρχουμουν εω
(1963)
Λέγεται, όταν προσπαθούν να γελάσουν κάποιον, που είναι πεπειραμένος και δεν γελειέται
Εδιάηκα να 'ιάσω κι εξεπάιασα
(1963)
Λέγεται, όταν γυρνά κανείς από την εκκλησία το χειμώνα παγωμένος
Φέρε όνομα, να δης κορμί
(1963)
Λέγεται, όταν συμπέση να εμφανισθή κάποιος τη στιγμή που γίνεται συζήτηση γι αυτόν
Θα φιλήση τα νύχια dου
(1930)
Θα μετανοιώση
Θα σου βγάλω τα νύχια σου
(1930)
Θα εκδικηθώ
Σκίζεται με το νύχι
(1930)
Όταν είναι κανένας πολύ παχύς
Όποιος παρακαθίζ΄(ή παρακάθετ') ακούει τσι boβές του
(1963)
Ερμηνεία: Δηλαδή όποιος κρυφακούει, είναι ενδεχόμενο νακούση σχόλια και εις βάρος του, δεδομένου ότι ή είναι αναγωγος ή κρυφακούει, επειδή υποπτεύεται ότι είναι δυνατον κάτι να λέγεται εις βάρος του. Παρακαθίζ'= κρυφακούει, ...
Πλιότεροι 'ν' οι παραπονεζούμενοι παρά τσ' απαραπόνεφτοι
(1963)
Ερμηνεία: Δηλαδή οι δυσαρεστημένοι στη ζωή είναι οι περισσότεροι
Δεν είμαι φαάς, μα είμαι παραπονιάρης
(1963)
Ερμηνεία: Δηλαδή ο άνθρωπος ικανοποιείται περισσότερο από μία τιμητική εκδήλωση παρά που μια υλική προσφορά
Το αίμα νερό δε 'ίνεται κι' α' ενή δε bίνεται
(1963)
Δηλαδή, το συγγενή μας τον αγαπούμε και σε περίπτωση ακόμη που βρισκόμαστε σε διάσταση.
Στην ανεμοζάλη χορεύγει ο λύκος
(1963)
Δηλαδή σε ανώμαλη περίσταση κυριαρχουν οι επιτήδιοι
Στο 'ομάρι βάνεις, βάνεις και στη στράτα πορδοκλάνεις
(1963)
Ομάρι=δέμα κλαδιών
Που βαστά, καλά βαστά
(1963)
Είναι αντίστοιχη προς το : “Μακάριοι οι κατέχοντες”
Που 'εννηθή στη φυλακή, τση φυλακής θυμάται
(1963)
Λέγεται, όταν κάποιος δεν μπορή να συνηθίση μια νέα κατάσταση ζωής καλύτερη από προηγούμενη, που είχε ζήσει για πολύ καιρό
Πιδέξα 'έρο
(1925)
Έρο= γέρο
Είν' ο πόδας μου μέσ' στο λάκκο
(1931)
Είμαι γέρος πια, θα πεθάνω γρήγορα
Άμα 'χης δουλειά, δεν είναι φά' και κοιμήσου, μόνου 'ναι φά' και ξεκουbίσου
(1963)
Δηλαδή όταν έχη κανείς δουλειά, δεν πρέπει να ραχατεύη
Δουλειά δεν είχαμε gαί δουλειά 'υρεύγαμε
(1963)
Λέγεται, όταν δημιουργούμεν εργασίες ή ζητήματα, πού θά μπορούσαν και να λείπουν
Τά δόσα το χριστόν επαραδώσα
(1963)
Δηλαδή με τα χρήματα επιτυγχάνει κανείς τα πάντα, με τα χρήματα διαφθείρονται τα πάντα
Μήτε συ παπά στο Φώτα μήτε την στον αϊασμό
(1928)
Δεν θέλω ν'αρθώ μαζί σου, ας υποθέσωμε μα και γω δε σ' αφληνω να πας
Να κάτσωμε δεν είχαμε gαί να πέσωμεν εϋρεύγαμε
(1963)
Δηλαδή : ζητάμε πράγματα υπερβολικά, ενώ μας λείπουν τα στοιχειώδη
Η δουλειά δεν έχει dροπή
(1963)
Δηλαδή δεν πρέπει να ντρέπεται κανείς, οποιδήποτε εργασία κι' άν κάνη
Μάθια σφαλούν και μάθια 'νοίουνε
(1928)
Τώρα πεθαίνω γω πούμαι πλούσιος και αδελφός μου που ναι φτωχός με κληρονομά
Ο ένας ξίζει εκατό κι' οι εκατό δέ ξίζουν ένα
(1963)
Λέγεται, όταν κάποιος φανή ικανώτερος σέ μιά περίπτωση από άλλους
Ότι να μήν έχη ο διάολος δουλειά, σκοτώνει τα παιδιά dου
(1963)
Λέγονται, όταν δημιουργή κανείς απασχόληση, πού δεν ήτανε απαραίτητη, και καταλήγει να γίνεται ενοχλητική ή αφορμή γκρίνιας
Εφοβήθη bλιά το μάτι μου
(1930)
Φοβήθηκα, φοβερίστηκα
Επέτα κι εμένα το μάτι μου
(1928)
Όταν δούμε κανένα που έχομεν πολύν καιρό να τον δούμε κι' ας μην είναι και ξεινός, το λέμε. Μπορεί δε να μην πετούσε και το μάτι μας και το λέμε ψέμα. Μπορεί όμως και να πετούσε
Δε φεύγει απού μέσ' στα μάθια μου
(1928)
Δεν ξεχνώ. Όλο θαρρώ πως βλέπω
Τα μάθια σου τέσσερα
(1928)
Πρόσεχε, μην παραδεχτής ή τα μάθια σου δεκατέσσερα
Δεν επέρασεν α το μάτι μου
(1928)
Δεν είδα
Πιάνει το μάτι μου
(1928)
Έχω την ιδιότητα να ματιάζω
Όσο σηκώνει μια μυία στο φτερό τζη και πετά
(1928)
Όσο σηκώνει μια μυία στο φτερό τζη και πετά δεν ήπηρεν απού το σπίτι dωνε
Άσπρες μυίες (θωρεί)
(1928)
Έτσι λένε στ' αστεία και τα χιόνια
Πόχει τη μυία σκιάζεται
(1928)
Ερμηνεία: Επί των ενόχων
Πέ μου, μέ ποιό συναναστρέφεσαι, νά σού πώ ποιός είσαι
(1963)
Δηλαδή η ποιότης ενός ανθρώπου φαίνεται από τούς φίλους πού έχει
Σε μιά bερέττα δυό κεφαλές δε χωρούσι
(1963)
Δηλ. Δυό αφεντικά δε χωρούνε σ' ένα νοικοκυριό. Μπερέττα = είδος καπέλου ανδρικού πλεκτού από λευκό βαμβακερό υφάδι, σαν σκουφί
Μ' ένα σμπάρο δυό τρυόνια
(1963)
Με παρατάτε ήσυχο και βγάνετε τα μάθια σας
(1928)
Υδώ δεν έχει κακή σημασία
Τα μάθια δα χάσαμε γκαι τα φρύδια πάλι!
(1928)
Όταν έχη κάτι μεγάλο κανείς πάθη και του τύχη κάτι πιο ελαφρό
Ετουνού έχει κι ο κώλος του μάθια
(1928)
Είναι σα να βλέπη κι' από πίσω
Ήβγαλε τζη τα μάθια τζη
(1928)
Έχει άσχημη σημασία, την εξαπάτησε
Όλον απάνω μου ντό μάτι τζη
(1928)
Μου ζηλεύει
Το έξυπνο bουλί πιάνετ' α' τη μύτη
(1963)
Ερμηνεία: Λέγεται, όταν ένας έξυπνος πέση σε μεγάλο λάθος, σε παγίδα
Κάθα εις κι η έγνοια dου
(1963)
Ξημερώνει και βραδιάζει κι η ζωή μας δεν αλλάζει
(1963)
Είναι πρόσφατο κοτσάκι, που λέγεται πια και ως παροιμία
Που στέκει απόξω στο χορό, πολλά τραούδια ξέρει
(1963)
Ερμηνεία: Λέγεται, όταν κατακρίνωμε μια ενέργεια, που δεν ξέρομε τα βαθύτερα αίτια της
Το καλόν αραθάκι από μικρό του δείχνει
(1930)
Αντίστοιχη προς το: η καλή μέρα φαίνετ' απού το πρωΐ
Πότ' ο Ιάννης δε bορεί, πότ' ο κώλος του πονεί
(1930)
Για τους συχνά αδιαθετούντας
Όσο σηκώνει μια μυία στο φτερό τζη
(1930)
Θέλοντας να παραστήσωμε το απόλυτα τίποτε
Εμαρτύρησα το 'άλα που με πότισεν η μάννα μου, ώσπου να σώσω να ξεμπλέξω
(1928)
Ερμηνεία: Επαιδεύτηκα πολύ
Που ταχυνοφάην και μικροπαντρευτή ποτέ δε χάνει
(1928)
Ταχυνοτρώω = τρώω πρωΐ
Μια ζωή την έχομε
(1963)
Λέγεται και σαν παρηγοριά, σα συμβουλή καρτερίας, αλλά και σα δικαιολογία αμεριμνησίας