Αναζήτηση
Αποτελέσματα 1301-1400 από 2765
Χωρίς το θέλημα Θεού φύλλο δεdρού δε σέται
(1963)
Δηλαδή: τα πάντα τα έχει ρυθμίσει ο Θεός
Ό,τι δε θέλει κανείς, δε gάνει
(1963)
Λέγεται, όταν αρνιέσαι κάτι με την πρόφαση ότι δεν μπορής να το κάμης
Ήλυσεν ο άδαρος κι ήbε gι ήφαε τρία χορταράκια
(1963)
Υπονοείται σαρκική ομιλία ανδρογύνου
Ούτε στα μονά σε πιάνει κανείς μήτε στα ζυά
(1963)
Λέγεται για άνθρωπο, που δεν μπορείς να συννενοηθής μαζί του
Σα dη gάτω bέτρα του μύλου, πα dα χέρια dου
(1963)
Λέγεται, σαν φιλικό πείραγμα για άνθρωπο, που δεν αγαπά πολύ την εργασία, που είναι βραδύς κ.τ.λ.
Κάνεις το καλό και κολάζεσαι
(1963)
Ερμηνεία: Όταν απ' αφορμής ενός καλού, που κάνεις σε κάποιον και δε μένει ευχαριστημένος, αισθάνεσαι δυσανασχέτηση και μετανοής για το καλό, που έκαμες
Κι η πολλή gαλωσύνη ναι μισή gακομοιριά
(1963)
Δηλαδή ο πολύ καλός άνθρωπος φαίνεται κακομοίρης, είναι υποχωρητικός, συνεσταλμένος, δεν έχει ύφος και εγωϊσμό και έτσι γίνεται κακομοίρης
Η ούλα κάστρα πολεμά και χώρες διαομίζει
(1930)
Διαομίζει=διαγουμίζει, σκοριόν καταστρέφει. Η ούλα όταν είναι κανένας φαγάς λέμε τση ούλας τον ναι.
Αξανοίει να μου βάλη τα υαλιά
(1929)
Κοιτάζει να με γελάση
Το Θεό ήπιασεν α' τον αστράκλα
(1928)
Για αστείο αντί να πούμε: το Θεό ήπιασεν ά' το ποδάρι
Ύστερ' από τόσα χρόνια μ' ένα σμπάρο δυό τρυόνια
(1963)
Τρυόνια = τρυγόνια. Το δίστιχο αυτό το είπεν ένας πατέρας, που απέκτησε δίδυμα αρκετά χρόνια μετά το πρίν από αυτά παιδί του
Που πεινα ια ν' αρχοντίνη, μόνου η πείνα τ' απομείνει
(1928)
Όποιος πεινα για να πλουτίνη τ' απομείνει μόνον η πείνα, δεν είναι δυνατό να πλουτίνη μ΄ αυτον τον τρόπο
Το 'ουδί το 'ουδοχέρι και το gόπανο στο χέρι
(1963)
Λέγεται, όταν συνεχώς κάνη ή λέγη κανείς το ίδιο πράγμα.
Το σκεπασμένο τσουκάλι είναι πιο σίγουρ' από το ξίσκεπο
(1963)
Σίγουρος και σεγούρος (ιταλ.) ασφαλισμένος
Τον αρωτά η 'ούλα dου, είdα να φάη κι είdα να πιή
(1963)
Δηλαδή είναι άρχοντας.
Το πολύ περίσσο το χαλά το ίσο
(1963)
Λέγεται σε περίπτωση υπερβολής
Παροιμία
(1963)
Το παιδί, λε' είναι, σα dο σκυλάκι, ως το μάθης
(1963)
Δηλαδή το παιδί, όπως και το σκυλί, φέρεται, όπως το μάθης
Το πα είναι να μη ραΐση το 'υαλί...
(1963)
Λέγεται για αρρώστιες, που είναι χρόνιες, κυρίως της καρδιάς, των πνευμόνων, νευρασθένειες κ.τ.λ.
Τρεις στα Έννα, τρεις στα Φώτα κι' έξε στην Ανάσταση
(1963)
Γέννα (τα)=Χριστούγεννα
Των ακριβώ τα πράματα χαραμιτζήδες τάφαγα
(1963)
Τάφαγα=τα φάγανε
Τώρα 'δα μ' εgάστρωσες ....
(1963)
Ώστε νανεβοκατέβη το σπαθί, μεγάλα τέρμενα 'χει
(1963)
Δηλαδή υπάρχει ελπίδα ως την ύστατη στιγμή
Παστρικός ουρανός αστραπές δε φοβάται
(1928)
Ποτέ δεν είμαι σε δικαστήριο παημένος, είμ' ακρισογάλετος, και παστρικός ουρανός, λένε αστραπές δε φοβάται
Δε (ιδές) δα το σκύλλο στη σταχτή κι αμ' έλα μου στ' αλεύρι
(1931)
Το λεν όταν αρπάξη, όταν κλέβη κανένας τίποτα που δεν έχει αξία
Σου παίρνει το σάλι από το στόμα
(1930)
Δια τους άρπαγες, για τους ικανούς να σου ζητάνε κα να σε καταφέρνουνε με τα γλυκόλογα, με τις κλάψες, να τους δίνεις
Όπου πολλοί φτύσουνε, πηλός γίνεται
(1928)
Ερμηνεία: Επί της αλληλοβοηθείας
Σε πουλώ και σ' αοράζω
(1930)
Ένας που θεωρεί πολύ έξυπνο τον εαυτό του το λέει
Τον ίδιο λόο λέμε gαι δε γρικιόμεστα
(1931)
Εννοούμεθα
Ως που να σηκώση τονα dου ποδάρι, τρων οι σκύλλοι τ' άλλο
(1931)
Όταν είναι οκνός, βραδυκίνητος κανένας
Επά ιαλός κι εκεί ιαλός καί πού νά πέσω νά πνιώ
(1931)
Επά = εδώ. Ο φτωχός ως κι ά dά κάμη, έρημος είναι
Ζαβός φορεί τα ρούχα σου
(1932)
Ερμηνεία: Είσαι ζαβός
Τον παπά και το άδαρο, με συμπαθιο σας κώλα, τονε ρδινιάζουνε από βραδύς
(1925)
Συμπαθιο= μετά συγχωρήσεως, ρδινιάζουνε= ετοιμάζουνε
Παρασκεβγοπλυμένη μου και σαββατοστεγνώστρα
(1925)
Ερμηνεία: Αυτό το λένε για τις τεμπέλες, συνήθως εδώ πλένουνε αρχές της βδομάδας
Ια την ώρα καλά είμαστα γκ' η κοράκοι ψοφούνε
(1928)
Δεν ξέρω τι θα πη αυτό. Εγώ δεν το 'χω ακούσει Η μάνα μου το ξέρει, είναι παλαιό
Νάλειπες σύ, κάλλια πάαινα ώ
(1928)
Πιάνει το Θε' ἀ' το ποδάρι
(1928)
Πιάνει το Θεό απ΄το ποδάρι = δεν το παραδέχεται. Καμιά ώρα τση το λέω πως είναι παρακαρμίρα (πολύ ακριβή), μα πιάνει το Θε΄ ά' το ποδάρι
Ε! η μυία σ' έπιασε πάλι
(1928)
Σα λωλός πάλι κάνεις
Bόρα gαί τούτο και θα περάση
(1930)
Πολλοί ποdικοί τρώσι dό σακκί, μά ήbλεξεν ένας ο κακόμοιρος
(1963)
Δηλαδή: πολλοί κάνουν τό κακό, αλλά ένας τό πληρώνει
Και τα μεταξωτά βρακιά πιδέξοι κώλοι θέσι
(1963)
Ερμηνεία: Δηλ. Χρειάζεται επιδεξιότης για την χρησιμοποίηση ενός πράγματος, (ή πιδέξο gώλο, ή πιδέξα σκέλια, ή θένε)
Ω και κρίμας τα κουδούνια, να μη gρέμετ' ένα στο λαιμό σου!
(1963)
Ή ω και κρίμας τσι bούκες να μη gρέμεται μια στο λαιμό σου!
Στου κουφού τη bόρτα, όσο θέλης βρόdα
(1963)
Λέγεται στον ανυπάκοο, στον αδιάφορο, στον αμετάπειστο
Ο παθός είναι μαθός
(1963)
Ερμηνεία: Δηλαδή όποιος πάθη αποκτά πείρα
Άλλα 'ν' τα μάθια του λαού κι άλλα 'ν' τζή κουκουμάβλας κι άλλα 'ν' του εροντόμουλου κι άλλα 'ναι τσ' αελάδας
(1925)
Κουκουμάβλα = κουκουβάγια
Αμπασαδούρου κεφαλή ποτέ κομμό δεν έχει
(1925)
Αμπασαδούρου=ο άνθρωπος που μας κάνει τη μικροδουλειά
Άλλοι κάνουν κι' άλλοι βρίσκουνε
(1925)
Άλλοι κάνουν κι' άλλοι βρίσκουνε
Σε άμο και σε ταξίδι ούτε λάδι ούτε ξείδι
(1925)
Άμο = γάμο
Όλο dου αbανά κουβεδιάζεις
(1928)
Του αbανά = Του κακού, στου αγέρα
Το αίμα νερό δε ίνεται κι α ενεί δεν πίνεται
(1928)
Είναι δύο συγγενείς μαλωμένοι κι ο ένας ακούει να υβρίζουνε τον άλλο και δεν το δέχεται παρά μπορεί πάνω σ αυτό να κάμη καυγά να υβρίση κι εκείνος. Τότε λέγεται η παροιμία.
Απού τον όρθρον ήβγαινα και λειτρονιά μο πάντα
(1928)
Επί της επαναλήψεως η παροιμία. Πάντα = απαντούσα
Άνθρωπος από ενιά και σκύλλος από μάντρα
(1928)
Ενιά = γενιά
Αιά Βαρβάρα έννησε gι' η Στελιανή το 'δέχτη gι' Άης Νικόλας τόκουσε gαι πα να το βαφτίση
(1930)
Το λέμε για τις τρείς αυτές γιορτές πούναι κοντά
Εώ σ' έπιασα 'τα dριαdάφυλλο κι' εσύ ήσουν αgάθι κι' εgιλωσές με
(1930)
Για τους ανθρώπους που αλλιώς τους νομίζαμε κι΄αλλιώς τους βρήκαμε
Αθιβόλι 'ναι τ' αφτί σου
(1931)
Ακούς πολύ. Είναι σαν αχνάρι (αθιβόλι) που δε γελιέται ν΄ακούση ούτε πιο πολύ,παρά ακριβώς ότι ειπωθή.
Δεν έχει ο Μάης Σάββατα κι Άουστος Κυριακάδες
(1963)
Συνοδεύεται από κείμενο...
Τση Παρασκευγής τα 'έλοια του Σαββάτου μοιρολόια (ή κλάματα)
(1963)
Ερμηνεία: Λέγεται, όταν γελάμε πολύ την Παρασκευή
Μάθημα ξεμάθημα δυό καλά μαθήματα
(1963)
Συνοδεύεται από κείμενο...
Ο λεύτερος προξενητής για λόου dου 'υρεύγει (ή: d' αξανοίει)
(1963)
Dου = για τον ευατό του
Παρηοριά στον άρρωστο, ώσπου να βγη η ψυχή dου
(1963)
Λέγεται σε μάταιη παρηγοριά
Επά πλερώνουdαιν όλα
(1963)
Επά = εδώ
Πρωτογιούλης
(1963)
Έλα, μα ο σκύλος άμα (αφού) μααριστή...
(1963)
Λέγεται κυριολεκτικώς για το σκύλο, όταν συνηθίση να σκοτώνη ζώα στο κοπάδι να τα τρώη, και μεταφορικώς Λέγεται για κάθε κακή αρχή
Όποιος σουλατσάρει σουλατσάρει το νεαυτό dου
(1963)
Δηλαδή όποιος κοροϊδεύει άλλον, ουσιαστικά κοροϊδεύει τον εαυτό του, γιατό δείχνει ότι είναι άνθρωπος ταπεινός ο ίδιος, αναγωγος, ανόητος, επομένως άξιος κοροϊδείας
Τη σούβλη τη λένε ζεστασά
(1963)
Δηλαδή για να πετύχη κάτι πρέπει να γίνεται εγκαιρως, αμέσως όταν δοθή η ευκαιρία
Ο ποdικός στη θάλασσα 'κατούρησε, βοήθεια το gι εκείνο
(1963)
Δηλαδή και το ελάχιστο είναι άξιο υπολογισμού
Προς τα να κλαί' η μάνα μου, ας κλαί' η εδικιά σου
(1963)
Δηλαδή προκειμένου να μου κάμης εσύ κακό, προφταίνω και σου το κάνω εγώ
Πως να τα πάμε. Κουτσά τυφλά περάσαμε γκι' εμείς
(1928)
Κουτσά στραβά το ίδιο με το κούτσα τύφλα
Του καπετάνιου το παιδί θ' αποκαπετανέψη
(1928)
Αυτό το λέει ο ένας σ' έναν άλλα να δη αν είναι ικανός κι ο δεύτερος να το πή. Είναι όμως δύσκολο πέστε το τρείς τέσσερες φορές κια αντί να πή αποκαπετανέψη καταντά με την επανάληψη να γίνει πουτανέψη
Κουκουλοσίταρο τόκαμα
(1928)
Κουκουλοσίταρο = καλομπόκι
Λέει το η καρδιά dου
(1928)
Ερμηνεία: Είναι παλληκάρι
Το σκόρδο ρεμεστέλο κάνει κι' εαυτός
(1928)
Τον καλό; Ή προσπαθούσε να παρουσιάση το σκόρδο κάτι καλύτερο. Ίσως το ρεμεστέλο να 'ναι τίποτα όμορφο. Το άκουσα μόνο από τη γιαγία μου που έχει πεθάνει
Τη χοιριά κάνεις λουκούμι
(1928)
Τα παραστήνεις τόσα όμορφα που και οι ακαθαρσίες του χοίρου μπορείς να μας κάμης να πιστέψουμε πως είναι λουκούμια
Βάλε και το χέρι σου στην γκαρδιά σου
(1928)
Λυπήσου
Η καρδιά μου μου λέει
(1930)
Προνοώ
Όλος ο κόσμος είναι κερατάς
(1928)
Αυτό έχομε ένα γείτονα όπου το δημιούργησε, είναι βλάκας και δε μιλεί και καθαρά, γιαυτό το λέει, όλοι ο κόσμος είναι κερατάς και σχεδόν έτσι το λένε όλοι, έμεινε πια ως παροιμία μες στο χωριό και μάλιστα τη μεταχειρίζεται ...
Μήτ' ο λόος μου φελά μήτε τ' άσπρο μου περνά
(1925)
Φελά = είναι καλός
Μπήει ο κλέφτης τσι φωνές να φύη ο νοικοκιούρης
(1925)
Μπήει = βάζει
Το κάλλιον κάλλιον είναι
(1928)
Ερμηνεία: Το καλύτερον είναι πάντα το καλύτερο