Αναζήτηση
Αποτελέσματα 1201-1300 από 2765
Δυό κεφαλές σε μιά σκούφκια δε χωρούνε
(1963)
Δηλ. Δυό αφεντικά δε χωρούνε σ' ένα νοικοκυριό
Δεν έχει bαρότση
(1963)
Να 'δα 'κείνη bου τσ' ήφαεν η σκύλα το παιδί τζη
(1963)
Λέγεται για εκδίκηση, που θεωρείται αυστηρή, ενώ είναι ασήμαντη. σκύλα( ή : η σκρόφα)
Όποιος μάθη γδυμνός dρέπεται dυμένος
(1963)
Δηλαδή όταν συνηθίση κανείς σε μια κατάσταση, δύσκολα προσαρμόζεται σε μια καλύτερη
Μαθημένα 'ναι τα βουνα τα χιόνια
(1963)
Δηλαδή όταν κανείς υφίσταται συχνα ταλαιπωρίες ή στεναχώριες και πόνους, σιγά σιγά εξοικειώνεται
Ο Θεός να σε βλέπ' ά' την άδικην ώρα
(1963)
Άδικη ώρα = τυχαίο κακό
Ως πόχει το μάτι μου νερό
(1928)
Όσο ζω, σε όλη μου τη ζωή
Θα βουλώσω τα μάθια μου
(1928)
Θ' αποφασίσω να τον πάρω
Φωθιά εί΄ ντο μάτι ντου
(1928)
Βλέπει πολύ, δε γελιέται
Στο μάτι μ' έβαλε
(1928)
Λέει για μένα, μ' έβαλε στόχο και με θέλει
Άη Νικόλα, βοήθα με – Λέει, κούνιε κι΄εσύ τα χέρια σου
(1963)
Ή Άη μου Νικόλα, ή τα χεράκια
Ακριβός στη στάχτη και φτενός στ' αλεύρι
(1963)
Ακριβός = ανοιχτοχέρης, φτενός = φθηνός
Σάν αφέdης στό φαϊ και σά σκύλος στή δουλειά
(1963)
Δηλαδή πρέπει να τρώη κανείς άνετα, σάν αφέντης, και να εργάζεται με ένταση
Η γλώσσα κόκκαλα δεν έχει και κόκκαλα τσακίζει
(1963)
Δηλαδή η κακή γλώσσα μπορεί να γίνη αφορμή καταστροφής
Το 'οργό και χάρην έχει
(1963)
Δηλαδή η ταχεία ενέργεια είναι ασφαλής.
Ακριβοπούλιε και σωστοζύαζε (ή σωστοζύαζε κι ακριβοπούλιε)
(1963)
Λέγεται κυριολεκτικώς
Πόχει αbέλια βάνει αργάτες και καράβια καλαφάτες
(1963)
Δηλαδή : ο καθένας πρέπει να φροντίζη τις δουλειές του και να μη ζητά βοήθεια άλλων
Έρημος είν' ο ζευγάς, έρημο τ' αλώνι dου
(1963)
Δηλαδή ο ανίκανος άνθρωπος δεν επιτυγχάνει
Ν' ανεμένης α' τη bείνα μερέdι
(1963)
Λέγεται, όταν ζητά κανείς την ενίσχυση ενός περισσότερο στερημένου από αυτον
Στή bλύση βγαίνουν οι λαδιές
(1963)
Δηλαδή η αλήθεια, η αθωότης, τό δίκαιον αποδεικνύονται ύστερα από έρευνα
Ο Θεός να σε φυλάη από σπανόν άdρα κι από μαλλιαρή 'υναίκα
(1963)
Δηλαδή είναι κακοί
Τ' αμουρόυζου μου ο σκύλος αμουρόυζος μου gι' εκείνος
(1963)
Δηλαδή οι πάντες και τα πάντα τα σχετικά με πρόσωπο αγαπητό μας είναι αγαπητά
Ευκή ονιού αόραζε και στα βουνά πορπάθιε
(1963)
Ερμηνεία: Όταν έχης την ευχή των γονιών σου, δεν φαβάσαι τίποτε
Κάθα είς στο σπίτι dου κι' ο Θεός σε όλα
(1963)
Είναι σαν ευχή. Λέγεται σαν χαιρετισμός την ώρα, που χωρίζουν οι άνθρωποι για να πάνε σπίτι τους
Και το ζόρι ο θεός τόπεψε
(1963)
Λέγεται παρηγορητικά σε περίπτωση κόπου, δυσκολίας κ.τ.λ.
Μη με καλοζυμώνης, να χαρής τον άdρα σου
(1963)
Το προζύμι δεν κάνει να ζυμώνεται πολύ
Μες στα τόσα dαβαdούρια είχαμε gαι 'εννητούρια
(1963)
Λέγεται για κάτι απροσδόκητο σε ώρα σημαντικής απασχολήσεως ή φασαρίας
Μη κακό αdίς κακό
(1963)
Δηλαδή δεν πρέπει να είμεθα εκδικητικοί
Μήτε η σούβλα να καή μήτε το κεbάπι
(1963)
Ερμηνεία: Τίποτε δεν πρέπι να φθάνη στην υπερβολή
Άλλα dων αλλώ, bάρbα Νικολό
(1963)
Λέγεται όταν προσπαθή κάποιος να στρέψη αλλού τη συζήτηση, επειδή δεν τον συμφέρει, ακόμα, όταν δεν καταλαβαίνη κανείς το νόημα της συζητήσεως ή όταν είναι κουφός και δίνη απαντήσεις άσχετες
Άλλος κάνει κι' άλλος ξεκάνει
(1963)
Π.χ. Εδούλευγεν αφέdης μου κι' ήκανε bεριουσία και τη bουλούμε dώρα 'μεις για 'να gομμάτι ψωμί. Άλλος κάνει, λέει.... αφέdης = ο πατέρας, bεριουσία = κτήματα, 'να = ένα
Άλλοι σπέρνου gαί θερίζου gι' άλλοι τρω gαί μακαρίζου
(1963)
Λέγεται σε περίπτωση καρπώσεως ξένου μόχθου
Πώς θεωράς τον αdικρυνό σου; λέει, σα dο νεαυτό μου
(1963)
Δηλαδή, υπολάμβανομε τους ανθρώπους καλούς τίμιους, όπως καθένας μας θεωρεί τον εαυτό του
Πέ του το τ' ανυπόληφτου, πέ του το να το ξέρη
(1963)
Δηλαδή, πρέπει να είσαι ευθαρσής προς τον αναιδή, τον ψεύτη, τον παλιάνθρωπο
Αλίμονος στον αμαρτωλό κι' όπου μαζί dου bλέξη
(1963)
Δηλ. Ο αμαρτωλός τιμωρείται και μαζί του, όσοι τον συναναστρέφονται
Άdρες! Για ψωμί και 'ια πατάτες
(1963)
Λέγεται ειρωνικά για τους ανίκανους να φέρουν εις πέρας μία εργασία. Δηλαδή είναι μόνο για να τρώνε
Δός κι' εμέ και του παιδιού μου κι' άdρας μου στη bόρτα στέκει
(1963)
Λέγεται, όταν έρθουν ή περιμένουν πολλοί από το ίδιο σπίτι να τους δώσουν κάτι
Δός μου, κερά, τον άdρα σου και πάρ' εσύ το gούτσουρα
(1963)
gούτσουρα = το κούτσουρο. Λέγεται, όταν ζητούν κάτι και ή δεν μας προσφέρουν τίποτα ή εκείνο που μας προσφέρουν, είναι ασήμαντο
Ότι ναπεθάνω 'ω με το συναχι, τύφλα ναχη η χολέρα
(1963)
Ή η πανούκλα
Σκόλη, σκόλη, σκόλαρος, εφάνηκε gι' ο κώλαρος
(1963)
Εφάνηκε gι' ο κώλαρος ή εφάνηκεν ο κώλαρος. Λέγεται για τις τεμπέλες, που με την πρόφαση και της πιο ασήμαντης γιορτήςδεν δουλεύουν, Επίσης λέγεται κι όταν συμπέσουν πολλές γιορτές
Δεν ήξερεις να μιλής, δεν ήξερεθς να σωπαίνης;
(1963)
Δηλαδή όταν δεν ξέρη κανείς, τιλέει, πρέπει να μιλή
Ακάλεστος (ή απροσκάλεστος) γάδαρος στο ' είdα θέλει;
(1963)
Λέγεται σαν παράπονο από άνθρωπο, που δεν έχει προσκληθή σε γάμο σε εορτή, σε διασκέδαση κτλ.
Ανέθρεψε το bodικό να φάη το σακκί σου
(1963)
Λέγεται, όταν προστατεύης κάποιον και στο τέλος αυτός σου κάμη κακό
Όλα dου 'άμου δύσκολα κι η νύφη gαστρωμένη
(1963)
Λέγεται, όταν δυσκολίες, εμπόδια έρχονται το ένα επάνω στο άλλο κατά τη διεξαγωγή μιας εργασίας
Α δε bληθύνη το κακό, δε gόβγεται
(1963)
Δηλαδή όταν φθάση κάτι στο απροχώρητο, λαμβάνονται μέτρα
Ό,τι θωρείς και κάνουσι gάνε, και σκόλες μη gαταδικάζης
(1963)
Σκόλες = γιορτές
Ό,τι κάμης θα σου κάμουσι gι' ένα παραπάνω
(1963)
Δηλαδή ότι κακό κάμης θα σου ανταποδοθή και μάλιστα περισσότερο από όσο έκαμες
Το κακό μαθητεύγεται
(1963)
Δηλαδή η κακή είδηση γίνεται γνωστή
Τώρα 'δα μ' εgάστρωσες κι ήτο gαι θηλυκαρσένικο
(1963)
Λέγεται, όταν μας ζητούν κάτι σχεδόν αδύνατο
Η βροχή, λέει, κι' 'έννα 'ν' ανερίφνητη
(1963)
Δηλαδή, η βροχή και ο τοκετός έρχονται ξαφνικά, δεν είναι δυνατό να προσδιορισθή ακριβώς ή ώρα των
Κώλος κλασμένος, γιατρός χεσμένος
(1963)
Δηλαδή όταν κάνη κανείς τη δουλειά αυτή, δεν έχει ανάγκη από γιατρό
Α δε gουτουράρης, δε gαβατζάρεις
(1963)
Gουτουράρης = διακινδυνεύω, αποτολμώ, gαβατζάρεις = δεν τα βγάζεις πέρα
Να δα η κουκουμάβλα
(1963)
Λέγεται όταν νομίζωμε, πως ένα πράγμα δικό μας είναι το καλύτερο, όταν νομίζωμε, ότι αλλάζοντας τόπο αποβάλλομε τα ελαττώματά μας και όταν αποκαλύπτεται η ηλικία μας
Όποιος καή στην αλευρϊά, φυσά και το ξύαλα
(1963)
Ερμηνεία: Εκείνον που δεν έχει καημούς
Ο κακός κακά φρονεί
(1963)
Ερμηνεία: Ο κακός άνθρωπος διαλογίζεται πάντοτε το κακό
Ια κομμάτι σκατό τη σκρόφα κερά μη dη bης
(1963)
Δηλαδή για ασήμαντη παροχή, μην επαινής, μη γίνεσαι δουλικός, κόλακας
Τόσο ξέρεις και τόσο λες
(1963)
Λέγεται όταν υποστηρίζη κανείς μια άποψη, χωρίς να είναι ενήμερος
Ο γάτης είναι πάστρα του σπιθιού
(1963)
Λέγεται, επειδή η γάτα κυνηγάει τα ποντίκια, γι αυτό και πρέπει να υπάρχει σε όλα τα σπίτια
Ο κάτης για το ψάρ' επούλησε d' αbέλι dου
(1963)
Χαρακτηρίζει την αγάπη της γάτας για τα ψάρια
Η μιά gουβέdα φέρνει την άλλη
(1963)
Λέγεται όταν συνομιλούν και διαρκώς επεκτείνονται σε θέματα που συνδέονται το ένα με το άλλο
Με το ζόρι παdρειά δεν 'ίνεται ποτέ
(1963)
Λέγεται, όταν πιέζουν κάποιον να κάμη κάτι, που δεν θέλει
Ο νούς είναι κοdά στη γνώση
(1963)
Δηλαδή είναι αυτονόητο.
Κάλλιο στο μάλι μου, πάρα στο κεφάλι μου
(1931)
Κάλλιο ζημιά, παρά αρρώστια, παρά θάνατος
Παρασκευγή στον άdρα μου και Τρίτη στα παιδιά μου
(1963)
Ερμηνεία: Δηλαδή την Τρίτη και την Παρασκευή πρέπει να είναι κανείς κοντά στους δικούς του, επειδή αυτές οι μέρες θεωρούνται δυσοίωνες
Οde σ΄επαρακαλούσα μην εΐνουσου χαδούσα
(1963)
Ερμηνεία: Λέγεται σε άνθρωπο, που μετανοεί, επειδή έχασε μια ευκαιρία, που του προσεφέρθη
Η πολυσπορά νικά την αστοχιά
(1963)
Αστοχιά = αφορία
Σε εκατό πόρτες, πενήdα φελιά
(1963)
Φελιά = φέτες ψωμί
Με τσι πορδές δε βάφουdαι d' αβγά
(1963)
Δηλαδή με τα ψέματα, με πενιχρά μέσα, δεν μπορεί να γίνη μια καλή δουλειά
Ή του ύψους ή του βάθους
(1963)
Λέγεται όπως και η προηγούμενη
Ζόρι ζορινά Χριστός ανέστη
(1963)
Λέγεται σαν διαμαρτυρία προς κάποιον, που επιμένει πολύ. Π.χ.Αφού δεν bεινώ, ζόρι ζορινά θα με βάλης να φάω; Αφού δε θέλει, μη dηνε β¨άιζης να το κάμη. Ζόρι ζορινά Χριστός ανέστη!
Απού τον όρθον ήβγαινα και λειτρουιά μο' 'πάdα
(1963)
Λέγεται όταν ξεφεύγοντας από μια περιπλοκή, μια αγγαρεία, πέφτωμε επάνω σε άλλη χειρότερη
Άουστε μου, τριπλοχέστη, νάσουν dρείς βολές τον χρόνο
(1963)
Επειδή έχει πολλά φρούτα ο Αύγουστος
Αουστάκις ο διπλοχεστάκις
(1963)
Δηλαδή, ο Αύγουστος είναι μήνας με πολλά γρούτα, χορταστικός και επομένως φέρνει εντερικές ανωμαλίες
Πεdε μέρες βρέχει ο Θιός κι έξε το σκατόσπιτο
(1963)
Λέγεται όταν στάξη η στέγη. Σκατόσπιτο = παλιόσπιτο, σπίτι που είναι σαραβαλιασμένο
Α σ' αρέση, bάρbα Λάμbρο ξαναπέρν' απού την Άdρο
(1963)
Λέγεται ύστερα από μιαν αποτυχία ή τιμωρία
Σήμερα πισίνι κι' αύριο βερεσέ
(1963)
Πισίνι = τοις μετρητοίς. Λέγεται, όταν διαρκώς αναβάλλεται κάτι, πού, ενώ πρέπει καί θέλεις νά τό κάμης, τό απωθής
Κάπου μέδες, κάπου σέδα
(1963)
Λέγεται επί λησμοσύνης. Π.χ. “Άλλοτες είμεστα φιλενάδες εδά, που λέ' ο λόος. Τώρα! Κάπου μέδες, κάπου σέδα”.
Ο άdρας είναι πραματευτής
(1963)
Δηλαδή υπερέχει ο άντρας και κυρίως στο ζήτημα της εκλογής συζύζου, έχει δηλ. Ελευθερία. Π.χ. “Η 'υναίκα πρέπει να βαστά τη θέση τζη, μα ο άdρας, σου λένε είν' αοραστής. Όποια θέλη εκείνος πάει και παίρνει”
Οι άdρες είναι bάσταρδοι, σα dα μουλάρια
(1963)
Δηλαδή είναι αδιάφορος, δεν λυπάται
Α σ' αρέση, Χαλαλάμbρο ξαναπέρασ' α' την Άdρο
(1963)
Λέγεται ύστερα από μιαν αποτυχία ή τιμωρία
Κάλλια ρούχα παρά ρούφα
(1963)
Δηλαδή καλύτερα είναι να εξοδεύης όλα σου τα εισοδήματα σε ρουχισμό παρά σε τροφή
Περνά και φεύγει η ζωή, σα dο νερό μες στσ' αωοί
(1963)
Είναι πρόσφατα κοτσάκια, που λέγονται πια και ως παροιμίες
Όποιος δε θέλει να ζυμώση, πέdε μέραις κοσκινίζει
(1963)
Δηλαδή, όταν δεν θέμε να κάμωμε κάτι, βρίσκομε διαρκώς προφάσεις
Η κάθα μέρα ξημερώνει με το φακουφέτι τζη
(1963)
Φακουφέτι = την έκτατη, την απρόοπτη, την εκτός προγράμματος εργασία. Από το facio ;