Αναζήτηση
Αποτελέσματα 1101-1200 από 2765
Μέσ' στα νύχια μ' ακλουθά
(1930)
Έρχεται κοντά μου. Δεν πάω πολύ πιό εμπρός. Με παρακολουθεί. Μ' αγαπά κι έρχεται πάντα εκεί που 'μαι
Α δε βρέξης κώλο, ψάρι δεν dρως
(1963)
Δηλαδή, αν δεν κοπιάση κανείς, δεν απολαμβάνει
Δε δα (ιδές δα) το σκύλο στη στάχτη κι αμ' έλα μου στ' αλεύρι
(1930)
Παροιμία που λέγεται για τους ανθρώπους που κατραδέχονται να ζητάνε ή να κλέφτουν παραμικρά, τιποτένια πράματα
Το παχύ με τ' αχαμνό να παχύνου gαι τα δυό
(1930)
Συνοδεύεται από κείμενο...
Από που βαστά η σκούφια dου;
(1930)
Από ποιό τόπο είναι; Από ποιά οικογένεια κατάγεται;
Όποιο νερό μέ πνίξη, θάλασσα λοάται
(1930)
Λοάται = λογίζεται
Ήgιξε dο μαχαίρι στο κόκκαλο
(1963)
Δηλαδή το πράγμα στο απροχώρητο
Σημάδια χωργιανένα, μου ίνουνται, 'υναίκα!
(1925)
Συνοδεύεται από κείμενο...
Πιάσ' να πιης!
(1928)
Δηλαδή, ούτε λόγος μπορεί να γίνη γι' αυτή τη δουλειά
Δε ντα βγάνω σε κεφάλι
(1928)
Δεν αντεπεξέρχομαι
Ο κλέφτης το εβέdισμα 'ια παναΰρι τόχει
(1963)
Λέγεται, για άνθρωπο, που δεν θίγεται για πράξεις του άξιες μομφής
Χίλια λόια κι έναν άσπρο κι εκείνο κρίμας είναι
(1963)
Λέγεται, όταν ενδιαφερώμεθα δήθεν για το συμφέρον ενός άλλου, ενώ αποβλλέπομε στο δικό μας
Κάνεις το λοαριασμό χωρίς το dαβερνιάρη
(1963)
Λέγεται, όταν υπολογίζης κάτι χωρίς να λαμβάνης υπ' όψη όλους τους παράγοντες γνωστούς ή απροόπτους
Καλά 'dα λόια σου, μα βρωμού dα χνώτα σου
(1963)
Λέγεται, όταν μας κάνουν μια υπόδειξη ορθή αλλά δύσκολα πραγματοποιήσιμη
Που δε ξοδιάση, δε σοδειάζει
(1930)
Λΐα σου λέω, μα πολλά κατάλαβε
(1963)
Λΐα = λίγα
Ο λωλός με τόνειρό dου ήβλεπε dο ριζικό dου
(1963)
Λέγεται, όταν κάποιος κάνη αισιόδοξα, αλλά ανώτερα των δυνάμεών του σχέδια για το μέλλον του
Όνομα και μη χωριό
(1963)
Λέγεται, όταν σχολιάζοντας μια πράξη, μια απρέπεια ενός προσώπου, αποφεύγωμε να αποκαλύψωμε το όνομά του
Άλλος κάνει κι' άλλος βρίσκει
(1963)
Η Άλλοι κάνουν gι' άλλοι βρίσκουσι. Λέγεται όταν φορτώνουν την ευθύνη σε κάποιον ανεύθυνο
Εκάην εδά το πάπλωμα, μα κι΄οι ψύλλοι, οι διαόλοι τσ' επήρανε
(1963)
Συνοδεύεται από κείμενο...
Η δουλειά κάνει τα φύλλα και η κοπρϊά σταφύλια
(1963)
Δηλαδή χρειάζεται δουλειά και κοπρϊά γιά να αποδόση η γή
Τη δουλειά πόχεις να τή gάμης αύριο, ά bορής, κάμε την απόψε
(1963)
Δηλαδή όσο εγκαίρως μπορείς, να κάνης τή δουλειά σου
Το dριμύ ξείδι σπά τ' αγειό dου
(1963)
Λέγεται για τον ευερέθιστο, τον πεισματάρη.Αγειό = το δοχείο που το περιέχει
Δυό κεφαλές σε μιά περεττίνα δε χωρούνε
(1963)
Δηλ. Δυό αφεντικά δε χωρούνε σ' ένα νοικοκυριό. Μπερέττα = είδος καπέλου ανδρικού πλεκτού από λευκό βαμβακερό υφάδι, σαν σκουφί
Κι οι δυό πέτρες το βγάνου d' αλεύρι
(1963)
Δηλ. Σε μια οικογένεια πρέπει όλοι νσ βοηθούν, να εργάζωνται για να μπορούν νσ ζήσουν
Αbρός να περάσ' η νύφη κι' ο 'αbρός
(1963)
Abρός = μπρός, αbρός = γαμπρός. Λέγεται, σαν αστείο, όταν θέλη κανείς να περάση και υπάρχουν εμπόδια
Όποιος σκάβγει το λάκκο d' αλλονού, ανοίει τον εδικό dou
(1963)
Δηλ. όποιος επιχειρεί να κάμη κακό σε άλλον, το παθαίνει ο ίδιος
Άλλοτες εψωμοπούλου gαί τώρα ψωμοζητώ
(1963)
Ψωμοζητώ = ψωμαοράζω. Λέγεται όταν ένας ευκατάστατος φτωχέψη, πχ. Άλλοτες ήτονε πρωτοζευγάδισσα και τώρα ζητά 'έννημα να ρίξη των ορνιθιώ τζη. Επά 'δα ταιριάζει το λακριδί, πως άλλοτες εψωμοπούλου. Πρωτοζευγάδισσα = γυναίκα ...
Δουλειά καμωμένη παράδες αναμένει
(1963)
Δηλαδή όταν δουλέψης, είσαι ήσυχος γιά την πληρωμή σου, έστω κι' άν δεν την πάρης αμέσως
Κάθα bόδιο 'ιά καλό
(1963)
Λέγεται σάν παρηγοριά, όταν μάς τύχη εμπόδιο. Επίσης, όταν από κάποιο εμπόδιο προκύψη ωφέλεια ή αποτραπή κακό
Που προλάβει και στο μύλο
(1928)
Όποιος προφτάξει θ' αλέση. Όποιος είναι πιο άξιος θα γεμίση τη στάμνα του, και κει που τη βάζει στην κάνουλα μπορεί να πη την παροιμία
Στο καλάθι δεν χωρεί και στη γκούφα περισσεύγει
(1928)
Δηλαδή δεν είναι καλός
Ήπηρα στα ποδάρια
(1929)
Κυνηγούσα. Έλα να σε πάρω στα ποδάρια να δούμε, να σε πιάσω θέλω
Κι η πολλή gαλωσύνη ναι μισή ζαβάγρα
(1928)
Ζαγάβρα = κουταμάρα
Τέθοια ώρα τέθοια λόϊα
(1930)
Για το ξαφνικό
Αλοίς τον πού λείπ' α τό άμο dου
(1928)
Άμο = Γάμο
Όπου 'ναι 'να gοπελάκι είν' ένα αγιάκι όπου 'ναι δυο κοπελάκια 'ναι δυο διαολάκια
(1930)
Δηλαδή όταν ένα παιδί είναι μονάχο, είναι ήσυχο, ενώ δυο μαζί κάνουνε φασαρία
Αέρας είναι πού φυσά, μα θά σιανεμέψη καί θα 'ρθη κι η σιανεμιά στά χέρια μου να πέση
(1928)
Ο ερωτευμένος δηλαδή πάντα ελπίζει. Η σιανεμιά = μπουνάτσα, χωρίς αέρα
Του αbανά πολεμά και φτός
(1928)
Του αbανά = Του κακού, στου αγέρα
Σημερνός κι αυριονός
(1928)
Έχει λίγες μέρες ζωής
Ο άdρας είν' αοραστής
(1930)
Για τους λεύτερους που παίρνουν δηλαδή όποια θένε. Είναι πιο εύκολο
Άλλα λόϊα ν' αγαπιόμεστα
(1928)
Όταν δε με συμφέρει ν' ακούω κάτι που αλλάζω τα λόγια λέγεται η παροιμία
(Ω καμένη!) μεγάλη 'ν' η καταπίρθα ντου λαιμού σου και κατηπίνεις ό,τι κι αν ακούσης
(1928)
Όταν λένε κακά λόγια και δεν στρέφη απόκριση
Δε θα σου βγάλουν το κεφαλομάντηλο!
(1928)
Μωρή, πάαινε σα και μπέρκι μου να σου βγάλουνε το κεφαλομάντηλο, δηλαδή δεν πιστεύω να σε προσβάλλουνε, να σε κατηγορήσουνε
Α τη γκεφαλή ντο 'ξέβηκε ντώρα φτος
(1928)
Έφταιγεν ο ίδιος κι εχάθηκε
Θα τονε βγάλης το κεφαλομάντηλο
(1928)
Συνοδεύεται από κείμενο ...
Στο καυκί ντου ουρανού
(1928)
Πολύ ψηλά
Ω Θεέ μου, και πως τα βαστάς τα κεραμίδια σ' αξεκάρφωτα!
(1963)
Λέγεται προς ένδειξη δυσφορίας, αγανακτήσεως, δυσπιστίας για μια υπερβολή, μια απρέπεια, μια αταξία, μια ψευδολογία
Καλύτερα 'ναι, λέει, νάβγη το μάτι σου παρά τόνομά σου
(1963)
Δηλαδή η ηθική μείωση είναι βαρύτερη και από σοβαρό ακόμη σωματικό ατύχημα
Η δουλειά δεν εφοβήθη dό bροκομμένο, μόνο' 'κείνο bού τή gυνηά
(1963)
Δηλαδή γιά να έχη αποτέλεσμα η δουλειά, δεν θέλει τόσο ταχύτητα και προκοπή, όσο συνέχεια και επιμονή
Δουλειά καμωμένη ακάμωτη δέ 'ίνεται
(1963)
Δηλαδή ό,τι γίνει, δεν ξεγίνεται. Λέγεται σάν παρηγοριά
Όποιος δουλεύγει, δε χάνει
(1963)
Δηλ. Όταν δουλεύης, έστω και χωρίς πρόθεση αμοιβής, δεν βγαίνει ζημιωμένος, κάτι θα κερδίσης
Δυό κεφαλές σε μια bερέττα δε χωρούνε
(1963)
Δηλ. Δυό αφεντικά δε χωρούνε σ' ένα νοικοκυριό. Μπερέττα = είδος καπέλου ανδρικού πλεκτού από λευκό βαμβακερό υφάδι, σαν σκουφί
Ένα σμπάρο, δυό τρυόνια
(1963)
Λέγεται, όταν με μια ενέργεια, με μιά προσπάθεια ή από μια σύμπτωση, πρόκυψη διπλό αποτέλεσμα
Στσή λεύτερης τή bόρτα εκατό κι' ο άδαρος
(1963)
Δηλαδή όποιοςδήποτε έχει δικαίωμα νά κάνη πρόταση γάμου σέ μιά κόρη καί εκείνη δέν πρέπει νά θίγεται, άν τύχη καί είναι κατώτερός της
Ά δέν dή σφίξης τήν ελιά, δέ βγάνει τό λάδι
(1963)
Δηλαδή γιά νά αποδώση η δουλειά, θέλει συνέχεια καί ένταση
Δεν ήρθαμε σ' ένα λόο
(1930)
Δεν λογοφέραμε, δεν μαλώσαμε
Ο ποdικός εκατούρησε στη θάλασσα κι επόλυνε
(1963)
Επόλυνε = Έγινε πολλή, επλήθυνε
Ήρθα d΄ άγρια πουλιά κι έδιωξα dα ήμερα
(1928)
Ερμηνεία: Ένας νιόγαμπρος διώχνει τα πεθερικά του από το σπίτι που μόλις χθές ήτανε δικό τους
Ο καλόερος κοιμάται, κι ο Θεός του μαερέβγει
(1925)
Το λέμε σαν έρθη σε κανέναν άνθρωπο, κανένα καλό χωρίς να το καρτερή
Απίσω κόβγει το κοπίδι
(1925)
Ύστερα θα μετανοιώσης μα θαν αργά τότες
Έχει μανάδες και πονού gι αδέρφια και λυπούdαι gι αdρόϋνα ξεχωριστά, που δεν αλησμονιούdαι
(1963)
Δηλαδή άλλοι στεναχωρούνται κι άλλοι είναι εντελώς αδιάφοροι
Τα δικά σ΄αbέλια φράξε, και τα άστα κι ας ρημάξουνε
(1963)
Άστα = άφησέ τα
Όμορφή μου, τί θα φάμε; Κι άσκημή μου, κάτσε να φάμε
(1963)
Δηλαδή είναι προτιμώτερο, ασφαλέστερο να παντρευτή κανείς άνθρωπο εύπορο παρά όμορφο
Δυο 'αδουράκια bλέκουdαι σε ξένον αχεριώνα
(1963)
Λέγεται, όταν μαλώνουν δυο ή περισσότεροι μεταξύ των, διεκδικούντες κάτι, που ανήκει σε τρίτον
Τα ξένα ανεπαύγουνε, μα δε θεραπεύγουνε
(1963)
Δηλαδή όταν δεν κάμης ο ίδιος την εργασία σου, δεν γίνεται καλά
Στ' απάνω bινάκι θα σε κάτσω
(1963)
Συνοδεύεται από κείμενο ...
Που ζει μεταζώνεται
(1928)
Όσο ζει κανένας δεν ξέρει τι θα του τύχη
Καλοέροι και παπάδες όλοι παίζουνε τσ' αμάδες
(1928)
Όταν βγει κάποια μόδα π.χ. Και την κάμουνε κι όσοι ακόμα δεν τους ταιριάζει
Δυό μαλώνουνε, δυό φταίνε
(1963)
Δηλαδή πάντοτε σε κάθε διένεξη ΄δινουν αφορμή και τα δυό μέρη, επομένως, δεν πρέπει να υποστηρίζωμε το ένα
Χίλια λόια έναν άσπρο
(1963)
Το gαλομαθημένον άθρωπο 'ουλιάρη μη dονε πης
(1963)
Δηλαδή ο καλομαθημένος άνθρωπος δεν είναι φαγάς, θέλει απλώς λίγο φαγητό και καλό
Ο άdρας είναι bάσταρδος
(1963)
Είdα να κάμη ο βρεμένος του κρυωμένου
(1963)
Δηλαδή ο ένας φτωχός δεν μπορεί να βοηθήση τον άλλο
Στο ΄υροφούστανο τζη ΄υναίκας γίνεται το ΄ουρούνι
(1963)
υροφούστανο=στο γύρο του φορέματος, κοντά της δηλαδή. Δηλαδή το γουρούνι για να μεγαλώση δεν πρέπει να είναι μακρυά από το σπιτικό , επειδή εκεί το φροντίζουν περισσότερο. Λέγεται και μεταφορικώς
τα θρέφ΄ ο κόσμος λιμός δεν είναι
(1963)
Λέγεται για τους παχείς ή για τους καλοφαγάδες, όταν ζουν άνετα εις βάρος των άλλων
Πόχει, θα χάση
(1963)
Δηλαδή : όταν έχη κανείς κάτι, φυσικόν είναι να παθαίνη και ζημιές. Εκείνος που δεν έχει τίποτα, τι να χάση;
Να δουλεύω να πεινώ; ας κοιμούμαι κι ας περνώ
(1963)
Λέγεται σε περίπτωση χαμηλής αμοιβής εργασίας