Αναζήτηση
Αποτελέσματα 1001-1100 από 2765
Μοναχοιός κι' αφέdης
(1963)
Δηλαδή κάνει ότι θέλει, ότι του καπνίσει,είναι αφεντικό
Bρος στα κάλλη τ' είν' ο πόνος;
(1963)
Λέγεται όταν κάποιος αψηφά τον πόνο, προκειμένου να φανή όμορφος
Το κακό σκυλί ψόφος δε dο πιάνει
(1963)
Π. χ. “Αρρωστημένος ήτονε κι' ήλεια πως θα απεθάνη, μα 'γλύτωσε dη bάλι. Το κακό σκυλί, λέει, ψόφος δε dο πιάνει. Αν ήτονε κανένας χρήσιμος άθρωπος, ήθελε ναναι δέκα βολές απεθαμένος
Από Μαρτιού καλοκαιριού κι' απ' Άουστο(ς) χειμώνας
(1963)
Ερμηνεία: Δηλαδή το καλοκαίρι αρχίζει από τον Μάρτη και ο χειμώνας από τον Αύγουστο
Κάθα Μάρτη και Σοdέbρη ίσα το μερόνυχτο
(1963)
Ερμηνεία: Είναι ισημερία
Δε νοά να μοιράση δυο αδάρ άχερα
(1963)
Λέγεται για το άπειρο, τον ανίκανο
Θα μου κόψης το νερό να ψηού dα λάχανα
(1963)
Συνοδεύεται από κείμενο...
Τση νύχτας τα καμώματα τα θωρεί (ή τα βλέπ') η μέρα και 'ελά
(1963)
Δηλαδή η δουλειά, που γίνεται νύχτα, δεν είναι ποτέ καλή
Όξω νους και πέρα βρέχει
(1963)
Λέγονται για τον αμέριμνο, τον αδιάφορο
Η ούλα κάστρα πολεμά και χώρες διαομίζει
(1930)
Λέγεται για το φαϊ. Δηλαδή όλα για το πλούτος, για το φαϊ γίνονται και οι πόλεμοι και οι καταστροφές.
Δε gάνουν dα λεφτά τόν άθρωπο, ο άθρωπος κάνει τα λεφτά
(1963)
Δηλαδή τα χρήματα δεν δίνουν αξία στον άνθρωπο
Νάλειπες εσύ κάλλια 'πάαινα 'ώ
(1963)
Λέγεται όταν ένας άνθρωπος γίνεται εμπόδιο σέ άλλον
Πότ' ο Ιάννης δε bορεί, πότ' ο κώλος του πονεί
(1963)
Λέγεται για άνθρωπο, που είναι διαρκώς αδιάθετος, τραυματισμένος
Να ξυπνήσ΄ η κουρεμένη και να δη το πάπλωμά τζη
(1963)
Λέγεται όταν ένας υπερήφανος άνθρωπος υφίσταται μείωση, που ποτέ δεν θα μπορούσε να την φαντασθή
Το ξύλο 'βγεν α' τη bαράδεισο
(1963)
Δηλαδή ο δαρμός είναι ωφέλιμος
Όποιος παρα κάθεται ακούει τσοι bοbές του
(1928)
Ερμηνεία: Παρακάθεται = πάει σε ξένει πόρτα κρυφά κι ακούει τι λένε μέσα
Σαν πεινώ και δε νυστάζω όσο θέλεις σκέπαζέ μου
(1928)
Όσο και να με σκεπάζεις δεν θα κοιμηθώ αφού πεινώ και δε νυστάζω
Πέρισ' εκάην το μουνί κι' εφέτι τσίκνα τ' όβρε
(1928)
Τσίκνα = βρώμα του καμένου
Ο κόρακας δε gάνει περιστέρι, πάλι κόρακα θα κάμη
(1963)
Λέγεται για την ομοιότητα των παιδιών προς τους γονείς στα ελαττώματα
Τέθοιες κεφαλές τέθοια θένε
(1963)
Λέγεται σε άνθρωπο, που έπαθε κάτι, ενώ θα μπορούσε να το αποφύγη, αν ήτανε περισσότερο προσεκτικός
Κανείς δε κάνει σα bου πρέπει
(1963)
Δηλαδή κανείς δεν είναι τόσο εν τάξει όσο έπρεπε να είναι
Αν ήτονε καλή η κουdουβερνιά, ήθελε νάχουνε δυό άdρες μιά 'υναίκα
(1963)
Δηλαδή το καλύτερο είναι να κάνης μόνος τις δουλειές σου
Ό,τι νάχη ο κόσμος, έχει κι' ο Κοσμάς
(1963)
Δηλαδή όταν υπάρχει αφθονία, ζει και ο φτωχός
Όλες οι καμινάδες, που καπνίζουνε, δε μαερεύγουνε
(1963)
Λέγεται κυριολεκτικώς καιμεταφορικώς
Μαdηλαριά βάλε στο πατητήρι σου να τρέχη σα dη βρύση
(1963)
Μαντηλαριά= είδος σταφυλιού, διάφορα είδη σταφυλιών, όλα τα είδη κάνουν πολύ κρασί
Αλίς του, πού λείπ' απού τό άμο dου
(1963)
Δηλαδή όταν δέν παρακολουθής αυτοπροσώπως τις υποθέσεις σου, ζημιώνεσαι
Κάποιο λάκκο κρύβγει η φάβα
(1963)
Δηλαδή κάτι υποκρύπτεται
Ας το πω, κι' ας κοπώ
(1963)
Δηλαδή θα πω εκείνο, που θέλω, αδιαφορώντας για τις συνέπειες
Είπα 'ώ, ας πη κι' άλλος
(1963)
Συνοδεύεται από κείμενο...
Που μέλλει να πνιή, πότε δεν απεθαίνει
(1963)
Δηλαδή δεν μπορεί κανείς να ξεφύγει το γραφτό του
Οπόχει κόρην ακριβή, του Μάρτ' ο νήλιος μη dη δη
(1963)
Ερμηνεία: Ο ήλιος του Μάρτη καίει πολύ
Απού τόνα μ' αφτί bαίνου gαι βγαίνουν α' τάλλο
(1963)
Λέγεται όταν αδιαφορούμε για κάτι,που λένε εις βάρος μας ή όταν δεν δίνωμε σημασία σε συμβουλές.
Άνθρωπος από ενιά και σκύλλος από μάdρα
(1930)
Οι άνθρωποι των καλών οικογενειών ως κ' οι σκύλλοι των μαντρών (οι τσοπανόσκυλλοι) ξεχωρίζουνε είναι καλύτεροι
Κάλλια πρώτος στο χωριό μου παρά δεύτερος στη bόλη
(1963)
Bόλη = πόλη; Πόλη; (Κωνσταντινούπολη)
Καλημέρα, bάρbα, λέει, κουκκιά σπέρνω
(1963)
Συνοδεύεται από κείμενο...
Σε ξένο gώλο εκατό ξυλιές
(1925)
Α δε dο κόψης, δε ξεματώνει
(1931)
Μα χωρίς να με πειράξη ήθελε να 'μαι κακιωμένος μαζί dου; Α δε dο κόψης, δε ξεματώνει, λε ένας λόος
Ο νήλιος, λέ', εκαυκήστηκε bως δεν αφίνει το Μάη χλωρό χόρτο
(1963)
Συνοδεύεται από κείμενο...
Αbασαδούρου κεφαλή ποτέ κομμό δεν έχει
(1963)
Δηλαδή ο απεσταλμένος δεν έχει ευθύνη
Αμαρτωλός τρώει και κρυώνει
(1963)
Ο αμαρτωλός τρώει και κρυαίνει. Το λένε το χειμώνα όταν κρυώνη κάποιος την ώρα που τρώει
Μαθημένον ει' d' αρνί να διπλοκουρεύγεται τσίκου τσίκου η τσιπίδα
(1963)
Τσίκου τσίκου = μίμησις του ήχου της ψαλίδας
Μετά (ή: ύστερ' απου το) Χριστό, κάθα προφήτης γάδαρος
(1963)
Λέγεται, όταν κανείς φθέγγεται
Όποιος πορπατεί μαθαίνει, κι' όποιος γυρεύγει βρίσκει
(1963)
Λέγεται κυριολεκτικώς
Πρώτο προκοσύφωνο κι' υστερνή διαθήκη
(1963)
Δηλαδή, το πρώτο προικοσύμφωνο και η τελευταία χρονικώς διαθήκη κατισχύουν
Η παρέα 'ναι παρέα
(1963)
Ερμηνεία: Δηλαδή η συντροφιά οπωσγήποτε πρέπει να μη διαλύεται
Το ζωdόβολό 'ναι ως το μάθης
(1963)
Ως = Όπως
Σαν απεθάνω με συναχι, τύφλα ναχη η χολέρα
(1963)
Ή η πανούκλα
Όποιος απεθάνει εφέτι δε φοβάται του χρόνου
(1963)
Λέγεται ενθαρρυντικώς, σαν αστείο, σε συζήτηση για το θάνατο
Ένας αέρας (ή άνεμος), που δε σε πειράζει, ασ' το gι' ασ φυσά
(1963)
Δηλαδή, δεν πρέπει να αναμιγνύεται κανείς σε υποθέσεις, που δεν τον αφορούν
Ήβγε dου θεριστή τόνομα κι άρα θερίση κι άρα μη θερίση
(1963)
Λέγεται, όταν κάποιος διαφημισθή, ανεξαρτήτως, αν αξίζη ή όχι
Ο καιρός πουλεί τα ξύλα κι΄η φουρτούνα τ΄αοράζει
(1963)
Ερμηνεία: Λέγεται όταν είναι ανάγκη να κάμης κάτι, έστω και με ζημιά σου
Όποιος κάθεται στο νουdά, τρώει και το τσουρβά
(1963)
Ερμηνεία: Όποιος βοηθά κάπου, συχνάζει κάπου, κάτι θα ωφεληθή, θα προτιμηθή από άλλους
Όποιος δε βάλη τη Μεγάλη bαρασκευγή πρωτόβαρτα ρούχα, θα πέση με το gούκκο
(1963)
Ερμηνεία: Το έλεγαν οι παλαιοί. Έπρεπε να βάλουν τη Μεγάλη Παρασκευή καινούργια ρούχα
(Τέτοιες δουλειές) δε τζοι βγάνει εύκολα σε κεφάλι
(1928)
Εξός τζάρμπιλα = κατεργάρικα να πολεμά
Με ξένα κόλλυβα μνημονεύγεις τσι 'ονείς σου
(1963)
Λέγεται, όταν κανείς κάνη τον γενναιόδωρο προσφέροντας ξένα πράγματα
Όποιος αγαπά το ξένο dίοτα χάνει και το δικό dου
(1963)
Dίοτα = κάτι, πράγμα
Σήμερα 'ν' ο ένας κι αύριο 'ν' ο άλλος
(1963)
Λέγεται σαν παρηγοριά, σε λύπη, σε ατυχία, σε φτώχεια
Ή μικρός μικρός παdρέψου ή μικρός καλοερέψου
(1963)
Λέγεται κυρίως για το γάμο, σαν προτροπή σε νέους ανθρώπους ή σαν δικαιολογία από αυτους, όταν μικροπαντρευτουν, καθώς και από ηλικιωμένους, που δεν θένε πια να παντρευτουνε
Ο παπάς για τη gοιλιά dου ήχασε dη λειτρουιά dου
(1963)
Ερμηνεία: Λέγεται, όταν χάνη κανείς κάτι σοβαρό θέλοντας να καρπωθή κάτι ασήμαντο μάλλον
Στη bάdα να περάση τάλοό μου...
(1963)
Λέγεται, όταν προώρως συζητείται κάτι μελλοντικό, σα να πρόκειται να γίνη αμέσως
Παπά παιδί διαόλου gόνι
(1963)
Ερμηνεία: Λέγεται, σαν αστείο, σε παπά ή παιδί ή εγγόνι παπά
Που δε bαινα το σπίτι dου, πέφτει και το bλακώνει
(1963)
Λέγεται και όταν επαινή κανείς κάτι δικό του και όταν το κατηγορεί
Παίζ' ο λύκος με τ' αρνί;
(1963)
Δηλαδή ο αδύνατος, ο φτωχός, ο μικρός δεν πρέπει να αντιτάσσεται στον δυνατό, τον πλούσιο, τον μεγαλύτερο, γιατί θα βγη νικημένος
Εθέλησε gι ο Βριός να καβαλλικέψη κι ευρέθηκε μέρα Σάββατο
(1963)
Ο Βριός = ο Εβραίος
Επά νερό κι' εκεί νερό και που να πέσω να πνϊώ;
(1963)
Λέγεται, όταν ένας άνθρωπος βρίσκεται δε δυσχέρεια, σε αδιέξοδο και δεν ξέρει τί να κάμη, τί να αποφασίση
Να 'δα η πολλοιάdρα...
(1963)
Που έχει πολλούς άντρες
Ο σορόκος, λέει, ταράζει σαράdα οργυιές τη θάλασσα κάτω
(1963)
Δηλαδή είναι άθλιος καιρός
Ξεραίνει το σκατό dου
(1963)
Λέγεται για να χαρακτηρίση τον τσιγκούνη
Κατά το πέσιμο, επά θάμαι κι' αύριο, πουλεε gι' ο Στρατηχότζας
(1963)
Λέγεται, όταν προβλέπεται αργοπορία
Ο παπάς μας ο καλός κι΄Αρβανιτονικολός
(1963)
Ερμηνεία: Λέγεται ειρωνικά για άνθρωπο, που θεωρείται καλός, ενώ πράγματι δεν είναι
Παστρικό, σα τζη κόττας τα ποδάρια
(1963)
Λέγεται ειρωνικώς για κάτι που δεν είναι καθαρό
Ή παπάς παπάς ή ζευγάς ζευγάς
(1963)
Ερμηνεία: Δηλαδή ο άνθρωπος πρέπει να ασχολείται με ένα μόνο επάγγελμα για να το ασκή επιτυχώς
Ο παπάς και το ραβδί του
(1963)
Ερμηνεία: Λέγεται για τον άνθρωπο, που δεν έχει υποχρεώσεις, που είναι μόνος και ανεξάρτητος
Μόνου το bαπά και το διάκο βάνει μέσα
(1963)
Ερμηνεία: Λέγεται για το μικρό σπίτι
Τα παιδιά, α δεν είχανε παιδείες, δεν ήθελε να τα λένε παιδιά
(1963)
Παιδείες = Βάσανα, παιδεμούς, κόπους, φροντίδες
Ευτό παλιό κι' άλλο καινούργιο
(1963)
Δηλαδή κάτι που έγινε δεν πρέπει να μας απασχολή πια
Όποιο νερό μέ πνίξη, θάλασσα λοάται
(1963)
Δηλαδή, δεν ενδιαφέρει η αιτίας μιάς συμφοράς, ενός κακού
Το παιδί μο' πάdρεψα κι' ήκαμα το 'είτονα κι' όχι κοdοείτονα, μόνου μακρυοείτονα
(1963)
Δηλαδή όταν το παιδί παντρευτή, απομακρύνεται από τους γονείς του
Η παπαδιά τόφερεν εφέτι τ' αλάτσι, δε dόφερεν ο παπάς
(1963)
Ερμηνεία: Δηλαδή ο καθένας αποδίδει αξία σε ότι έκαμε ο ίδιος, λυπάται τον κόπο του
Το gακόν άθρωπο τονε σημαδεύγει ο Θεός
(1963)
Συνοδεύεται από κείμενο...
Και μες στο σάκκο σεχα!
(1963)
Συνοδεύεται από κείμενο...