Αναζήτηση
Αποτελέσματα 901-1000 από 2765
Πόσα μίλια πάει ο άδαρος; Κατά το αδαροgράχτη
(1925)
Αδαροgράχτης = εκείνος που διευθύνει το γάϊδαρο στο δρόμο
Αν τ' αυγό στην πέτρα αλλά στ' αυγό καν η πέτρα στ' αυγό, αλλοί στ' αυγό
(1925)
Αν πέση τ' αυγό στην πέτρα ή η πέτρα στ' αυγό, τ' αυγό δηλαδή θα σπάση.
Με το μόδι μπαίνει και με την τρίχα βγαίνει
(1925)
Μόδι = μέτρο για σπορισίματα
Όποιος τρώει το λινόκοκο τρώει τα ρούχα του
(1928)
Επειδή γίνεται το λινό απ' το λινόκοκο
Νά λείπαν τά πιπέρια μου νά δώ τσοί μαεριές σου
(1928)
Μαεριές = φαγιά
Το κεφαλομάντηλο θα μου βγάλης
(1928)
Δηλαδή κι αν με υβρίζης τίποτα κακό δεν μου κάνεις. Ξέρει ο κόσμος, πόσο είμαι καλή
Ποιος ήκαμε dο φονικό; Πούδωσε dο μαdάτο
(1930)
Ερμηνεία: Εκείνος που έδωσε την είδηση
Κράdα εις το bόρdαρό dου μοσκολίbανο τον έχει
(1928)
Η παροιμία επί τον εγωϊσμού
Ο καλός καλό δεν έχει κι ο κακός κακό δεν έχει
(1963)
Λέγεται όταν ένας καλός άνθρωπος παθαίνει ατυχήματα ή ένας κακός ευνοείται από την τύχη
Βήει ο κλέφτης τη φωνή να φυ' ο νοικοκιούρης
(1963)
Λέγεται, όταν προσπαθή κανείς, ενώ έχει το άδικο, να επιβληθη αγριεύοντας
Λυώ και δένω
(1929)
Ορίζω, κάνω ό,τι θέλω, φυλακίζω, ξεφυλακίζω
Ο Θεός ήβαλε ντο χέρι ντου
(1928)
Είδα ω έρον παπά κι ήθαβγε μωρά παιδιά
(1928)
Γίνονται δηλαδή πολλά αταίριαστα πράμματα
Σάν αφέdης στό φαϊ και σά σκύλλος στή δουλειά
(1930)
Να τρώη αργά κι' όμορφα κανένας σάν κύριος και να δουλεύη πολύ σά σκύλλος, γρήγορα, πολύ ή πιστά σά σκύλλος
Θα σου βάλω τα ποδάρια σου σ' ένα παπούτσι
(1930)
Θα σ' εκδικηθώ
Στο Θεό μ' ανέβασες
(1928)
Φράση που λέμε όταν ευχαριστηθούμε “Στο Θεό είμ' ανεβασμένη με δυο καλές κουβέντες που μούπανε
Ναφήσω το dραουδιστή να πιάσω το gλαψάρη
(1963)
Λέγεται, όταν ανταλλάσης ένα πράγμα καλό, με άλλο χειρότερο
Ή αβάτζου ή καβάτζου
(1925)
Ή μπρός ή πίσω, ότι βγή
Δεν έχει στον ήλιο μοίρα
(1928)
Φράση που λέγεται για τους φτωχούς
Α δε με φάνε στο ζύϊ καλά θα πάω
(1928)
Όταν κατεργαρέψη ο ένας τον άλλον
Η καλή bέτρα πάdα σε καdούνι bαίνει
(1963)
Δηλαδή ο εκλεκτός αποκαθίσταται πάντοτε καλά. Λέγεται συχνά για τις καλές κοπέλες, όταν κάμουν καλό γάμο, ή σαν βεβαίωση ότι θα κάμουν καλό γάμο
Του καλοκαιριού ταgάθι ο χειμώνα μαρουλάκι
(1963)
Δηλαδή πρέπει να σοδειάζωμε το καλοκαίρι και τα πιο ασήμαντα προϊόντα γιατί όλα είναι πολύτιμα το χειμώνα
Χίλια λόια έναν έσπρο και τάσπρο πού είναι;
(1963)
Δηλαδή τα λόγια είναι περιττά
Ια μαμμή σ' επέψανε κι ήκατσες για λωχού
(1963)
Λέγεται για πολύ καθυστερημένη επιστροφή από κάποια αποστολή
Το ξένο μες στο σπίτι σου 'ια μάρτυρα τον έχεις
(1963)
Δηλαδή όταν στο σπίτι σου είναι ή συχνάζη ξένος, τα μυστικά σου δεν είναι ασφαλή
Χίλια λόια κι α dου πούνε, τη gοιλιά dου δε dρυπούνε
(1963)
Λέγεται, για τον αδιάφορο, τον ασυγκίνητο, τον ανυπάκοο
Το παιδ' αρφανεύγει απού τη μάνα
(1963)
Δηλαδή η ορφάνια η πραγματική είναι, όταν χαθή η μητέρα
Ξαναζύμωσέ με κάμε με
(1928)
Αφού είμ έτσι πλασμένος δε μπορώ ν' αλλάξω, φυσικά δεν μπορείς να με ζυμώσης να με κάμεις άλλον άνθρωπο απ΄ ό,τι είμαι
Α δε ξοδιάσης, δε σοδιάζεις
(1930)
Μήν κλαίς ποτές ακάμωτη δουλειά κι' έχεις καιρό να την κλάψης σά ένη
(1928)
Σα ένη = γίνει
Ήδεσα το σκύλλο μου
(1930)
Έκαμα τη δουλειά μου, βολεύτηκα, ειρωνεία πάντοτε
Που κακά λοά, κακός λοάται
(1963)
Ερμηνεία: Θεωρείσαι κακός και αν απλώς διανοείσαι το κακό//Που = οποίος, εκείνος που
Να 'δα ο καλαθοβεργοδότης
(1963)
Συνοδεύεται από κείμενο...
Το Μάρτη βάν' αργάτες κι' ας είναι κι' ακαμάτες
(1963)
Ερμηνεία: Λέγεται επειδή το Μάρτη είναι μεγάλη η ημέρα, δηλαδή όσο ακαμάτης κι' αν είναι, θα αποδώση ο εργάτης
Bόρα 'gι' ετούτο και θα περάση
(1963)
Μπόρα είναι και θα περάσει
Λωλός παπάς σ' εβάφτισε
(1963)
Λέγεται υποτιμητικά και σημαίνει: Δεν είσαι με τα καλά σου, είσαι ανόητος
Δε βρίσκεται στα δώδεκα νησά
(1963)
Λέγεται για κάτι που θεωρείται μοναδικό
Καλή νοικοκιουρά σ' έρημο ματζέ!
(1963)
Δηλαδή όταν δεν έχη κανείς τα μέσα, μόνο με την ικανότητα δεν κάνει τίποτα
Ξέρω, μάνα μου, και φαίνω, μόνου τσι κλωστές δε δένω
(1963)
Λέγεται όταν κανείς νομίζη ότι ξέρει τέλεια κάτι, ενώ του διαφεύγουν ουσιώδη πράγματα
Ξέρω, ξέρω, μα δεν έχω
(1963)
Μονοδαύλι στη φωθιά, λωλός ει' bου το φυσά
(1963)
Μονοδαύλι ( το μονοδαύλι)
Εμαλώσανε κι' ήπηρε τα στράτουρά ντου (ή φούχια του) κι' ήφνε
(1928)
Τα στράτουρά = Το σακκί που βάνουν στο μουλάρι και το δενουν. Δεν βάζουνε σαμάρια, εκτός αν κουβαλούσανε πέτρες. Τώρα στράτουρα θα πη μπαγάτια, γκότσια
Το 'να σου χέρι στα σκατά και τ' άλλο στα φασόλια
(1928)
Του λέει να τα φάη όλα, φας όλα ταιριάζει με τα φασόλια
Θα με κάμετε να τ' αφήσω όλα λυτά και δεμένα
(1929)
Στη μέση, ατελείωτα, έτσι όπως είναι
Το Θεό ήπιασεν α΄ το ποδάρι
(1928)
Ερμηνεία: το αρνήθηκε
Ποιος ήκαμε dο φονικό; Πούδωκε dο μαdάτο
(1963)
Ερμηνεία: Η έλλειψη εχεμύθιας γίνεται πρόξενος κακού, πούδωκε dο μαdάτο= εκείνος, που έδωσε την είδηση
Μάρτυρας
(1963)
Ήρθε gι' άλλος α' τη Κώ και 'υρεύγει μερδικό
(1963)
Λέγεται όταν πολλοί, ο ένας μετά τον άλλον ζητούν κάτι από τον ίδιον άνθρωπο ή από το ίδιο σπίτι
Ευτός είναι μωρός κι' αφέdης κι' ό,τι του διόξη
(1963)
Μωρός = Ανόητος, παλαβός, μωρός, ό,τι του διόξη=ό,τι του φανή (δοκώ)
Ο καλός μύλος αλέθει και σιτάρι και κριθάρι
(1963)
Λέγεται για τον άνθρωπο, που τρώει ό,τι δήποτε
Πόχει τη μυία, μυιάζεται
(1963)
Δηλαδή ο ένοχος και με την ελάχιστη νύξη υποπτεύεται ότι απεκαλύφθη
Πέdε μήνες ένα gόdo κι' ένα μήνα πέdε κόbοι
(1963)
Λέγεται για το στάχυ, που στην αρχή αργεί να μεγαλώση κι' ύστερα ταχύτατα αναπτύσσεται
Απού το μοιραδιακό dου δε bορεί κανείς ναποφύη
(1963)
Γραφτό, μοιραδιακό = το τυχερό, το γραφτό
Να 'δα η φοράδα...
(1963)
Λέγεται όταν κάποιος αφελής δεν καταλαβαίνη το πραγματικό του συμφέρον
Η ροβυθιά, λέει, εέλασε dο gλέφτη
(1963)
Δηλαδή ο καρπός της ρεβυθιάς ωριμάζει ταχύτατα
Ήθελες τα κι' ηπαθές τα
(1963)
Ερμηνεία: Λέγονται, όταν παραπονείται κανείς για κάτι, που οφείλεται σε δική του ενέργεια, αμέλεια, παράλειψη
Ο παθός γίνεται μαθός
(1963)
Ερμηνεία: Δηλαδή όποιος πάθη αποκτά πείρα
Ω καμένε! Ώσπου να σηκώσης το 'να ποδάρι, των οι σκύλοι τ' άλλο
(1929)
Το λέμε για τους τεμπέληδες και βαρυκινήτους
Στα ποδάρια μ' επήρασι κι εφαώθηκα να τρέχω
(1929)
Στα ποδάρια μ' επήρασι = Με κυνηγούσανε
Πρέπει να σηκωθή ο κόσμος στο ποδάρι
(1929)
Να επαναστατήση
Κανείς δε μου βγαίνει στα ποδάρια
(1929)
Τρέχω πιό γλήγορα απ' όλους
Εφίλησα τα ποδάρια ντου
(1929)
Τον παρεκάλεσα πάρα πολύ
Όποιος κάθεται τρώει τα ρούχα dου
(1963)
Ερμηνεία: Λέγεται κυριολεκτικώς για ένα, που κατά σύμπτωση κάθεται άεργος, και για τον τεμπέλη
Κάλλια σα bου λένε, παρά σα bου θένε
(1963)
Λέγεται σαν έμμεση διάψευση ευνοϊκής, αλλά όχι αληθινής φήμης, που διαδίδουν άνθρωποι, που μάλλον θένε το κακό μας
Καθαρή gαρδιά (ή gαρδία) κι όπου θέλης πάτα
(1963)
Συνοδεύεται από κείμενο...
Φωνή λαού, οργή Θεού
(1963)
Δηλαδή η λαϊκή αγανάκτηση κατά των αδίκων ισχυρών προκαλεί την τιμωρία τους από τον Θεόν
Βαρειά 'ν' η καλοερική
(1963)
Λέγεται για μαι δύσκολη δουλειά
Το μοναστήρι να' gαλά και καλοέροι όσοι θές
(1963)
Δηλαδή όταν υπάρχουν τα μέσα, όλα είναι εύκολα, όλοι είναι πρόθυμοι να υπηρετήσουν
Ω και κρίμας τα μνημόρια ναν' αδειανά!
(1963)
Λέγεται αντί πη κανείς τι καλά που θα ήτανε, αν είμαστε πεθαμένοι!