Αναζήτηση
Αποτελέσματα 201-300 από 310
Ο μάντης ρήας τζ' αν γενή, πάλε μαγγές μυρίζει
(1920)
Ερμηνεία: Μάντης = ο γονωτής, κασσιτερωτής αγγείων
Που 'σει κατάραν του γονιού, πάει τον Μαν αργκάτης. Που 'σει του πάππου του πάππου, πάει τον Πρωτογιούνιν
Συνοδεύεται από κείμενο...
Εγυρεύτην η καμήλα στο γάμον, για ξύλα, για νερόν
(1930)
Ερμηνεία: Επί των ζητουμένων πάντοτε δια να προσφέρουν κάτι και όχι να λάβουν, επί των χρησίμων ανδρών και μεταδοτικών
Μέθ θωρείς την οσσιάσ σου έτσι μηαλήτζ' τζαί νομίζης, πως είσαι δράκος
(1930)
Ειρωνική φράσις : Όταν το φώς έρχεται πλαγίως η σκιά μεγενθύνεται πολύ κια φαίνεται γιγαντώδης
Εκδιάλεξετ (τ) εποδκιάλεξετ (τ)αι πάλε έπκιασεν το σειρόττερον
(1930)
Ποδκιαλέω = εκλέγω εκ των υπολειμμάτων μετά προηγουμένων εκλογήν, επανεκλέγω
Το σημερινόν αυκόν αγρίζει την αυρινήν όρνιθαν
(1920)
Σημείωση: Αγρίζω ή αχρίζω = αξίζω
Απούν αππέξω του χορού ξέρει πολλά τραούδκια
(1930)
Ερμηνεία: Επί των πειρωμένων τα επικρίνουν τα υπ' άλλων πεπραγμένα
Κάθε δουλλειά έστι τήρ ρέουλάν της
(1930)
Ρέουλα (η) = τρόπος, μέθοδος, κανονικός τρόπος, κανονισμός, κανών
Κάτσε γάρε ψόφα, όσον νά΄βκη το νιόν χόριον
(1920)
Ερμηνεία: Όταν τις υπόσχεται να κάμη εις τινά χάριν μετά τόσου του χρόνου, ώστε να μην είναι δυνατόν εις τον μέλλοντα να λάβει την χάριν ν΄αναμείνη
Έσβησεν την νισκιάν μου
(1920)
Ερμηνεία: Φράσης επί σοβαράς βλάνης ή ζημίας, την οποία υπέστη τις εξ άλλου, έχθρου, σημαίνουσα με κατέστρεψε
Ή πράσσε ή μετάπρασσε ή 'που τον τόποφ φύε
Ερμηνεία: Επί των μη εχόντων εργασίαν
Απού 'σει πούζαν τζαί παι(δ)ίν στογ γάμον τί γυρεύκει;
(1920)
Ερμηνεία: Επί των εχόντων αείποτε ασχολίας
Για πράσσε για μετάπρασσε για που τογ κόσμολ λείπε
(1930)
Λέγεται επί των μη εχόντων εμπορικάς επιχειρήσεις
Ο άθρωπος εν ο τόπος τζι ο τόπος γέρημος
(1930)
Σημαίνει οτι, εαν εις τόπος είναι ταυτοποιημένος, καλλιεργημένος κλ. Οφείλεται τούτο εις τον κυριόν του και οτι. Όταν ο κύριος εκλείψη ο τόπος ερημούται. Λέγεται όταν βλέπη τις τόπον, οίκημα ή κτήμα ερημωθέν δια το οτι ...
Αν είσεν ο λύκος γιατρειάν, εγιάτρεβκεν τολ λύκον του
(1930)
Λέγεται επί περιστάσεων καθ'ας ζητεί τις κάτι από εκείνους, οι οποίοι δεν έχουν ούτε δι εαυτούς ή καθ'ας υπόσχεταί τις να χορηγήση κάτι εις άλλους, ενώ ούτε δι εαυτόν δεν έχει
Λεφτοπείνα, λεφτοδίψα εγ κατζή γεροντοσύνη
(1930)
Λέγεται επί εκείνων οι οποίοι γηράσκουν εκ πείνης και δίψας, δεικνύει δε η παροιμία αύτη ότι το τοιούτον γείρας είναι πολύ κακόν
Πού νά πάω τζαί πού νάρτω! Ποτζεί κρεμμός ποδά λάκκος
(1930)
Επί τών ευρισκομένων μεταξύ δύο κακών, δύο κινδύνων ή εν αμηχάνω θέσει, καθ' ήν ό,τι καί άν κάμη δέν δύναται ν' αποφύγη τό κακόν, τόν κίνδυνον, τήν ζημίαν
Όποιος εβκάλλει τολ λάκκον του γειτόνου του, ππέφετι ο ίδιος μέσα
(1930)
Επί των εμπιπτόντων εις την συμφοράν και την δυστυχίαν, την οποίαν παρασκευάζουν δι' άλλον
Τζείνος που θέλει να με φιλήση, τηβ βουκκάμ μου θωρή την
(1930)
Βούκκα (η) = παρειά
Οι κόποι μας jαι τα έξοδά μςα επήαν του κούκκου
(1930)
Ερμηνεία: Επί αποτυχίας υποθέσεως τινός ή επιχειρήσεως ή επί κέρδους ασημάντου αναλόγως των κόπων και εξόδων
Εκούστισέμ μας ο κούκκος αηδόνι
(1930)
Ερμηνεία: Επί περιστάσεων, καθ ας το κέρδος είναι μικρότερον των εξόδων μιάς επιχειρήσεως
(Συνέβαλε ο ένας, συνέβαλε ο άλλος) έκαμαν τον όρη τζαι νουνά μετά μου
(1930)
Συνεβάλλω = προτρέπω, εξωθώ, εξεριθίζω
Ίντα να κάμω; Πο πάνω σφυρίν, ποκάτω αμόνιν
(1920)
Ερμηνεία: Επί δυσκόλων περστάσεων
Απού κρατώ τζαι ξαπολά, κράζουν τομ πελλόν
Ερμηνεία: Μακάριοι οι κρατούντες, επί εκείνων οι οποίοι δεν θέλουν ν' αφήσουν κάτι, το οποίον κατέχουν, επί υποσχέσει εν μέροις άλλων οτι θα τους δώσουν ανταλλαγμα εις το μέλλον
Του χωργκού φασιάμ μέφ δώσης του χωργκού φασιάμ μέφ φάης
(1930)
Λέγεται επί των πληττομένων υπό ολοκλήρου καινότητος, διά τα κακά, τα οποία πρωξένησαν εις την κοινότητα ούτα
Είδα τζ΄ έμεινα ξερός τζαί ξιστικός
(1930)
Σημείωση: Ξιστικός (ο) = εκστατικός, ο ευρισκόμενος εν εκστάσει, έκθαμβος
Τα βούδκια άμα τζημωθούν, εγ' κάμνουν χαϊριν
(1930)
Μη φιμώσης βούν αλοώντα. Σημείωση : Τζημώνω = κημώ, φιμώ, θέτω κημόν εις στο στόμα του ζώου δια να μη τρώγη
Το νύσιν που το κριάς εχ χωρίζει
(1920)
Ερμηνεία: Επι δυσαρεσκείας συγγενών, όταν αυτή εκλείψη και επέλθη συμφιλίωση
Το πό(δ)ιν του έγινην αντίν
(1920)
Ερμηνεία: Επειδή ως εκ του περιτυλιουομένον παννίον το αντί εξογκούνται η λέξις αντί = κατήντησε σημαντικόν της εξογκώσεως οιονδήποτε πράγματος
Το πό(δ)ιν του εν αντίν
(1920)
Ερμηνεία: Επειδή ως εκ του περιτυλιουομένον παννίον το αντί εξογκούνται η λέξις αντί = κατήντησε σημαντικόν της εξογκώσεως οιονδήποτε πράγματος
Άλλος ταυρά 'νιν τζ' άλλος ταυρά ξινάριν
(1920)
Ερμηνεία: Επί ασυμφωνίας. ταυρώ = τρανώ, σύρω
Όπου του νέψουν, νεύγκεται
(1930)
Ερμηνεία: Επί αστάτων, οι οποίοι συμφωνούν με όλας τας γνώμας κατά τας περιστάσεως
Εφ φιαργκέται του κόρφου του
(1920)
Ερμηνεία: Δεν έχει εμπιστοσύνη ούτε εις τον εαυτό του
Όσους δει εν να τους το πη, τζ' όσους εδ δη εν να τους το μηνύση
(1930)
Λέγεται επί των μη δυναμένων να συγκρατώσι μυστικόν τι
Μέλιν να ΄χα τζαί μούγεο να ΄θελα
(1920)
Μούγια = μυία
Σαν να τους είχα καλεσμένους με τα μαντήλλια
Σημείωση: Η πρόσκλησις εις γάμον συνοδεύεται με δώρον τι, με μανδύλι συνήθως
Αν αγυρίστην, ας μου κόψη το σκουτελλικόν
(1920)
Σημείωση: Σκουτελλικόν = Επινάκιον πλήρες φαγητόν
Έλυσέν τον η μίλλα μου
Ερμηνεία: Όταν τη θέλη να παραστήση την μεγάλην του λύπη δια την συμφορά τους λέγειν την ανωτέρω φράσιν, σημαίνη δε: από τη λύπην μου δια την συμφορά και το πάθημά του έλυσεν, ετάκη η μίλλα ήτοι έλιωνε, ετάκην
Ο μπαστάρτος εγεννιέτουν τζ' η τζοπούλα πελετζέτουν
(1920)
Σημείωση: Τζοπούλα=ρόπαλον
Πέψε τον πελλόν τζαι λάμνε τζαι σου ταπισόν του
(1920)
Σημείωση: Ταπισόν=όπισθεν, κατόπιν
Θέλει βαοκόπον να κοπή
(1930)
Λέγεται επί των εχόντων δυσκολίαν να κοπούν αντικειμένων
Η μάννα εμ μάννα τ' ουρανού τζ' ο τζύρης εσ σκλινίτζιν, τζ' άμα του δόξη του τζύρου, μπαίννει μέσ' στο κατζίν
Ερμηνεία: Παροιμία εμφαίνουσα την μητρικήν στοργήν και την αξία της μητρός, η οποία ουδέποτε εγκαταλείπει τα τέκνα
Αγγρίστην ο λα(γ)ός με τ' όρος
(1920)
Σημείωση: Αγγρίζομαι = δυσσαρεστούμαι, γκρινιάζω
Είχαν τα μαλλιά τα χάσαν τζ' οι κονιαρκές τα πταιάσαν
(1920)
Ερμηνεία: Επί οφελούντων
Ο πελλός κούνιν εθ θέλει
(1920)
Σημείωση: Κούνιν = κουδούνι, κωδωνίσκος, τον οποίον φέρουν αι αίγες εις τον τράχηλον
Που τον νούρον το κρατούμεν τζαι κουντούριν λαλούμεν
Ερμηνεία: Παροιμία λεγομένη δι' εκείνους, οι οποίοι ένεκα αφαιρέσεως ή απροσεξίας ερωτούν περί πράγματος διά το οποίον μόλις εγένετο ή και γίνεται εισέτι λόγος
Αφφορκέται του κόρφου του
(1920)
Σημείψση: Δυσπιστεί και προς τον ίδιον εαυτον του
Ότι νάshη το jελλάριν, έγ καλόν το γυναικάριν
(1930)
Επί των οικοδεσποινών, αι οποίαι φαίνονται ευπρόσωποι και φιλόξενοι εις τους φιλεξενουμένους, διότι τα οψοφυλάκιά των είναι πλήρη, λεγομένη συνήθως υπό γυναικών, αι οποίαι θέλουν να δικαιολογηθούν εις τους συζύγους των, ...
Απούshει γίδκια βλέπει τα j' απού τα βλέπει, τρώει τα
(1930)
Συνηθέστατη παροιμία επί των μη δυναμένων να κάμουν την εργασία των οι ίδιοι και ζημιουμένων εκ της αμελείας ή κακής διαχειρίσεως και καταχρήσεως των υπαλλήλων των
Εν έshει έξωμ που τηβ βράκαμ που φορεί
(1930)
Παροιμιώδης φράσις επί των πτωχών
Τσαγκάρης ανυπόλυτος, ράφτης ακατάραφτος
(1930)
Λέγεται επί εκείνων, οι οποίοι δεν ευκαιρούν να κάμουν χρήσιν εκείνων, τα οποία διανέμουν εις τους άλλους ̇ ο υποδηματοποιός και ο ράπτης, βιαζόμενοι υπό των πελατών των, δεν προφθάνουν να ράψουν τα φορέματά των και τα ...
Παππου το 'σεις, μαμμού το 'σεις, τ' αγγόνιμ πης να πάρη;
Ερμηνεία: Παροιμία διά την κληρονομικότητα επί περιστάσεων, καθ' ως φαίνεται τις ότι παρέλαβε τα ελαττώματα ή τα προτερήματα των προγόνων του, ιδίως επί κακού δι' εκείνους, οι οποίοι παρέλαβον τα ελαττώματα των γονέων των
Λαλεί του σύλλου σίψι τζαι του λαού φύε
(1920)
Ερμηνεία: Επί των διπροσώπων
Φάκκα τ' αυγκόσ στον τοίχον
(1930)
Λέγεται τα περιστάσεων καθ' ας ανταγωνίζονται,παλαιούς αδύνατος με ισχυρόν, σημαίνουσα ότι το φυσικόν είναι να ηττηθή ο αδύνατος,όπως το αυγόν θραύεται κτυπώμενον εις τον τοίχον. Σημ.Φακκώ=κτυπώ,πλήττω
Προσταή βασιλιτζή, οργκή θεϊτζή
(1930)
Λέγεται επί αναποφεύκτων περιστάσεων, καθ' ότι είναι αναγκασμένος κανείς να πράξη τι, ως δεν δύναται ν' αποφύγη την οργήν του Θεού και την προσταγήν του βασιλέως
Ο νους ο πελλός κάμνει την τύχηγ γέρημην
(1930)
Λέγεται επί ανοήτων και αδαών, απείρων, εις τους οποίους παρουσιάζονται ευκαιρίαι να ωφεληθούν και επειδή δεν δύνανται ούτοι να εκμεταλλευθούν τας περιστάσεις ως εκ της αδαημοσύνης των, δεν κατορθώνουν να ωφεληθούν
Η τζεφαλή του έσει φάτσες!
(1930)
Δηλαδή υπέστη δεινοπαθήματα και συμφοραίς, ηθικά πλήγματα πολλά
Ο γάδαρος είδεν το κριθάρι τζαί κουσσίζει
(1920)
Κουσσίζω = γογγύζω, σκούζω
Για πράσσε, για μετάπρασσε, για 'που τον τόπολ λείπε
Ερμηνεία: Επί των μη εχόντων εργασίαν
Τζηνούργκον είσαι κόσσινοτζ τζαί που να σε κρεμμάσω
(1930)
Συνοδεύεται από κείμενο...
Εν ο πελλός που την πόρταν
(1920)
Ερμηνεία: Παροιμιώδης φράσις επί των εκ παρεξηγήσεως διαπραττοντων χονδροειδή λάθη και ανοησίες.
Μουjωννο τημ μουτσούναμ μου
(1930)
Μουjωνο = μαυρίζω
Ότι καμμύσω ταμμάδκια μου, πέτρα πάνω ΄σ πέτραν ας μην μείνει
(1930)
Δηλαδή όταν αποθάνω, ο κόσμος όλος ας χαλάσει
Εβυζύνισά του έναμ πάτσον τ εστράψαν ταμμάδικά του λαμπρόν
(1930)
Σημείωση: Βυζινίζω πεποιημ. Λέξις εκ του ήχου βυζιβυζ = κάμνω συριγμόν, σκρίζω, βοϊζω
Επαίρναν τομ μάντην να τογ κάμουν βασιλέα τζ' είδεν τους πεύκους τζ' είπεν αδέ πεύκους για γυλάρκα
Ερμηνεία: Επί των αμετάβλητων και αδιορθώτων και προσκεκολλημένων τους έθιοι, (γ)υλάριν= ο ξύλινος κύκλος ή γύρος ή σκελετός του κοσκίνου
Επαίρναν τομ μάντην να τογ κάμουν βασιλέα τζ' είδεν τους πεύκους τζ' είπεν αδέ πεύκους για υλάρκα
Ερμηνεία: Επί των αμετάβλητων και αδιορθώτων και προσκεκολλημένων τους έθιοι, (γ)υλάριν= ο ξύλινος κύκλος ή γύρος ή σκελετός του κοσκίνου
Άσπορος να μεμ μείνω, όξα εν να κλάψω το θέρος;
(1930)
Το δύσκολον και το κακόν είναι το να μη δυνηθεί τις να σπείρη. Όταν σπείρη, το θέρος είναι εύκολον να το κάμη όσον πολύ και αν είναι. Παροιμία επί περιστάσεων, καθ΄ ας επιχειρών να κάμη τι εύκολον συναντά εμπόδια και ...
Που μακρυά φαντάσσει τζαι που κοντά λαμπάζει
(1930)
Λέγεται επί των φαινομένων καλών, αλλά πράγματι μη εχόντων αξίαν
Άλλα κόβκει ο νους του γάρου τζ' άλλα τζείνου που τον λάμνει
(1920)
Ερμηνεία: Επί των υποκειμένων εις άλλους, εξαρτωμένων εξ άλλων, των μη δυναμμένων να έχουν ιδική την θέλησιν
Σαράντα αυγκά στον τοίχον τζαι πάλ' αλί τ' αυγκά
(1920)
Ερμηνεία: Επί των αδυνάτων
Όποιος εν είδεν όρη τζαί κάστρη, είδεν την τρούλλην του φούρνου τζ' εποθαμμάστην
(1930)
Ερμηνεία: Λέγεται επί των δεικνυόντων θαυμασμού δι' ασήμαντα ή αποδιδόντων σημασίαν εις μικρά και ασήμαντα. Τρούλλη=κορυφή
Γυρεύγκει κρόγκον να κρογκάρη
Ερμηνεία: Λέγεται συνήθως επί ζητούντος στα καινούργιας ή δόλου ή οιποδήποτε άλλου μέσου να κερδίση τι παρ' άλλου. Σημείωση: Κρόγκος = ότι τρώγει τις δωρεάν, δολιώς, αδίκως
Στηγ κρίσιν του Θεού μου σ' έχω αγκαλεμένον
(1930)
Λέγεται συνήθως υπό των αδυνάτων, οι οποίοι αδικούμενοι αδυνατούν να λάβουν εκδίκησιν εναντίον των ισχυρών ενίοτε δε και υπό τύπον αστείου
Που να 'μεινα δίχα σου
(1930)
Παροιμιώδης φράσις, φράσις σημαίνουσα είθη ν' αποθάνως και να μείνω άνευ σου
Ο μάντης ρήγας τζ' αν γενή, πάλε μαγγές μυρίζει
(1920)
Ερμηνεία: Μάντης = ο γονωτής, κασσιτερωτής αγγείων
Ο μάντης ρήας τζ' αγ γεννή, πάλαι μαγγές μυρίζη
(1930)
Ερμηνεία: Λέγεται επί εκείνων, οι οποίοι, εκ ταπεινής οικογενείας καταγόμενοι, οτιδήποτε και ανγέννουν, όσον και αν πλουτίσουν, όσα αξιώματα και αν λάβουν, διατηρούν πάντοτε κάτι μαρτυρούν των ταπεινών καταγωγών των, το ...
Πάλε καλώς σας ηύραμεν, πάλε jηνούργκος χρόνος
(1930)
Ερμηνεία: Επί των επανερχομένων εις το ίδιον σημείον μια επιχειρήσεως κατόπιν αγόνων και ακάρπων προσπαθειών και κόπων, ως ο κύκλος του χρόνου, όστις παρουσιάζει εκάστοτε τα ίδια πράγματα
Τομ Μαμ πουλούν σιτάρκα τζαι τον Άουστον τα λάδκια
Ερμηνεία: Παροιμία δια την κατάλληλον περίστασιν της πωλήσεως εκάστου πράγματος
(Λεφτοπείνα, λεφτοδίψα) εγείνημ πνέμμαν
(1930)
Σημείωση: Λεφτοπεινώ = ισχναίνομαι εις πείνης και στερήσεως
Βού(δ)ιν που την βου(δ)ατιάσ σου τζαι παι(δ)ίμ που τηγ καρκιάσ σου
(1920)
Ερμηνεία: Καρκιά = καρδιά
Το σάββατον ως σάββατον ελύτζιασεν ο Γιάννης
(1920)
Σημείωση: Λυτζιάζω=γίνομαι λύκος (κασσίδης), φαλακρός
Ράφτης ακατάραφτος, τσαγγάρης ανυπόλυτος
(1920)
Ερμηνεία: Επί εκείνων, οι οποίοι στερούνται εκείνων, τα οποία παράγουν
Απου πεινα ψουμιά θωρεί τζ' απου λιμάσσει πίττες
(1920)
Σημείωση: λιμάσσω = λιμώσσω