Αναζήτηση
Αποτελέσματα 81-90 από 106
Κατά το χαλί σου άπλωνε το πόδι σου
(1940)
Μη θέλεις να ζείς καλύτερα από όσο μπορείς, καθώς εκείνοι που είναι εύποροι. Μην ξοδεύεις πιο πολλά από όσα σου επιτρέπεται
Εκύλιεν το κουτί κι ηύρεν το κουτοπούλι
(1940)
Λκύλισε το κουτί και βρήκε το μικρό κουτί. Ειρώνικά, για το σμίξιμο που κάνουν άνθρωποι χωρίς χαρακτήρα ή με κακό χαρακτήρα
Ερχόντανεν η λυγερή κι εγόρασε λανάρι
(1940)
Αρχόντηνε η λυγερή κι αγόρασε λανάρι (εργαλείο όπου ξαίνουν το μαλλί). Για τους φανταγμένους, που πάνε και παίρνουν πράματα άχρηστα, το λανάρι δεν το χρειάζεται κανείς κάθε μέρα – ο φανταγμένος νομίζει ότι αν το 'χει κι ...
Έχασα νύφεν και γαμπρό, τα δυο παιδιά μου έχω
(1940)
Έχασα νύφη και γαμπρό, τα δυο παιδιά μου έχω
Είδεν το κι είδεν κι έπεσεν κι επέθανε
(1940)
Είδε κείνο που δεν είδε κι έπεσε και πέθανε
Εξηύρες μισοπότινα κι επόμειναν καλόσια
(1940)
Κβρήκες μισές μποτες κι απομείνανε γαλότσες
Είδες άσπρον άλογο; Ουδε άσπρον ουδε μαύρον
(1938)
Είδες άσπρο άλογο; Ούτε άσπρο, ούτε μαύρο. Ότι καλύτερα είναι να ησυχάζει κανείς, να μή γνοιάζεται γιά τίποτε και να μήν παθαίνει επομένως και τίποτε
Εδώκανε σε πρόσωπον και θέλεις και τ' αστάρι
(1940)
Σου δώκανε πρόσωπο (μπροστινό μέρος, καλή μεριά) και θέλεις και τή φόδρα. Γιά την πλεονεξία
Δεμένον πράδι
(1940)
Δεμένο πόδι. Για τον εμποδισμένο, που σκλαβώθηκε με κάτι και δε μπορεί να κάνει τίποτ' άλλο για το κορίτσι, που αρραβωνιάστηκε όπως και να' ναι κι ύστερα δε μπορεί να πάρει έναν καλύτερο
Γυμνός κι άτσατσαλος
(1940)
Γυμνός και τσίτσιδος. Χαρακτηρισμός για τον πολύ φτωχό ή για το κορίτσι που πάει και παντρεύεται χωρίς προίκα. - Παραλλαγή : Γυμνός και γυμνόκωλος