Αναζήτηση
Αποτελέσματα 81-90 από 101
Ερχόντανεν η λυγερή κι εγόρασε λανάρι
(1940)
Αρχόντηνε η λυγερή κι αγόρασε λανάρι (εργαλείο όπου ξαίνουν το μαλλί). Για τους φανταγμένους, που πάνε και παίρνουν πράματα άχρηστα, το λανάρι δεν το χρειάζεται κανείς κάθε μέρα – ο φανταγμένος νομίζει ότι αν το 'χει κι ...
Έχασα νύφεν και γαμπρό, τα δυο παιδιά μου έχω
(1940)
Έχασα νύφη και γαμπρό, τα δυο παιδιά μου έχω
Είδεν το κι είδεν κι έπεσεν κι επέθανε
(1940)
Είδε κείνο που δεν είδε κι έπεσε και πέθανε
Εξηύρες μισοπότινα κι επόμειναν καλόσια
(1940)
Κβρήκες μισές μποτες κι απομείνανε γαλότσες
Εδώκανε σε πρόσωπον και θέλεις και τ' αστάρι
(1940)
Σου δώκανε πρόσωπο (μπροστινό μέρος, καλή μεριά) και θέλεις και τή φόδρα. Γιά την πλεονεξία
Δεμένον πράδι
(1940)
Δεμένο πόδι. Για τον εμποδισμένο, που σκλαβώθηκε με κάτι και δε μπορεί να κάνει τίποτ' άλλο για το κορίτσι, που αρραβωνιάστηκε όπως και να' ναι κι ύστερα δε μπορεί να πάρει έναν καλύτερο
Γυμνός κι άτσατσαλος
(1940)
Γυμνός και τσίτσιδος. Χαρακτηρισμός για τον πολύ φτωχό ή για το κορίτσι που πάει και παντρεύεται χωρίς προίκα. - Παραλλαγή : Γυμνός και γυμνόκωλος
Εγρίβωσε κι επόμεινε
(1940)
Χαμογέλασε διάπλατα κι απόμεινε. Παρατσατικό του τρόπου, γεμάτο γαλήνη, με τον οποίο ξεψυχούν μερικοί
Η κόρ' εγάπανεν τον χορόν και ηύρεν λυριτζήν άντραν
(1940)
Η κοπέλα αγαπούσε τον χορό και βρήκε άντρα λυριτζή. Αντίστοιχο με την παροιμία: Κύλησε ο τέντζερης και βρήκε το καπάκι
Η δούλα του ση χρείαν κάεται
(1940)
Η δούλα του στό αποχωρητήριο κάθεται. Πρός όσους αγαπούν να στέλνουν σε θελήματα τους άλλους, χωρίς να μπορούν ούτε να τους επιτρέπεται να διατάζουν. Ας φωνάξουν τή δούλα τους να πάει, πού αυτήν τή στιγμή, ειρωνεία, ...