Αναζήτηση
Αποτελέσματα 91-100 από 923
Τσι ποπάδαις που εφτειάγω εγώ είμαι
(1874)
Τον δεσπότην ερώτεσαν “Μωρόν εξέρεις και φωτίζεις;” Κι εκείνος είπεν, Τσι ποπάδαις που εφτειάγω εγώ είμαι = Αρχιερείς ερωτηθείς ει οίδε βαπτίζειν νήπιον απεκρίθη “εγώ ειμί ο τοις ιερείς ποιών (χειροτονών). Ερμηνεία: Π. Ή ...
Και κι σέζω κι απέσ αχτί
(1874)
Ερώτεσαν κάποιον “πλακίν ιξέρεις και ψένεις; Κ΄ εκείνος είπεν : “Και κι σέζω κι απέσ αχτί” Ερωτηθείς της ει επίσταται πλακίον έψειν, απεκρίνατο “και χέσαιμι αν επ΄ αυτό”
Τημ μυρμήκαν καμέλιν ποίει
(1874)
Τον μύρμηκαν κάμηλον ποιεί
Εσύ πάς εκαρκάριξες κ' εσήβες 'ς σύν δουλείαν
(1874)
Και σύ ως ευσθενούσα δή μετέσχες της εργασίας ή του έργου. Ερμηνεία: Π. Ειρωνική επί των μή ευσθενούντων μετεχόντως δέ τινος εργασίας ες δή ασθενών
Έργον και δουλειάν εποίκες άτο
(1874)
Έργον και ενασχόλησιν εποιήσω αυτό
Άμον διμαγγείον μίαν αδά και μίαν ακεί
(1874)
Ως πεφυσιωμένος ασκός (;) οτέ μεν ενταύθα ότε δε εκείσε
Και τ' ελαίας τ' έξου και τ' οβγού ταπέσ
(1874)
Ερμηνεία: Θέλει τότε της ελαίας έξω και το εντός του ωού. Επί των ότι δυούν προκειμένου προς εκλογών του ετέρου, αμφοτέρων εφιεμένων. Ή εν συντόμω επί των πλεονέκτων
Το πολλά το γέλος φέρ και ολίγον κλαίειν
(1874)
Ο πολές γέλως επάγεται και ολίγον κλαύμα
Η πορδή έσπασεν ας σο γέλος
(1874)
Η πορδή εξερράγη εκ του γέλωτος