Αναζήτηση
Αποτελέσματα 101-162 από 162
Εν να σε κάμω με δκυο ονόματα
(1924)
Παρεμφερής “Θα σου βγάλω τα μάτια”, ώστε ο τυφλωθησόμενος, κατά την απειλήν, θα έχη δυο ονόματα, το κύριον του όνομα και το επώνυμόν στραβός
Με τα λόγια τα δικά μας, αναπαύκεται η καρκιά μας
(1924)
Συνοδεύεται από κείμενο ....
Πκιε να πκιούμεν και ο Θεός να τα πκιερώση
(1924)
Ας το ρίξωμεν στην διασκέδασιν αφροντιστούντες εντελώς περί των δαπανών της
Που τάμμάθκια φως εν είδα και εν να δω απού τα βρύδκια;
(1924)
Όταν τις δεν είδεν ωφέλειαν και ανακούφισιν παρ΄ οικείων του και στενών συγγενών, δεν ημπορεί να ελπίζη τοιαύτην παρ΄απωτέρων συγγενών του ή ξένων
Όπκοιος λείπει, λείπει και η μοίρα του
(1924)
Λέγεται εις τους ερχομένους εις γεύμα ή εστίασιν κατόπιν εορτής και ζητούντας μερίδιόν των, το οποίον όμως δεν εφυλάχθη
Έκαμεν η φτείρα κώλον και έχεσεν τον κόσμον ούλον
(1924)
Περί των νεοπλούτων
Μάχον, όσα μπορείς και όσα θέλει ο Θεός
(1924)
Προσπαθώ, δουλεύω
Εν έχει που τον ήλιομ μοίραν
(1924)
Ερμηνεία: Επί των άγαν ουσμοίρων
Η πογιά σου εβ βάφει πάνω μου
(1924)
Δεν θα δυνηθής να με γελάσης
Κουκκιά και καλοκάσιν έναν τόπον εν να πάσιν
(1924)
Λέγεται προς τους κάμνοντας εν γεύματι παρατήρησιν διά την μη κατά τάξιν προσκόμισιν των φαγητών
Ο νους ο πελλός κάμνει τησ σόρταν κακορρίζικην
(1924)
Ερμηνεία: Επί των μη επωφελουμένων περιστάσεις και καιρούς ευνοϊκούς
Ο οκνιάρις εν και βαρυγομαρκάρις
(1924)
Ο οκνηρός βαρυφορτώνεται, διά να αποφεύγη πολλούς δρόμους προς μεταφοράν των μετακομιστέων πραγμάτων. ΣΚ. Β΄, 278 αρ. 17
Τα νερά 'ςτα νερά τρέχουν
(1924)
Εις τους πλουσίους συρρέουν αεί πλείονα χρήματα
Η καμήλα που το φτίν εν κουτσαννίσκει
(1924)
Κουτσαννίσκει = Κουτσαίννεται
Ο κακός σκύλλος εν έχει ψόφον
(1924)
Ερμηνεία: Επί τω ν κακών και βλαπτικών, ων βραδύνει ή μας φαίνεται ότι βραδύνει πολύ η ποθητή εξαφάνισις
Ο πελλός θαρκέται, πως εν ούλλοι πελλοί
(1924)
Ή μάλλον ερωτηματική
Όπου θέλει ο κουτσσαγκάς, κολλά το φτίν του μπότη
(1924)
Λέγεται ιδία περί προεστών και προυχόντων κοινοτήτων ή δικαστών, απονεμόντων το δίκαιον, όπως θέλουν, αυθαιρέτως
Ο Θεός σφαλα μιάμ πόρταν και αννοίει καμαρόπορταν
(1924)
Παρά Σακελλ.:άλλην. Και αν στερηθώ τίνος, ο Θεός θα μου δώση άλλο αγαθόν ακόμα μεγαλύτερον ΣΚ. Β', 281 αρ. 116
Απόζ ζυμώση Σάββατον, κακήν Δευτέραν έχει
(1924)
Οφείλομεν να είμεθα προβλεπτικοί
Εξέβημ που τον Άδηφ φώς
(1924)
Επί όλως απροσδοκήτου επιτυχίας
Αμ μέσ σηκώση ο Θεός τον έναν, τον άλλον εν καθίσκει
(1924)
Άλλοι υψώνονται και άλλοι ταπεινώνονται, άλλοι βαίνουν προς την ευτυχίαν και άλλοι προς την δυστηχίαν κ.τ.λ.
Άδε νους για πίσκοπον!
(1924)
Ερμηνεία: Επί των ζητούντων θέσιν τινα υπερτέραν των προσόντων και της αξίας των. Ειρωνικώς. ΣΚ. Β', 284, αρ. 237
Εμάλλωσε με τομ μαύρον
(1924)
Εμέθυσεν, εν Ζαγόρι
Άνταν έτρωες τη γρούταν, σήεν αθθυμάσουν τούτα
(1924)
Όταν απέλαυες απερισκέπτως τινός, ώφειλες να σκέπτεσαι τα κακά επακολουθήματα του.
Άνταν έτρωες την γρούταν, σήεν αθθυμάσουν τούτα
(1924)
Όταν απέλαυες απερισκέπτως τινός, ώφειλες να σκέπτεσαι τα κακά επακολουθήματα του
Που τες σέλλες σάματα και που τα σάματα χαμαί
(1924)
Τα σάματα είναι εφίππια ήττον πολυτελή από τες σέλλες. Επί των βαθμιαίως και ούχι αποτόμως περιπτόντων εις ένδειαν και δυστυχίαν.
Η σιωπή του βρενίμου εν η απάντησι του πελλού
(1924)
Παρεμφερής: Η σιωπή τους φρενίμους εν η απόκρισι τους πελλούς
Εν εμ πάντα Πάσκαν, έχει και Σήκωσιν
(1924)
Δεν ουριοδρομούν πάντοτε τα πράγματά μας. Οφειλεί τις να αναμένη και αντιξόους περιστάσεις
Το πράμαν το καλόν συντυχάννει μανιχόν του
(1924)
Το καλόν εμπόρευμα δεν έχει αναγκην διαφημίσεως
Τίτσιρος και ανυπόληπτος και δαχτυλίδκια φορεί
(1924)
Όλα τάχει η κουρελλού κ.τ.λ.
Αν έμ μήλον, εν ν' αθθήση
(1924)
Αν είναι πραγματικόν, θα φανή, θα αποδειχθή. Σ.Κ. Β' 284 αρ. 222
Η μέρα φαίνιτι απού του προυΐ
(1924)
Τα προτερήματα η ελαττώματα διαφαίνονται εκ της παιδικής έτι ηλικίας
Ο κώλος ο τίτσιρος είδεν το βρακίν και εχέστην
(1924)
Μετά σαρκασμού περί εκείνων, οίτινες ξιππάζονται και το παίρνουν επάνω των ευθύς ως επιτύχουν καλήν τινα θέσιν ή προαγωγήν τινα εν γένει της τέως ταπεινής καταστάσεώς των
Απόν καλά, καλούλλικα, καλλύττερα γυρεύκει, ο δκιάολος του κώλου του κουκκιά του μαειρεύκει
(1924)
Ερμηνεία: Επί των πλεονεκτών
Είπαν του πελλού “πελλέ!” και επέλλανεν τέλεια
(1924)
Παραθαρρύνων και παροτρύνων τις άλλον εις τι
Κάθε ξύλο τον καπνόν του ξέρει
(1924)
Καθένας έχει τες σκοτούρες του
Κάψε με και βαρ' μου (βάλε μου) μύξαν
(1924)
Ερμηνεία: Ειρωνικώς πρώτα μου κάμνεις το κακόν, με βλάπτεις και ύστερα ζητείς να με ψευτοπαρηγορήσης ή να με ψευτοϊκανοποιήσης
Όπου καπνίζει, εμ μαειρεύκουν
(1924)
Όσοι καπνίζουν, ούλοι εμ
Ως που κάθεται ο βοσκός, τα γίδκια ξωμακρίζουν
(1924)
Ερμηνεία: Επί παραμελουμένων ευκαιριών
Εγιώ στραώννω και πουλώ και εσού άμπλεπε και βόραζε
(1924)
Ο αγοραστής, μη επηρεαζόμενος από την διαφήμισιν παρά του πωλητου του εμπορεύματός του, οφείλει να προσεχη πολύ, τι μέλλει ν' αγοράση, ίνα μη μετανοήση δια την αγοράν του ύστερον
Πετάχτην η παπουτσα σου
(1924)
Ερμηνεία: Λέγεται προς παίδα τέως μονογενή μετά την γέννησιν και μικροτέρου αδελφού του οιονεί: Πήγε πειά η μποΓια σου, παρήλθεν η αποκλειστική προς σε στοργή των γονέων και οικείων σου!
Αλοί 'ςταγγειόν, πον να ραή
(1924)
Ερμηνεία: Επί των υφισταμένων χρηματικήν ή μάλλον σωματικήν τινα βλάβην δυσεπανόρθωτον
Είπαν της τιμημένης πουτάνα και έμπην έσσω και ερρομανίστην
(1924)
Αμφότεραι αι παροιμίαι λέγονται συνήθως ομού προς έξαρσιν της φιλοτιμίας της εντίμου γυναικός εν σχέσει προς την αναίδειαν της ελευθερίων ηθών
Το μεσ σε μέλει, μερ ρωτάς, ποττέ κακόμ μεν έχεις
(1924)
Μη ενδιαφερόμενος δια τα αλλότρια, μη πολυπραγμονών ημπορείς ν' απαλλαγής πολλών πραγμάτων και δυσαρέστων
Μεφ φοάσαι τοσ σκύλλον, που λλάσσει και εδ δακκάννει
(1924)
Οι ύπουλοι εχθροί επικινδυνότεροι
Γλήορη και καματερή το Σάββατον το δείλης
(1924)
Περί γυναικών οκνηρών, αι οποίαι αφήνουν όλας τας εργασίας της εβδομάδος δια την μ.μ. του Σαββάτου
Που Σάββατον ως Σάββατον ελύτσιασεν ο Γιάννης
(1924)
Αι αναβολαί επιζήμιοι
Ράφτης ακατάρραφτος, τσαγγάρις ανυπόλυτος
(1924)
Άλλων ιατρός, αυτός έλκεσι βρύων
Συντυχαίνω. Απόν εσύντυχεν, επέθανεν
(1924)
Ο μη υποστηρίζων δια του λόγου το δίκαιον του ή όστις συκοφαντούμενος δεν αμύνει εαυτόν, ζημιούται σφόδρα.
Εταξάσ σου τοβ βούν; πκιάσ' το σχοινίν και βούρα
(1924)
Όταν τις σου υποσχεθή κάτι τι, ζήτησε το αμέσως, εκ φόβου μήπως μεταμεληθή και ανακαλέση την υπόσχεσίν του.
Αφ' φάη σκατά η κατσικορώνα, η θάλασσα εν ιξημαρίζει
(1924)
Με το να υβρίση κακόγλωσσος τις και υβριστής (κατσικορώνα) άλλον τινά ευϋπόληπτον (θάλασσα), ούτος ουδόλως ατιμάζεται ούτε μειώνεται η τιμή του. Ανάλογοι και οι παροιμ. “πάνω 'ςτο γιαλίν τίποτ' εν κολλά”, “ο λόγος ο άσχημος ...