Αναζήτηση
Αποτελέσματα 7201-7300 από 7576
Όσον θέλει ο παπάς τ' αλλουνού παπά καλό, τόσον να ψηθή τ' αυγό
(1876)
Ιστορική
Σαν σου τύχη πειρασμός, δέξου τον για αγιασμό
(1876)
Λύπη υπομονητέον
Να δουλεύγω να πεινώ; Ας κοιμούμαι να πεινώ
(1876)
Παρά να ... ας κάθωμαι
Μαζίν του θέλει να παίξ' αμάδες
(1876)
Ίσοι κι' ίσοι
Δεν είναι παίξε γέλασε!
(1876)
Ούχι σμικρά, αλλά μέγα τι και σπουδαίον. Ούχι περί παρωνυχίδος
Πέτρα θα ρίξω πίσω μου
(1876)
Ως οι Εβραίοι έρριπτον
Καλά τους γονιούς και τα παιδιά
(1876)
Γαλλική παροιμία
Κάθε παιδίν κι' η τύχη του
(1876)
Κι' η κόρη του
Έβγα όξω και μπομπέψου, έμπα μέσα και πορέψου
(1940)
Καλύτερα θα κάμης τη δουλειά σου με τα υπάρχοντα, παρά να βγης να ζητάς βοήθεια από ξένους
Οπου πεινα ψωμιά θωρεί κι οπου διψά πηγάδια
(1940)
Ότι επιθυμεί κανείς βλέπει
Με το σήμερο και με το αύριο
(1876)
Περνα ο καιρός
Όποιος δεν παχτώνει καλά, χάνει το τυροβόλι
(1876)
Τον τυρόβολο;
Άνθρωπος που μπορείς να παίζεις μαζίν του την μέραν και στα σκοθεινα
(1876)
Τιμιώτατος, ευθύς άνθρωπος
Μια φουχτιά ναρριχτες, κουκκί δεν ήθελε να πέση χάμαι
(1876)
Ομηρικής παριστώντες τα πράγματα, ομοιωματικώς = πλήθος πυκνόν
Τ' αυγά περνα 'πο το χαρκά
(1876)
Ερμηνεία: Φιλάργυρος
Συνταμένος είναι, σαν το σμάρι
(1876)
Διότι προάγγελοι μέλισσαι, προειδοποιούν και το σμήνος και αν εν μέσω το πιάσουν, ου δεν ήττον αφεθέν θ' απέλθη όπου ώρισαν οι προάγγελοι
Για 'ναν παράν κάνει δέκα τουμπες
(1876)
Ερμηνεία: Μετάνοιες, άνθρωπος ημιοβολιμαίος
Μηδέ πια πολύ, μηδέ πια λίο
(1876)
Ne piu, ne meno
Ο ένας στην Πόλιν κόβγει κι' ο άλλος εις τη Χιό ράβγει, κι' ο άλλος εδώ μπαλλώνει
(1876)
Αρισταγόρας υπόδημα
Π' αντον πρέπη ξυλοκόβγει, από φτώχεια δεν τον κόβγει
(1876)
Όστις εργάζεται νουνεχώς, ου πτωχεύσει
Παίξε την λύραν να φύγουν οι ποντικοί
(1876)
Ή παίξε την λύραν να μαζευτουν οι ποντικοί
Το πρώτον άπλωμαν είν' ό,τι κι' αν ην
(1876)
Επιχείρημα κατά γυναικός
Του Ρωμιού η γνώση ύστερα 'ρχεται
(1876)
Ογιλέτιρ ...γκιαουρούν ακιλλί σοραντάν γκελίρ, βελάκιμ σορακί πισμάν φαϊντά ετμέζ. Του απίστου η φρόνησις με τα έσχατα έρχεται, αλλ' η τελευταία μετάνοια εις ουδεν ωφελεί
Πρώτος ήμουν κ' ύστερος εφάνηκα
(1876)
Πρώτος ήμουν κ' ύστερος κατήντησα, εγίνηκα
Πάρτε, διαόλοι (ενορίται) βάγια να κάμετε σταυρούς
(1876)
Ιστορ. Ζακύνθ. Ή Κεφαλλήν. Ιερεύς των Βαΐων
Παπάς μπορείς να γενής, μ' άνθρωπος ντεϊμεντέ
(1876)
Ανέκδοτη Κρης τουρκος και αμοργινός
Τύχην ναχουν τα προυκιά, κι' ας είν' και κορκιδενια
(1876)
Κεφαλλήνων
Πια γλήορη θα γειάνης, παρά που θα παντρευθής
(1876)
Παιδικόν
Για πείσμα της γυναίκας μου, να κόψω την ψαρήν μου
(1876)
Ψαρήν = υποδηλούται άσεμνον
Κάλλιο γδάρε μια κατσίκα, παρά να σκοτώσης έναν άνθρωπον
(1876)
Για να ξεθυμώσης- ξεθυμάνης
Ο παπάς αφ' την Αγία, ήχασεν την παπαδιά
(1876)
Εγκράτ.
Η παντρειά και το τσουκάλι θέλ' αναγκαση μεγάλη
(1876)
Προσπάθειαν σύντομον
Το γλυκό μελάκι, του (ή στου) παιδιού μου το παιδάκι
(1876)
Εστί, έσεται
Που δεν σπείρη, δεν ορπίζει κι οπου σπείρη, κάτ' ορπίζει
(1876)
Κι όπου = πάντ'
Μην μου πολυψηλώνεσαι του ψηλωμού δεν είσαι και το χωριό μας είν μικρό και ξέρω τίνος είσαι
(1876)
Ή μην το πολυψηλώνεσαι του ψηλωμού δεν είσαι και το χωριό σου 'ναι κοντά και ξέρω πίνος (απότεν) είσαι
Εκόπην σου πιόν το πουκάμισον, εκόπη
(1876)
Ενυμφεύθης, αμετάτρεπτον
Από βραδύς με σκόλασε και το πουρνό με κάμε
(1876)
Λέγει η εορτ.
Εμέναν πάλιν ας με πάρη το ποτάμι
(1876)
Παράπονο
Το πουλίν από την φωλιάν του γνωρίζεται
(1876)
Ή το πουλίν από την φωνήν του γνωρίζεται ή το πουλίν από την κοίτην του φαίνεται
Αν εμίλειν η πέτρα, εμίλειν κ' εκείνος
(1876)
Δηλαδή βουβός