Αναζήτηση
Αποτελέσματα 6101-6200 από 7576
Ο καβγάς ήτο για το πάπλωμα
(1876)
Ναστραδέν Χότζας
Δέκα τα χα, κι' εννιά τα βρίσκω
(1876)
Χλεύη θηραίων
Αν φταίχω γω, να σκασ' ο άντρας μου κι' αν φταίχ' εκείνος, να σκάσ' εκείνος
(1876)
Ως το : ή όλοι να ελευερωθώμεν
Με το σκαμάγκι τράβα το γαίμα
(1876)
Βαμβάκι παίρνει... (σύρνει), Σκάμμα = Βυζαντ. Σημ. Ατάκι πτωχο πρ. Κ' Βυζαντιν
Τά γάρ οψώνια της αμαρτίας θάνατος
(1876)
Ρωμ. Στ' 23
Αστραπόβροντα θ' ακούσης,μα τ' αυγά σου μπα ν' αφήκης, (μη αφήκης)
(1876)
Πρός κλωσσούν και είς έθιμα
Ως που να σύρη τ'όναν του πόδι, τρών οι σκύλοι τ' άλλο
(1876)
Να σύρη ή να σύρ' εμπρός ή να σηκώση. Τρών οι σκύλοι τ' άλλο ή σκουλουκιάζει
Χωρίς πόρταν και βασίλην, τίποτε δεν αποστάζεις
(1876)
Αποστάζεις ή αφεντεύγεις ή εγλυτώνεις
Ένας νους, κι' εκείνος ρωμαΐκος
(1876)
Μωρός, διότι οι Ρωμαίοι, υπό μωρίας και αναξιότητος έχασαν την Πόλιν
Ως αετού η νεότης σου
(1876)
Λούζεις με χτενίζεις με, ξέρω ποιά 'ν' η μάννα μου
(1876)
Περί αγνωμοσύνης
Αργεί να πη τον λόο, μα σαν θα τον πη 'ναι πητιά
(1876)
Ειρωνική
Ο άνθρωπος στην ξενιτειά, μήδε φωνή, μήδ' ανεπνοιά
(1876)
Ώσπερ όρνεον, όταν καταπεταστή εκ της ιδίας νοσσίας, ούτε άνθρωπος δουλούται, όταν αποξενωθή εκ των ιδίων τόπων
Π' όν έχει μάνναν κι' αδερφή βουθά των νύχτα κι η αυγή
(1876)
Π' όν = δεν
Να ζήσης να γεράσης, και ψωμί να μη χορτάσης
(1876)
Και καταρ. ειρων.
Το ξύλο πελέκα το να ξιμπερδεύγη
(1876)
Αποστέφομαι τα μισά μέτρα. Ή όλα, ή τίποτε
Πού να πάρω και πού να δώκω;
(1876)
Ο ζευγάς του χρόνου θ' αρχοντήνη
(1876)
Ες νέωτα
Να ΄ξερεν κανείς είντα θα τ΄ απονέβη
(1876)
Συνοδεύεται από κείμενο...
Που ξέρει κι' οπού δεν ηξέρει, μιλεί
(1876)
Συ = όνειδος
Άλλο να δης κι άλλο να πης
(1876)
Με την βουλή μου, κι' η γυναίκα μου
(1876)
Ερμηνεία: των παραχωρώ
Τ' αυγόν ήσκασεν και την ήβγαλε
(1876)
Ωραία,αγνή,Ελένη
Ρίξε το κάτω και πιάσ' τ' αυτιά σου χόρευγε
(1876)
Ρίξε το κάτω=κάμε το γιαλόβαφο. Να γένη γερόν,οαιδικόν
Αυτό δεν είναι παντρειά
(1876)
Παροιμία δεικνύσα της υπανδρ. ή του γάμου, το εκ της ιερότητος αδιάλυτον
Αξαναστροφα φορεί τα ρούχα του
(1876)
Είρων δια τους απροσεκτως και ατημελήτως ενδυομένους ως τους προξενητάς και καταρωμένους ινα μη βλάπτη;
Το πράμα σου το φύλαε, για την κακή σου μέρα
(1876)
Το = αυτό, τουτο
Επήραν οι ποταμοί σου, Κύριε
(1876)
Τα πήρεν ο ποταμός επί υδατ. Χυνομ;
Κόψε μου το νερό να ξερατούν τα λάχανα
(1876)
Δεν τον έχω χρείαν
Τα δεν νειομάθη, δεν τα γερονταφήνει
(1876)
Αντί του τα νειομάθη
Δουλειά δεν είχαμε και δουλειάν ηύραμε
(1876)
Η μπελάν...
Αλογύρα καλουριά, να μη σβύσης τα κεριά
(1876)
Αλογύρα=αλλού γύρισε, δείξε μας τη ράχι
Είδα 'γω γέρον παπά, κι' ήθαβγε μωρά παιδιά
(1876)
Μικρά
Δεν με θέλουν στο χωριό, κι άρχοντας πά να γενώ
(1876)
Πρωτόγερος θέλω
Τί 'σαι σύ καί τί ΄μαι 'γω;
(1876)
Είμεθα όμοιοι