Αναζήτηση
Αποτελέσματα 7101-7200 από 7576
Στα έξι δόντια βγάλλει τα πέντε χάρισμα
(1876)
Στα έξι δόντια βγάλλει το ένα χάρισμα. = ή ότι αδύνατον ή ότι δια το εν λαμβάνει ένα δι' όλα
Αγάπα να παίρνης, μ' αγάπα και να δώνης
(1876)
Φιλάργυρος
Στου κουφού την πόρτα όσο θέλεις χτύπα
(1876)
χτύπα ή βρόντα
Από του Σταυρού ίσα με του Νικήτα
(1876)
Βαστούν διαρκούν 13, 14 Σεπτεμβρίου = εφήμερα
Ο Άοστος επλάκωσεν, άκρια του χειμώνα
(1876)
Η πρώτη άκρα του χειμώνα
Όλα 'ν' του γάμου δύσκολα κι η νύφ' αγκαστρωμένη
(1940)
Το λέν όταν σου τυχαίνουν πολλές δυσκολίες
Τα 'χεις νηστικός στον νουν του, ο πιομένος στα σοκάκια
(1876)
Τα φωνάζει εις το στόμαν του πιομένου
Τα δανεικά ρούχα βράσιν δεν πιάνουν
(1876)
Ζέστην δεν δώνουν
Τίμα τα ρούχα σου, να σε τιμήσου κι εκείνα
(1876)
Τη αγγλική: τίμα τα ενδυματά σου, όπως τιμηθής υπ΄ αυτών
Ήλυωσεν, ως λυώνει ο δίκαιος
(1876)
Δίκαιος = νεκρός
Χαρά στην μοίραν του που 'ναι λωλός
(1876)
Άφροντις
Τον Μάρτην ηάν' εργάτες και μην τους περιβλέπεις
(1876)
Ερμηνεία: Διότι μεγάλη ημέρα, μη επιτηρής
Τ' ακαμάτη το μαχαίρι το θαρρείς πως είν' νυστέρι
(1876)
Διότι αργών, πάντοτε το ακονίζει
Αντί να καίει η ελιά, καίεται το μεσόξυλο
(1876)
Μεσές, δρύς
Μιαν φοράν που το γάλαν ήτον άσπρον
(1876)
Κωμική
Όπου κι' αν είναι κανείς, σαν ζη καλά, σαν να 'ναι στην Αμοργό
(1876)
Πάσα γή πατρίς, ανέκδ. Άραβος εξ Αγγλίας φοίνιξ
Αυτός δεν είχεν κ' ήκαμε, κι ο άλλος είχεν κ' ήχασε
(1876)
Εισίν οι πλουτίζουσιν, μηδέν έχοντες και εισίν οι ταπεινούντες εαυτούς εν πολλώ πλούτω, παροιμ. Σολομ. Ιγ', 7
Σε τίποτα δεν ενεκατεύγεται κι' από τίποτε δεν λείπει
(1876)
Ερων έφρ.
Δεν με κλει' η πόρτ' απ' όξω
(1876)
Παραδειγματισμός συγκοπής;
Κατατρέχουν τον σαν την κουκουμαύλα
(1876)
Όλα τα πουλιά όντως την κυνηγούν την ημέραν, δια να βγάλουν τα μάτια της. Της τα ζηλεύγουν, διότι είναι εύμορφα, ως έχει λόγος
Πό΄ χει γρόσα στο κεμέρι έχει δυνατόν το χέρι
(1876)
Μακρυόν
Τα 'χα γω, ήλεα της θείας μου
(1876)
Δηλαδή άπερ είχον
Για καλόν και για κακό, θάψετέ τον λαϊκό
(1876)
Συνοδεύεται από κείμενο ...
Η κοιλιά παναθύρια δεν έχει
(1876)
Ό,τι κι αν φάγη τις, δεν φαίνονται και μόνη η παραδαρμένη τα γνωρίζει
Με λόγια η κοιλιά δεν γεμίζει
(1876)
Μόν' θέλει φαγιά, ψωμιά, ουσίαν
Ποιός πάει στο λουτρόν και δεν δρώνει;
(1876)
Διακστική
Ήπιες το κρασί, πιε και την ύλη
(1876)
Συνεκποτέα 'στι και την τρύγα
Του καλού σου βουτηχτή, στο βγάρμα βλέπε
(1876)
Μηδένα προ του τέλους
Καθένας το καλύτερόν του γυρεύγει
(1876)
Για το συμφέρον του, σύμφορόν του πολεμά
Όλο λαλάς σαν την κομμένην κεφαλή
(1876)
Μιλείς μιλείς, όλο μιλείς
Ως που να 'χ' η φλάσκα βίνο τραουδώ κι εγώ και πίνω
(1876)
Ως που = Όσον νάχη
Εαν μη ίδω, ου μη πιστεύσω
(1876)
Είπαν κι ο νους λε που πας; Λ εν πάω μόν' με παν
(1876)
Ει το φέρον σε φέρει = υπάγουν
Καθένας είναι ίσος με την οργυιάν του
(1876)
Προς η δια υπερηφάνους
Θεωρία επισκόπου και καρδία μυλωνά
(1876)
Tete de seigneuz et copis de guaux
Η πίστη του τον απώλεσε
(1876)
Κατ' αντίθεσιν του: Η πίστις σου σέσωκέ σε
Μήτ' ο βήχας, μήτε τ' αγγούρι μήτ' η αγάπη κρύβγεται
(1940)
Αγγούρι = μυρωδιά του τό προδίδει
Δεν μου τον κερνάς εκεί α;
(1876)
Α = δα
Στην ανεβροχιά καλόν και το χαλάζι
(1876)
Αρχαία: Αν μη παρή κρέας, ταρίχω στερκτέον
Δεν είναι μανίκα να τον εξεπαραλύσω
(1876)
Είναι συγγενής
Το έλα το δικό σου, το άμε ΄ναι δικό μου
(1876)
Ερμηνεία: φιλοξεν.