Αναζήτηση
Αποτελέσματα 1-100 από 340
Από τον άρχοντα χάψη κι' από το φτωχό ζερεμέ
(1876)
Τουρκ. Νόμου άρθρ.
Ω Θεέ μου, δόξαν να πούκαμες τ΄αμπέλια χα ...
(1876)
Νά = νάχης, χα = χάμαι...
Σημ. Ο Γραμ. Παλλαδάς έχει (σελ, 158 Σεφερ. Επίγρα. 85) Τον Θω καίε τας κνή ταν τ΄ ασπίδα και δόρυ και κρά. Γορδιοπριλάριος Άνθιο Τιμόθεω...
Σημ. Ο Γραμ. Παλλαδάς έχει (σελ, 158 Σεφερ. Επίγρα. 85) Τον Θω καίε τας κνή ταν τ΄ ασπίδα και δόρυ και κρά. Γορδιοπριλάριος Άνθιο Τιμόθεω...
Η καλημέρα 'ναι του Θεού
(1876)
Αυτά παλιά κι' άλλα κινούργια
(1876)
Παθήματα
Αθώον πρόβατον του Θεού
(1876)
Μωρός
Όλοι δια το “περί εμού”
(1876)
Όσον τα νεκατώνεις βρωμούν
(1876)
Τον ήστειλε στην Καπερναούμ
(1876)
Δεν θέλω λόγια, μόνον έργα
(1876)
Του καλού βοηθά ο Θεός
(1876)
Όλα γυρεύγει “περί εμού”
(1876)
Άνθρακες ημίν ο θησαυρός
(1876)
Η καλή ορμηνειά είναι φως
(1876)
Αυτή παλιά κι' άλλα κινούργια
(1876)
Γκρεμιστήρα
Εμπρός καρδιά καί πίσω πόδια
(1876)
Γόνατα. Ειρωνικά διά τούς δειλούς
Άλειμμα θέλουν τα φαλάγγια
(1876)
Και μεταφορ. Δωροδοκία
Ίσα καταδίκαζα τα 'δα
(1876)
Σ' ελίμενα σαν το Μεσσία
(1876)
Ελιμένα = ανέμενα
Αμετανόητος καρδιά
(1876)
Η καρδιά τα μοιράζει όλα
(1876)
Τα μικρά γίνουνται μεγάλα
(1876)
Μικραί μεταστάσεις, μεγάλων αίται γίνονται
Άνεμος και του καπνού 'πήαν
(1876)
Μέγαν και γάλαν εγινήκαν
(1876)
Μέγαν = ηγαπήθησαν
Τα λόγια 'ναι κούφια καρύδια
(1876)
Αυτός είν' ο Πανταχού παρών
(1876)
Δεν ευρίσκω πιο λογαριασμό
(1876)
Πολλοί, ων ουκ έστιν αριθμός
(1876)
Ο σκύλος ήνοιωσεν τον λαό
(1876)
Αι κύνες αισθάνονται τους λαγώς
Άρον άρον, σταύρωσον αυτόν
(1876)
Ίω. ιθ, 14
Οπού πονεί, πάει στο γιατρό
(1876)
Ο άρρωστος
Μαχαίριν που κόβγει το νερό
(1876)
Από σιανόν ποταμόν να φοβάσαι
(1876)
Σιγανόν
Αντόν μάχουνται δυό, ο άλλος κερδεύγει
(1876)
Μύθος Αισώπου
Όποιος ταξειδεύει στην θάλασσαν της πορνείας, ξεμπαρκαρίζεται στον λιμένα της κακοριζικιάς
(1876)
Μπερτόλδ. Σελ. 94
Ακούς και συ την Πόλη και θαρρείς πως είν' εδώ κοντά
(1876)
Μα κείν' είν' αλάργα
Για εβδομήντα δυόμισυ αιτίες! -και η μισή;- Γιατί δεν είχαμε μπαρούτι
(1876)
Λείπει δεν επυροβολήσαμεν, ιστορ. Χαιρετ.
Ή να ελευθερωθούμεν ή να χαθήτε
(1876)
Ιστορ. Των πέλεκι – ευρόντων
Δεν τόχω για τον ψόφον του γαδάρου, μόν' για τ' ανερκτήματα του κόσμου
(1876)
Ή δεν τόχω για τον ψόφον του γαδάρου, όσον για τ' ανερκτήματα του κόσμου. Κωσταντάρα ναυάγιον Ανάφη
Κάλλιο πέντε κάρβουνα παρά χίλια πρόβατα
(1876)
Λένε οι κατσιβέλοι τον χειμώνα
Να ΄ξερεν κανείς είντα θα τ΄ απονέβη
(1876)
Συνοδεύεται από κείμενο...
Μηδέ τον Άοστον κρασάς, μηδέ τον Μάη κριθαράς
(1876)
Μη πώλει
Τον ήφηκε στα κρύα του λουτρού
(1876)
Ήφηκε = Επόμεινε
Τ' ακαμάτη το μαχαίρι πάντα κόβγει
(1876)
Γιατί συχνά το ακονεί
Από δώ παίρνουν το γαίμα
(1876)
Και χειρονομία = όσα λέγεις είναι μηδέν
Πάει (ή ήλθε) να ξανανειώση το παξιμάδι
(1876)
Δια πτωχού επιστρέφοντα εις την πατρ
Πουλεί τον ήλιον κι' αγοράζει το λάδι
(1876)
Ο κοιμώμενος την ημέραν κι αγρυπνών την νύκτα
Στον ίδιον ήλιον επλώθαμεν τα ρούχα μας
(1876)
Αυτή την συγγέν. Έχομεν
Κάλλιο να σε φάη του φιδιού γλώσσα, παρ' ανθρωπινή
(1876)
Καταστρωή
Κάλλιο να σε φάη του θεριού γλώσσα, παρ' ανθρωπινή
(1876)
Καταστρωή
Όπου κι' αν πα η κουρούνα, τον κώλον της παίρνει μαζί
(1876)
Όπου κι' αν πα ο κλανιάς παίρνει τον κώλον του μαζί
Σαν το 'σφαξες, γδάρε το κι όλα!
(1876)
Τελείωσον, σαφίνισον, ξεπιμπίκισέ το
Μηδέ βολόναν ξένη να μην επιθυμήσης ποτέ
(1876)
Μηδέ βελόνης ω φίλτατε, επιθύμησον αλλοτρίας ποτέ φίλ = δωρικ. βολόν (;)