Αναζήτηση
Αποτελέσματα 201-300 από 345
Παραγγελιά καί βερεσέ
(1876)
Ανέκδοτη
Κάλλιον αργά, παρά ποτέ
(1876)
Που νιάζει, ξενιάζει
(1876)
Σκούφος άσπρος κι άσπρος σκούφος
(1876)
Παπά Χαζής γη...
Μη πεποίθατε επ' άρχοντας
(1876)
Σαρέντες, κουρέντες
(1876)
θέλει νουν κι' ανανού(ν)
(1876)
Ήμπεν κι' ήβγεν
(1876)
Δηλαδή εμεσολάβησε
Άσκημον πράμα και καλός φόρος
(1876)
Εμπόρευμα , αγορά
Ήρτεν εις το νυν και αεί
(1876)
Η αρχή ν' όλον το παν
(1876)
Άσκημος σαν την κακήν του μέρα
(1876)
Άσκημη ...
Μάταιοι οι υιοί των ανθρώπων
(1876)
Γη παθός, γη γιατρός
(1876)
Την αυγήν το μεσημέρι
(1876)
Ειρωνικά
Άπο τον Άδη αξαργεί
(1876)
Ετοιμοθάνατος. Γραφές μαζώνη
Στον ατζαμή πάει το ψάρι
(1876)
Δεν έχει μάτια να τον δη
(1876)
Άσπρο χαρτί, μαύρο μελάνι
(1876)
Άτεχνος κακόμοιρος
(1876)
Ασκημοφόρει και μην εργάς
(1876)
Εργώ = ριώ, ρίγος
Αν δεν αστράψη, δεν βροντά
(1876)
Μήδ' αρχήν έχει, μηδέ τέλος
(1876)
Άσκημη μικρή κι όμορφη μεάλη
(1876)
Δεμ βοηθούν πιόν κι οι άγιοι
(1876)
Τό πλύμα κάνει πρίσμα
(1876)
Βλάπτει
Τό πλύμα γεννα πρίσμα
(1876)
Βλάπτει
Σύρτα φέρτα
(1876)
Των καλών η συντροφιά (κολλιά) παντοτεινό στεφάνι, των κακών η συντροφιά μηδ' ήτο, μεδ' εφάνη
(1876)
"Στυππείον συνηγμένον συναγωγή ανόμων και η συντέλεια αυτών φλόξ πυρός" Σοφ. Σιρ. κα' 9 ώδε το διηγ. των 3 ληστών της Γερμανίας....
Όπου δουλεύγει βασιλιά, έχει τιμήν και ρόα
(1876)
Μισθόν
Όγοιος τ' άστρα (;) λοαριάζει, νηστικός πάντα πλαγιάζει
(1876)
Άστρα ; ίσως λάθος αντί άσπρα
Που πλερών' εμπρός, κακά διλεί
(1876)
Ο συλλογεύς φαίνεται πώς αποφεύγει τίς αισχρότερες λέξεις
Από κάτ΄ από το δραπάνι είν΄ η πείνα
(1876)
Διότι άκρια του χρόνου και θερισμός, σπάνις σίτου
Λωλός άρχος, ως του διώξη
(1876)
Δόξη ως του φανή
Η ζάντρα κοζάντρα
(1876)
Ιστορ. εν Ρωσσία η ες αύριον αναβολή των εν τοις πράγμ. παροιμιώδης – Ξένος τις αγανακτήσας εφόνευσε τον αεί επαναλαμβάνοντα το “κοζαύρα” λεγών: Εφόνευσα την κοζάντραν”
Τα βόλια κάνουν τις δουλειές
(1876)
Που λεν κι οι Χιώτες διαβόντρου γυιέ! Χρήματα ψυχή πέζεται δελοίσι βροτοίσι. Ησίοδος
Από την ρίζα θ' ανεβή στην κορφή
(1876)
Εκ των γνωστών εις τα άγνωστα
Κι' έχω δόντια για τα σύκα;
(1876)
Τα αγαπημένα τ' άσπρα κάνουσιν τα πάντα πάστρα
(1876)
Ξολοθρεύγουσιν και κάστρα
Γη δείρε τ' αρχοντόπουλο γή μην το μααρίζης
(1876)
Μη ελλιπώς
Η σάρα κι' η μάρα (ήτον εκεί)
(1876)
Συγκλήδην όχλος ευτελής
Κάθε πουλί με την λαλιάν του χαίρεται
(1876)
Κάθε πουλί ή πουλάκι
Ο φιλάργυρος με το βελόνιν τα συνάζει κι ο άσωτος με το φκυάριν τα σκορπίζει
(1876)
Παρεμφερής γυναίκα
Το καλορρίζικον αρνί βυζαίνει δυο μαννάδες το κακορρίζικον αρνί μηδέ την εδικήν του
(1876)
Την ίδια μάνα
Τον ατσίμπαλον του κάκου τον βλέπεις
(1876)
Ο κλέπτης δυσ... αφύλακτος
Πάει να κάμη τ' άσπρα του ντεφτίλι
(1876)
Ερμηνεία: επίδειξιν
Αρχής καλής κάλλιστον είναι και το τέλος
(1876)
Γρηγορ. Νανζιανζηνός
Γη δέσε με, γη λύσε με
(1876)
Αυτά τα γένεια στον μύλο δεν σπρίσαν
(1876)
Αλλ' εν τω κόσμω, άρα γνωρίζω
Ο φιλάργυρος με το βελόνιν τα συνάζει κι ο άσωτος με το φκυάριν τα ξεμπλάζει
(1876)
Παρεμφερής γυναίκα
Τον αποστειλάτορα μηδέ δέρνουν τον μηδέ βρίζουν τον
(1876)
Και τανάπαλιν
Θαρρεί πως κρατεί τον πάπαν από τα γένεια
(1876)
Υπερήφανος βαστά
Ατσίγγανος στο ζάκιν τον σταχτή δεν αποτάζει
(1876)
Κατάρα Χριστ. Προς Χαλκιά
Κά, κι' έχω δόντια για το μέλι;
(1876)
Ανέκδ. Αί το παίδι μου...
Η αυγή θέλει το δείξει, τίνος όρνιθα θα λείψη
(1876)
Ιστορ.