Αναζήτηση
Αποτελέσματα 1-100 από 490
Τα μάθια που θωριόdαι εκείνα 'b' αγαπιόdαι
(1963)
Δηλαδή η καθημερινή επαφή δημιουργεί αγάπη...
Εκείναι 'b' = εκείνα είναι που...
Εκείναι 'b' = εκείνα είναι που...
Ζηλεμός είν' εκείνοι b' απεθαίνουσι
(1963)
Λέγεται παρηγορητικώς, κυρίως από άνθρωπο πικραμένο, απογοητευμένο
Ότι να λείπ' ο κάτης α τη 'ωνιά, παίζουν οι ποdικοί τον αρμαδούρο
(1963)
Δηλαδή, όταν λείπη ο αρχηγός κάνουν ότι θένε οι υποτακτικοί
Ανεστεναζει ποdικός να περάσ' α' το ματζέ τζη
(1963)
Δηλαδή δεν υπάρχει τίποτα μες στο κελάρι της
Κατά το Τζανή ει gαι τα κοπέλια
(1963)
Λέγεται για την ομοιότητα ελαττωμάτων παιδιών προς γονείς
Όταν είναι για να γίνη καλά ο άρρωστος, ο γιατρός στο πόδι του έρχεται
(1965)
Καμμιά φορά ενώ ξεκινάμε να ζητήσουμε κάποιον που θα μας βοηθήσει, ξαφνικά μπροστά μας τον βλέπουμε
Που μάχαιρα δώση, μάχαιρα θα πάρη
(1963)
Δηλαδή ότι κάμης θα σου κάμουνε
Τσίτα – φούλα και τ' άσπρα πούλα
(1963)
Ερμηνεία: Λέγεται για ανθρώπους, που επιμελούνται την εμφάνισή τους, ενώ υποφέρουν και στερούνται
Άρρωστέ μου, πχιέ νερό
(1961)
Τρέχα ΄ύρευγε και Νικολό καρτέρει
(1963)
Λέγεται, όταν η εκτέλεση μιας εργασίας, η πραγματοποίηση μιας υποσχέσεως μας φαίνεται πολύ μακρυνή
Άμα λείπ' ο κάτης α τη 'ωνιά, παίζουν οι ποdικοί τσ' αμάδες
(1963)
Αμάδες = παιχνίδι που παίζουν τα παιδιά και οι νέοι με στρογγυλές επίπεδες πέτρες
Ερωτήξανε, λέει, το λύκο, ιάdα κι' είν' ο σβέρκος του χοdρός, λέει. Ιατί κάνω τη δουλειά μου μοναχός
(1963)
Δηλαδή όποιος κάνει τη δουλειά του μόνος, δεν έχει την ανάγκη κανενός, δεν στενοχωρείται με την συναλλαγή προς τρίτους
Άσπρα κακαγεναμένα, είναι κάρβουνα αναμένα
(1962)
Συλλογή Ι. Χρυσικοπούλου
Αν ινιάσης τογ Γεννάρην, τζ'αι διολίσης τομ Μάρτην, σπείρε το τζ'αι τον Άουστον
(1965)
Συνοδεύεται από κείμενο ...
Άσχημε, χρυσέ μου άντρα τι καλό θα πρωτοφάμε ...
(1963)
Οι άσχημοι συνήθως προσπαθούν να σαγηνεύσουν δια του πλούτου, της νοικοκυρωσύνης και της εργατικότητος
Άσπρος ήλιος, μαύρη μέρα
(1961)
Καλή αυκή μέρα κατζιή
(1966)
Πάσα αρχή και δύσκολος
(1960)
Πατάει ο βλάχος καλαμιά;
(1965)
Θεός και γείτονας
(1963)
Πότε Κυράμ' αρχόντεψες
(1962)
Καλή αρχή καλό τέλος
(1960)
Άσπρος ήλιος μαύρ' μέρα
(1965)
Άσωτος γυιός
(1965)
Αρχοντιά κι άδεια κοιλιά
(1965)
Το καλό αδουράκι κάνει δυο στράτες
(1963)
Λέγεται όταν λόγω αφηρημάδας κάμωμε διπλό κόπο, Π.Χ. Σαχλύ το κουβάριασες το φάδι. Πιάς τώρα το πείσμα σου ξανακουβάριασε το, μα το καλό αδουράκι, λέει, κάνει δυο κόποι
Ζή σαν Κοτσάμπασης
(1962)
Γενικά ο Κοτσάμπασης είχε μεγάλην ισχύν και ήτο γενικός αρχηγός, εξ' ου και η συνηθισμένη φράσις
Η αγκίδα είν' μικρή, αλλά πονάει
(1965)
Οι προσβητικές φράσεις πάντα προκαλούν στεναχώρια
Το Μάρτη ξύλα φύλαε, μη gάψης τα παλούκια
(1963)
Ερμηνεία: Λέγεται επειδή είναι πιθανόν να κάνη κρύο
Ας μ' αγαπά ο πίσκοπος κ' οι διάκοι ας με μισούνε
(1962)
Συλλογή Ι. Χρυσικοπούλου
Το κουριαλόν επέθανε, γρϊά και 'έρος τόκλαιε
(1963)
Λέγεται με εύθυμη διάθεση, όταν στενοχωρείται κανείς για μια ζημιά ασήμαντη
Αρχοντιά χωρίς το έχει, τύφλα του κι όπου την έχει
(1965)
Για όσους κάνουν τον άρχοντα
Άσπρο είν' και το χιόνι
(1965)
Πολλοί νεκροί που κάθονται σ' αρρώστου το κιφάλ'
(1961)
Αικατερίνη Μάντζου, ετών 36, του δημοτικού
Και τα ορφανά πορεύονται κ' οι χήρες 'κονομιώνται
(1961)
Χρυσαυγή Στ. Διαμάντη, ετών 66, αγράμμ.
Στο οφίδ' και ορφάν' καλό μην κάμνης διότι θα σε δαγκώσουν αργότερα
(1962)
Οφίδ' = φίδι
Που τάβρ', ας τα κλαίη
(1963)
Σημαίνει αδιαφορία
Ο Μάρτης ο γδάρτης, κι' ο παλουκοκάφτης
(1963)
Ερμηνεία: Ο Μάρτης κάνει δριμύ κρύο
Άμ' αστάψη του Λιμνίτη γύρεβκε μόνην τζιαί σπίτιν
(1961)
Υπό Ουρανίας Αθνανασίου, ετών 40
Αλλού τα κακαρίσματα κι' αλλού γεννούν οι κότες, άλλη φιλεί τον αγαπώ, κ' εγώ μετρώ τις μπότες
(1962)
Ι. Χρυσικοπούλου Συλλογή
Ώσπου ζει, λέει, κανείς μαθαίνει
(1963)
Όμοιο προς το: Γηράσκω αει διδασκόμενος
Να σε φυλάει ο Θεός από νέο άρχοντα
(1965)
Λέγεται για τους νεόπλουτους
Που βρίσκει και βολεύγεται, τύφλα dου που παdρεύγεται
(1963)
Λέγεται κυρίως για τον άγαμο σε περίπτωση, που έχει σχέσεις με μια γυναίκα, αλλά και σε κάθε περίπτωση ικανοποιήσεως μιας αναγκης χωρίς Δεσμευση, χωρίς ευθύνες
Άσχημη μου, φέρε 'α φάνε κι ομορφή μου τι 'α φάμε
(1964)
Στην προξενειά
Το κακό είν' ανερίφνητο
(1963)
Δηλαδή δεν μπορούμε να ξέρωμε με βεβαιότητα το δράστη ενός κακού
Ν' αστράψη στο ξάστερο
(1963)
Πιστεύουν ότι όταν κανείς αδικεί ή είναι ασεβής, μπορεί να αστράψη ενώ είναι ξαστεριά και να τιμωρηθή δια κετακεραυνώσεως ο ασεβής
Τάσπρα' ναι ια τσι μαύρες ώρες
(1963)
Ερμηνεία: Τα χρήματα χρειάζονται για την ώρα της ανάγκης
Όποιος δεν έχει 'έρο, να πάη ν' αοράζη
(1963)
Δηλαδή ο ηλικιωμένος είναι πολύτιμος για την πείρα του
Άμ' αστάψη Λεμονάρι, έμπα μέσ΄ στ' ασιερωνάρι
(1961)
Υπό Ουρανίας Αθνανασίου, ετών 40
Έχει ο βασιλιάς πολλά, μα θέλει κι΄ άλλα
(1963)
Λέγεται για τον άνθρωπο, που, ενώ είναι ευκατάστατος, δεν παραμελεί τα συμφέροντά του
Πόσοι νεκροί που κάθουdαι στ' αρρώστου το κρεβάτι!
(1963)
Δηλαδή, το τέλος της ζωής είναι αβέβαιο. Είναι δυνατό ο ετοιμοθάνατος να σωθή και ο υγιής να πεθάνη αιφνιδίως
Αστοιβές στο dράφο, να τσι μέσα
(1963)
Λέγεται για δουλειά κακοφτιαγμένη, προχειροφτιαγμένη
Άμ' αστράψη του Ακάμα ούλα τα νερά δικά μας
(1961)
Υπό Ουρανίας Αθνανασίου, ετών 40
Αν χάθηκαν τα χρήματα, η αρχοντιά απομένει
(1963)
Επί αρχόντων που επτώχυναν, αλλά διατηρούν το αρχοντικόν τους ήθος
Όποιος τρέχει στην αρχή στο τέλος αποσταίνει
(1963)
Δι' όσους ενεργο΄ν εν σπουδή και βία
Πώς περνας με την αγάπη; Σα dο σκύλο με το gάτη
(1963)
Λέγεται όταν συό άνθρωποι γκρινιάζουν μεταξύ τους
Νοικοκιουρά σου gι ήκλανες, κ ιαν ήκλανες, καλά 'κανες
(1963)
Λέγεται σαν αστείο το “έπινες”
Η αρχοντιά νικάει την φτώχεια
(1963)
Περί της αξίας της εργασίας
Στο ατσάλι τρίχα δεν κολλάει
(1962)
Άλετρο ξυσμένον σπαθ(χ)ίν ακονισμένον
(1965)
Ξυσμένο και καθαρισμένον από λάσπη, χώματα και χόρτα, αλέτρι καλλιεργεί πάντα καλύτερα και πιο εύκολα το έδαφος
Δοξά κάθου κι' ορθά κρίνε
(1963)
Πότε αρχόντεψες κυρά μου;
(1962)
Τώρα γρήγορα
Πιάς το σπανό πάρ' τα 'ένεια dου
(1963)
Π. χ., Μα είdα να σου κάμη πούναι φτωχός; Bορεί να σε βοηθήση; Πιάς εδά, λέει, το σπανό πάρ' τα 'ένεια dου
Στην ανυdριά καλό gαι το χαλάζι
(1963)
Δηλαδή όταν υπάρχη σπάνις, και το ελάχιστο είναι πολύτιμο
Που καβαλλικεύγει ξένον άλοο, γλήορα ξεπεζεύγει
(1963)
Δηλαδή όποιος στηρίζεται σε ξένη δύναμη, γρήγορα μένει έκθετος
Παροιμία
(1963)
Νοικοκιουρά σου gι ήκλανες, κ ιαν ήκλανες, καλά 'κλανες
(1963)
Λέγεται σαν αστείο το “έπινες”
Νοικοκιουρά σου gι ήκλανες, κ ιαν ήκλανες, καλά 'πινες
(1963)
Λέγεται σαν αστείο το “έπινες”
Ο άτυχος, απόθ' gι' ά bάη, δε gάνει τύχη
(1963)
Απόθε=από όπου