Αναζήτηση
Αποτελέσματα 201-214 από 214
Να 'δα η καμήλα οdε dην ερωτούσα, είdα τσ' αρέσει καλύτερα τ' ανήφορο ή το κατήφορο, λέει, και μα 'χάθηκεν η ίσα στράτα;
(1963)
Δηλαδή ο μέσος δρόμος είναι ο πιο άνετος
Μητε το dρυ να κόψης μηδ' άκοπο να τον αφήσης
(1963)
Dρυ = το δρυν, την δρυν
Λέει, ώχου, παιδί μου, πως σ' αγαπώ, λε', ετσά θαγαπώ κι' εώ το παιδί μου (ή τα παιδιά μου)
(1963)
Δηλαδή το παιδί δεν αγαπά τους γονείς του, όσο το αγαπουν εκείνοι//Κανένας, λε', είπε dου παιδιού dου, λέει, ώχου, λέει, παιδί μου, πως σ' αγαπώ, λέει, ετσά, λέει, θαγαπώ κι' εώ το παιδί μου//Παιδί μου = θα περίμενε κανείς ...
Ο φρόνιμος βάνει το λωλό να βγάλη το φίδ' απού μες στη dρύπα (ή από τη dρύπα)
(1963)
Δηλαδή ο επιφυλακτικός, ο λογικός αποφεύγει να εκτεθή και προωθεί στον κίνδυνο τον επιπόλαιο, τον αφελή
Χαρά στο νιο τον άγρυπνο, το 'έρο που κοιμάται
(1963)
Δηλαδή, όταν ο νέος και στο κρεβάτι ακόμα ανησυχή για τη δουλειά του, εξασφαλίζει καλά γεράματα, κι' όταν πάλι ο γέρος κοιμάται, σημαίνει ότι δεν έχει έννοιες, ζει καλά
Να 'δα η καμήλα οdε dην ερωτούσα, είdα τσ' αρέσει καλύτερα τ' ανήφορο ή το κατήφορο, λέει, και μα 'χάθηκεν η ισοπαθιά;
(1963)
Δηλαδή ο μέσος δρόμος είναι ο πιο άνετος
Χαρά στο νιο που ξαγρυπνά, το 'έρο που κοιμάται
(1963)
Δηλαδή, όταν ο νέος και στο κρεβάτι ακόμα ανησυχή για τη δουλειά του, εξασφαλίζει καλά γεράματα, κι' όταν πάλι ο γέρος κοιμάται, σημαίνει ότι δεν έχει έννοιες, ζει καλά
Σαββάτον είναι σήμερα κι' εώ ζεστό δεν είδα, τάχας δεν εζυμώσασιν οι τρείς μου θυατέρες;
(1963)
Λέγεται συνήθως ο πρώτος στίχος, είναι σα παράπονο, όταν κατά την εποχή ή την ημέρα, που όλοι σχεδόν έχουν ένα προϊόν, κάποιος το στερείται. Το έλεγε, λέει, μιά γρϊά σε πολύ παλιά χρόνια
Ν' αναμένης α΄τη bείνα μερέdι
(1963)
Δηλαδή, δεν μπορεί και δεν πρέπει να περιμένη κανείς βοήθεια από κάποιον, που δεν είναι σε θέση να του την προσφέρη. Π.χ. “Στη gατάστασ' εδιάηκα και τον επαρακάλεσα να μου δώσ' ένα ψωμί και δε μούδωκε gαι μούπε gιόλα πως: ...
Αν είναι ρόδο, ναθίση θέλει κι αν είναι gαστρωμένη, να 'εννήση θέλει
(1963)
Λέγεται για κάτι, που θα το δείξει ο καιρός. Συνήθως λέγεται μόνο ο πρώτος στίχος. Ναθίση = να ανθίση, εννήση = θα γεννήση
Ο κάθα είς στο δικό dου σπίτι κι' ο Θεός σε όλα
(1963)
Δηλαδή: ο καθένας διευθύνει το σπίτι του κι ο Θεός τα διευθύνει όλα. Λέγεται και όταν τα μέλη μιας συντροφιάς αποσύρωνται το καθένα στο σπίτι του
Τιάρις και 'ια τσ' όμορφες εδόθην η αγάπη; Ια τσ' όμορφες για τσ' άσκημες, όποια ρεχτή το μάτι
(1963)
Παραδείγματος χάρη: "είdα ίνην (εγίνην) η αγάπη dωνε; Μήτε ξέρη τώρα η μία την άλλη.Όπου πολλήν αγάπη, και πολλήν αμάχη, λέ' ένας λόος, κι' είν' αληθινός"
Μια τζ' αρχής ήξιζεν, άdρα μου
(1963)
Από τον εξής μύθο : Καμμιά βολά, 'λε', ήτονε δυο φίλοι κι επαdρέφτησα, gαί τη bρώτη βραδιά ο ένας, πούκατσε με την 'υναίκα dου να δειπνήση, πάει ο γάτης κι' ανεβαίνει απάνω στο ποδάρι dου και τονε πιάνει και τονε πετά μέσ' ...