Αναζήτηση
Αποτελέσματα 301-400 από 2831
Μάκρο να 'χ' η αγάπη μας, κι όχι πλάτο
(1952)
Ο μάκρος κι' ο πλάτος (λένε και ο φάρδος) ή μεταφορά από τα υφάσματα. Να κρατάη η αγάπη, κι' ας μην είναι υπερβολική
Τ' αγι-Αντριός, αντρειεύετ' η μέρα
(1952)
Τ' αγίου Αντρέα είναι στις 30 Νοεμβρίου
Η αγάπη δεν είναι δεντρί, δεν είν' ανθί να πέση, παρ' είναι βάτος με κλαρί, κι' αγλιά 'πό ' κειόν π' αντέση
(1952)
Αγλιά = αλίμονο, αντένω = ντένω, μπλέκω
Καλά 'καμα κι' αγάπησα κοντά στη γειτονιά μου, να 'χω τον ύπνο διάφορο και το φιλί κοντά μου
(1952)
Διάφορο= κέρδος
Ο άγιος Γεράσιμος ανοίγει τσι γιορτάδες, κι' ο άγιος Χαράλαμποσ τσι κλεί
(1952)
Εννοεί τις χειμωνιάτικες γιορτές. Τ' αγίου Γερασίμου είναι στις 20 Οκτώβρη, και τ' αγίου Χαραλάμπους στις 10 Φεβρουαρίου
Άγιου κερί μην τάξης, και τση Παναγίας λιβάνι
(1952)
Λένε και μικρού παιδιού κουλλούρα
Κάθε άγιος θέλει και τη λαμπάδα του
(1952)
Έτσι και κάθε άνθρωπος θέλει κάτι να του πας, για να τον εχεις φίλο
Όθε γδης πολλήν αγάπη, πάντεχε πολλήν αμάχη
(1952)
Παντέχω περιμένω
Μήτε με τσ΄αγίους νάν τα βάνης, μήτε με τσού ζουρλούς
(1952)
Κ' οι δυό σε κυνηγάνε
Κι' ο φτωχός ο Φίλιππας, στο χωράφι απόκρεψε
(1952)
Η γιορτή τ' αγίου Φιλίππου είναι στις 14 Νοεμβρίου. Εκείνη την ημέρα ο κόσμος αποκρεύει, γιατί την άλλη μέρα μπαίνει η σαρακοστή των Χριστουγέννων. Οι δουλειές όμως στον κάμπο είναι τόσσες πολλές (όργωμα, σπορά, ελιές ...
Αγάλι' αγάλια φύτευεν ο φρόνιμος αμπέλι, κι ήρτε καιρός που γίνηκε η αγουρίδα μέλι
(1952)
Από τη συλλογή Μακρή
Η αγάπη πα' ομπροστά
(1952)
Αγαπάει κανείς περισσότερο τους καινούριους φίλους ή συγγενείς που κάνει, παρά τους παλιούς
Η ματαφκιασμένη αγάπη μοιάζει με τα ματαζεσταμένα λάχανα
(1952)
Δηλαδή, δεν έχει την πρώτη αξία
Τ' άη-Δημητριού, τι 'σαι συ και τι 'μαι γω λέει το νιο κρασί στο παλιό
(1952)
Ερμηνεία: Τ' αγίου Δημητρίου (26 Οκτωβρ.) ανοίγουν τα νέα κρασιά
Τσ' αγιά Μαρίνας ρώγα και τ' άη Λιός σταφύλι
(1952)
Προν. Της αγιά Μαρίνας είναι στις 17 Ιουλίου και του προφήτ' Ηλία στις 20 Ιουλίου. Τα σταφύλια ωριμάζουν ύστερ' από τις σταφίδες
Χαρ σαμού θωρώ αν gαό, τα τάρτε μ' εν' gατό
(1951)
Κάθε που βλέπω κάτι ωραίο, τα ντέρτια μου γίνοντ' εκατό//Αυτό τολέγαν και στο χορό οι Φαρασιώτες για τις όμορφες
Η καλημέρα εν' dου Θεού
(1951)
Ερμηνεία: Η καλημέρα είναι του Θεού//Το πρωί που ξυπνούσαν οι Φαρασιώτες, προτού πλυθούν και κάμουν το σταυρό τους, δεν έλεγαν καλημέρα
Είσαι καό, άμα λες πουά ψέματα
(1951)
Είσαι καλός, άλλα λες πολλά ψέματα
Τ' οψάρ ασ' σό κεφάλ βρωμά
(1951)
Ο λύκος πάτσε τζο ξερώνει
(1951)
Ο λύκος πατσές δεν ξεραίνει
Του Κούτσουρου το κ'θάρι, του Μάρτη το 'ρίφι
(1951)
Του Φλεβάρη το κριθάρι, του Μάρτη το κατσίκι. Στους δυό τούτους μήνες φαίνεται αν θα πάνε καλά τα σιτηρά και τα γιδοπρόβατα
Ενόσουν μέλι, ΄ενόσουν σοκάρι, μας τζο κώθεις να μέζ γρέπ΄
(1951)
Έγινες μέλι, έγινες ζάχαρη, εμάς δε γυρίζεις να μας δεις. Τόλεγαν σ΄ έναν που μεγάλωσε κι έγινε ακριβοθώρητος
Ο Κούτσουρος 'α κουτσερέψει
(1951)
Ο Κούτσουρος θα κουτσουρέψει
Σαν πραματάκ' από το λόγγο
(1959)
Αν μιλούσε η κόρη του μυλωνά, που την παντρεύτηκε το βασιλόπουλο, γιατί δεν ήξερε γράμματα κι από κόσμο
Σε ξένο κρασί, νερό μη βάνης
(1952)
Μην ανακατώνεσαι στις ξένες δουλειές, ούτε για κακό, ούτε για καλό, αύριο μπορεί να τα βάλουν μαζί σου
Όξου από την ποδούλα μου κι' ας ειν κι' η αδρεφούλα μου
(1956)
Από Γ. Καλαίτη - Βαθύ
Η προξενιά και το τσουκάλι θέλει αναγκαση μεγάλη
(1952)
Η προξενιά, όπως κ' η μαγειρική, χρειάζεται παρακολούθηση κ' επίσπευση
Μέγο όνομο τσαι κουτούλικο 'ιδι
(1951)
Μεγάλο όνομα και κουτσοκέρατο γίδι
Το κατζί μη τα βινέφ' σο γιαπάν'
(1951)
Το λόγο μην το πετάς του βρόντου
Σαν έχω βλάμη μπιστικό, συγγενολόϊ δεν αγρικώ
(1955)
Από μαθήτρια της ΧΕΝ
Που πάει να κάψη αθεμωνιά, θερός δεν τόνε βρίσκει
(1952)
Αθεμωνιά = Θημωνιά
Του κυνηγού και του ψαρά, έρμο 'ναι το σπίτι του
(1952)
Επειδή όλο λείπουνε
Χαράς τονε που δη και κρύψη
(1952)
Από τη συλλογή Μακρή
Η κουρούνα το γαϊδούρι, για καλό δεν το ψειρίζει
(1952)
Ερμηνεία: Η κουρούνα ανεβαίνει συχνά στα κεφάλια των ζώων και τους τσιμπάει το κρέας
Οποιος κυνηγάει, έχει τον τάφο τ' ανοιχτό
(1952)
Γιατί κινδυνεύει από το τουφέκι του
Και του κόκορου μετάνοια, και τση γάτας προσκυνώ
(1952)
Λένε και έτσι
Α θαν τη δώκης του φιδιού, δωσ' του τη στο κεφάλι
(1952)
Τη δίνω, χτυπώ
Ξέφραος ο κήπος, έρημα τα λάχανα
(1952)
Όπως στον αρ. 1300
Μέχρι να πεθάνη ο Θεός
(1956)
Θα μαζώνη η ελιά καρπό, λένε
Άσπρη – κάτασπρη δε φελά, μπουχνάτη δεν αξίζει, μελαχρινή και νόστιμη τους νέους περιορίζει
(1952)
Φελώ = αξίζω, μπουχνάτη = παχουλή, ξανθότριχη, περιορίζω = παίρνω το μυαλό, ξελογιάζω
Τση μοναχονοικοκυράς, πρώτο συχέριο η έγνοια της
(1952)
Μοναχονοικοκυρά = που δεν εχε άλλη γυναίκα για βοήθεια, συγχέριο βοήθεια
Όποιος ξαλέθει χαίρεται, κι όπου πιχάει λυπάται
(1952)
Ξαλέθω = τελειώνω το άλεσμα, πιχάψ = (επιψέω) ρίχνω το στάρι στην τρύπα της μυλόπετρας
Δε μπορείς να κρύψης τον ουρανό με το κόσκινο
(1952)
Δεν κρύβεις την αλήθεια με προφάσεις ή συκοφαντίες
Μπαρμπούνι-μπαρμπουνάκι, το καλύτερο ψαράκι
(1952)
Συνηθάνε τη Σαρακοστή και βράζουνε καβούρους με τ' αλάτι
Πέντε μήνες, πέντε κόμποι, ένας μήνας, πέντε κόμποι
(1958)
Ο Απρίλης στην καλαμιά
Κόφα ήθελες για να 'ρθης;
(1959)
Ό,τιζ έφαεν dο σκόρdο, μυρίζει
(1951)
Όποιος έφαγε το σκόρδο, μυρίζει
Το νηστικόν στσυλλί τζο 'αλεί
(1951)
Το νηστικό σκυλί δεν αλυχτάει
Τα 'χ' η μοίρα μου γραμμένα δεν παράρκεται κανένα
(1952)
Παράρκεται = ξεφεύγει
Οι κουνιάδες είναι κουνάδια
(1952)
Κουνιάδες = οι ανττραδέλφες ή συννυφάδες, χωρίς διάκριση
Μοναχός του του ξειά, τζο κλαίει
(1951)
Μοναχός του όποιος πέφτει, δεν κλαίει
Σαγιργϊέναν dα 'τία μου
(1951)
Κουφάθηκαν τ' αφτιά μου. Όταν οι άλλοι φωνάζουν πολύ. - Ποντ. Δ.Π. Αρ. 113: Εκώφωσες τ' ωτία μ'.
Ές γρούσε ; ες τασί μέ(γο) γουώσσα
(1951)
Έχεις γρόσια ; έχεις και μεγάλη γλώσσα
Η οικονομία έρκεται μονάχη της
(1952)
Από ανάγκη κ' έλλειψη
Το Νοέμβρη νόγα σπέρνε το Δικέμβρη δίκια σπέρνε
(1952)
Η παροιμία παίζει με τις λέξεις νογάω καταλαβαίνω. Τους δυο αυτους μήνες πρέπει να κάνη κανείς προσεχτική και μετημένη σπορά
Το Μάρτη βάλ' αργάτες κι' ας είναι κι' ακαμάτες
(1952)
Ερμηνεία: Του Μάρτη οι μέρες είναι τόσο μεγάλες, που οι εργάτες όσο και να 'ναι τεμπέληδες, θα δουλέψουν
Ο καλός νοικοκύρης ξυπνάει πρώτος και κοιμάται τελευταίος
(1952)
Από τη συλλογη Λιβιεράτου
Τι να σου κάμη η καλή νοικοκυρά μες στ' αδειανό το σπίτι;
(1952)
Από τη συλλογή Λιβιεράτου
Σε καλού κουμπάρου σπίτι, όποιος κάθεται δε φεύγει
(1952)
Από τη συλλογη Λιβιεράτου
Ο μουσαφίρης δε θέλει άλλο μουσαφίρη
(1952)
Η λέξη μουσαφίρης (τουρκική), έχει έρθει από την άλλη Ελλάδα στην Κεφαλονιά
Τσου παπάδες ναν τσου σεβεσαι για κεια π΄ασκώνουνε όχι για κεια που κάνουνε
(1952)
Ασκώνω= σηκώνω|Εννοεί τα άγια
Στην πουσναρα του παπά, ζωντανοί και πεθαμένοι
(1952)
Πουσναρα (κουτσοβλ.) μεγάλη τσεπη
Με το ζόρι παντρειά, δεν πάει
(1952)
Ζόρι = τουρκική βία
Σκλαβιά και παντρειά είν' ένα
(1952)
Ένα = Το ίδιο
Η πουρβερη το πρόσωπο πως το κατασκευάζει, σαν κότα το ΜαΓιαπριλο, που ξαναπουπουλιάζει
(1952)
Πουρβερη (ιταλική) = πουδρα, η ριζόσκονη του προσώπου, ξαναπουπουλιάζει = βγάζει καινούρια πουπουλα, φτερά
Ο σάλιαγγας σα βουληθή να βγη αφ' το καυκί του, πρώτα βγάνει τα κέρατα, κ' ύστερα το κορμί του
(1952)
Σάλιαγγας = σαλίγγαρος
Φάε σκόρδο, πιάσ' τ' αρματά σου, φάε κρεμύδι, πιάσ' τα γονατά σου
(1952)
Το κρεμμύδι δεν έχει τη δύναμη του σκόρδου
Να 'ξερ' η πόρτα να λεε, κ' η παραστή να μίλιε
(1952)
Παραστή, η παραστάδα, η κορνίζα της πόρτας. Πόσα βλέπει που γίνονται μες στο σπίτι!
Παναγίαβόχτα, που πίνει το παιδί νερό
(1952)
Μπορεί να κομπιαστή το παιδί την ώρα που πίνει νερό, κι' αυτό είναι επικίνδυνο
Όπου 'χε γνώση εκούρευε και δεν εκωλοκούριζε
(1958)
Έκοβε τα μαλλιά από τον πισινό του προβάτου
Το πουνεντογάρμπι όσο βραδιάζει, ξιδιάζει
(1952)
Πουνεντογάρμπι = άνεμος, αναμεσα πουνέντε (ιταλική δυτικός) και γαρμπή. Φτάνει στον Ελιό περνώντας αναμεσα Ζάκυνθο και Παλική. Όσο βραδιάζει, γίνεται δυνατότερος
Τσάπου τζο σπέρει, θερίζει
(1951)
Όπου δε σπέρνει, θερίζει