Αναζήτηση
Αποτελέσματα 301-400 από 420
Το μιάλον ψάριν τρώει το μιτσύν
(1954)
Ερμηνεία: Δεικνύει την δύναμιν των ισχυρών έναντι των αδυνάτων
Που τον κούφον ως τον ορώπιν
(1954)
Ερμηνεία: Λέγεται εις περιπτώσεις καθ' άς εις περιπίπτων εις μιαν συμφοράν αναμένει σωτηρίαν, και αντ' αυτής περιπίπτει εις συμφοράν χειροτέραν της πρώτης
Τζιινούρκον είσαι κόσιινον τζιαί που να σε κρεμμάσω;
(1951)
Ερμηνεία: Λέγεται δι' εκείνους οι οποίοι φυλάττουν μετά προσοχής τα αντικείμενα
Το μην σε μέλλει μην ρωτάς
(1954)
Μη ερωτάς δια πράγματα που δεν σε ενδιαφέρουν
Αμ' μέφ' φατσήσηςστ' ανώγλιον εθ' θωρείς το κατώφλιον
(1951)
Αν δεν κτυπήσης στ' ανώφλι δεν προσέχεις το κατώφλιο.
Όποιος ανακατεύεται με τα πίτουρα τον τρώνε οι κότες
(1951)
Δι' εκείνους οι οποίοι ανακατεύονται τις κακάς συναναστοφάς όπου γίνονται θύματά των
Κακόν σκυλλίγ κακόν ψόφον έσκει
(1951)
Ερμηνεία: Κακό σκυλί κακό θάνατο έχει//Λέγεται δια τους κακούς ανθρώπους
Ν' απλώνης τα πόδκια σου ως τζιεί που φτάννει το πάπλωμαν
(1951)
Να απλώνεις τα πόδια σου ως εκεί που φτάνει το πάπλωμα. Γνώριζε τας ίδιας σου δυνάμεις.
Αδκειανός αρκάτης φορεί τον Μαν κορώναν
(1951)
Σημείωση: Ο Μάιος είναι ο μήν των πολλών εργασιών
Κάθε πράμαν με τον τζιαιρόν του τζι' ο κολιός τον Άουστον
(1953)
Ερμηνεία: Κάθε τι γίνεται όταν πρέπη
Άμα τζι' έπαθεν την η ρκα έβαλεν ρουμανίσιν
(1954)
Αφού την έπαθε η γρηά τότ' έβαλε τον σύρτη
Νηστέβκει το λατρίν τζαι τρώει το σχοιρομέριν
(1951)
Νηστεύει το πάχος και τρώει το χοιρομέρι
Τον Μάρτην ξύλα φύλαε, μεν κάψης τα παλλούτζια
(1954)
Ερμηνεία: Τον Μάρτη ξύλα φύλαε μην κάψης τα παλούκια, δηλαδή δεικνύει την αστάθειαν και το ευμετάβολον του μηνός τούτου όστις κατά τον γνωστόν μύθον πότε κλαίει και πότε γελάει
Ο μάντης ρήας τζι' αν γενή πάλαι μανκιές μυρίζει
(1954)
Ερμηνεία: Είναι πολύ δύσκολον πράγμα να αποβάλη κανείς τα ελαττώματα του και να μεταβάλη τον διεστραμμένον του χαρακτήρα
Άθθρωπος μεθυσμένος, γάαρος στρατουρκασμένος
(1954)
Ερμηνεία: Δεικνύει τα κακά αποτελέσματα εις τα οποία οδηγεί τον άνθρωπον το πάθος του ποτού
Τ' αμμάτιν πύρκον καταλιεί τζ' ανώγια βάλει κάτω
(1954)
Ερμηνεία: Λέγεται επί ανθρώπων τους οποίους χαρακτηρίζει βάσκανος οφθαλμός
Κείνος που δεν σε ξέρει ακριβά σ΄ αγοράζει
(1954)
Ερμηνεία: Λέγεται επί ανθρώπων οι οποίοι κατά βάθος τίποτε δεν αξίζουν, ενώ φαινομενικώς θέλουν να παρουσιάζωνται ως καλοι
Χωρείς τοβ βούν τζι' ασπρίζει τζιαι χαρείς τζι εν σύλον μίλλαν
(1951)
Βλέπεις το βοϊδι κι ασπρίζει και θαρρείς πως όλο είναι πάχος
Όποιος ανακατεύεται με τα πίτουρα τονέ τσιμπάνε οι κόττες
(1954)
Επί των αναμειγνυομένων εις ξένας υποθέσεις
Απού γλέπει τα ρούχα του έσχει τα μισά
(1951)
Όποιος φυλάγει τα ρούχα του έχει τα μισά
Του πιθαρκού αν μεν του πης “ππα” εν σου λαλεί “ππου”
(1954)
Στο πιθάρι αν δεν πής “ππα” δεν σου λέει “ππου”
Έσσω του παπά ήταν ούλα κάκα, ήτσυν τζι' η παπαδκιά, κατά που πήαιννεν της τζιαί τζιείνης το γαίμαν
(1951)
Στο σπίτι του παπά ήταν όλα ανάποδα, ήταν κι η παπαδιά, κατά που δεν σταμάτησε κι αυτής ή περίοδος. Λέγεται δι' εκείνους οι οποίοι δέχονται διαδοχικάς συμφωράς
Κακόν σκυλλίν, κακόν ψόφον έσιει
(1953)
Ερμηνεία: Όταν είναι κανείς κακός ζη πολλά χρόνια
Η νύχτα κάμνει πίσκοπον (ή επίσκοπον)
(1951)
Δια το τι δύναται να επιτελεσθή εντός μίας νύχτας
Απου πονεί, γαουρινα φωναζει
(1954)
Όποιος πονεί γαϊδουρινα φωναζει
Που το γιοφύριν που ρέσσει ο κόσμος ούλλος να ρέσσης τζαι σου
(1953)
Ρέσσω = περνώ, ούλλος = όλος
Μικτσίν γουμάριν σύλλοδ δύναμιν
(1951)
Μικρό φόρτωμα μα όλο δύναμι
Κάθε πουλλί με την φωνήν του σιαίρεται
(1957)
Η παροιμία αυτή δείχνει τον εγωισμόν του ανθρώπου, ο οποίος θεωρεί εαυτόν ανώτερον των άλλων και ευχαριστείται από τας πράξεις του, θεωρών αυτάς αξιολόγους, παραγνωρίζων τας πράξεις των άλλων
Τα έξοδα του γάμου μας, η νύφη εν τ' αξίζει
(1953)
Όταν αγοράσωμεν κάτι το οποίο δεν έχει αξίαν
Τζιείνος που λουτουρκά σε δκιό εκκλησιές της μιάς γελά της
(1954)
Κείνος που λειτουργά σε δυό εκκλησιές τη μια την ξεγελάει. Ερμηνία : Επί των περί πολλά ασχολουμένων, οι οποίοι δεν δύναται να φέρουν εις πέρας όλας τας εργασίας που αναλαμβάνουν. Αντιστοιχεί το ρητό :”Ου δύναται τις συσί ...
Σταλαματιά – σταλαματιά γεμίζ' η λίμνη
(1954)
Ερμηνεία: Επί οικονομίας
Ο Θεός ορφανά κάμνει τζιαί κακορίζικα εν κάμνει
(1954)
Ο Θεός ορφανά κάνει και κακορίζικα δεν κάνει. Δεικνύει την πρόνοιαν και φροντίδα του Θεού δια τους ανθρώπους
Ο ουρανός ο καθαρός, αστραπές εν φοάται
(1954)
Ερμηνεία: Ο τίμιος άνθρωπος δεν φοβάται τους συκοφάντας
Απόδ δουλέψει μισταρκός εγ γίνεται αφέντης
(1951)
Όποιος δεν δουλέψη υπάλληλος δεν γίνεται αφεντικό
Ο Θεός αρκεί αμμάχ χαρίζει
(1951)
Ο Θεός αργεί δια την κρίσιν του άλλα θα κρίνη
Ο μάντης ρήας τζι' αν γενή, πάλε μαντκιές μυρίζει
(1951)
Ο μάντης βασιληάς να γενή πάλι μάντης θα μυρίζη
Ξέρει ο γάαρος να φα μαειτανόν;
(1951)
Λέγεται δι΄ εκείνους οι οποίοι δεν δύνανται να εκλέξωσι τα άριστα εκ των συνήθων
Άμα έπαθεν η ρκά τηδ δουλειάν έμπην τζι' ερουμανίστην
(1951)
Αμά η γρηά έπαθε την δουλειάν μπήκε μέσα στο σπίτι της κι έβαλε τον σύρτην. Λέγεται δι' εκείνους οι οποίοι εκ των υστέρων συναιτίζοντας και κάνουν όσα έπρεπε να κάνουν
Έλα πάππου μου να σου δείξω τ' αμπέλια σου
(1951)
Δια τους επιμένοντας με πείσμα διά κάτι, προ ανθρώπων οι οποίοι καλώς γνωρίζουν και κατέχουν το περί ου ο λόγος
Ελείψαν οι κάττοι τζαί χορέβκουν οι ποντιτζιοί
(1951)
Λείψανε οι γάτοι και χορέβουν οι ποντικοί
Με το ζόριμ παντρειάν;
(1951)
Σημ. Με το ζόρι γάμο; Δίδεται ως απάντησις τις την βίαν που εξασκείται διά να αποδεχθή τις κάτι
Η γλώσσα κόκκαλα 'εν έσει τζιαι κόκκαλα τσακκίζει
(1951)
Η γλώσσα δεν έχει κόκκαλα και κόκκαλα τσακίζε
Γιορτή του γειτόνου μας παραμονή δική μας
(1951)
Το κάθε πράγμα είναι με τη σειρά του. Σήμερα πάσχω εγώ, αύριο εσύ
Που γλέπεται γλέπει τον τζ' ο Θεός
(1951)
Όποιος φυλάγεται, τον φυλάγει και ο Θεός
Δώσ' του ψουμίν του μάντζιπα πον χαλάλιν του
(1954)
Μάντζιπας = φούρναρης
Η νύφη αντάν να γεννηθή της πεθθεράς ημοίαζει
(1953)
Αντάν = όταν
Αφίσαμεν τα θέρη μας τζιαί ξικαννασυρίζουμεν
(1951)
Αφίσαμε τα θέρη μας και καθαρίζουμε το κανναβούρι
Σιύλλος απροσκάλεστος στογ γάμον είντα γυρέβκει;
(1951)
Σκύλος απροσκάλεστος τι ζητάει να πάη στον γάμον;
Μεν κλαις κουκκούφα τάπαθες, κλάψε τα εν να πάθης
(1951)
Μην κλαις καύκαλο (νεκροκεφαλή) για κείνα που έπαθες, κλάψε για κείνα που θα πάθης
Του γυιαλλιού κατά που να του δείξης δείχνει σου
(1954)
Του καθρέφτη ό,τι πρόσωπο του δείξης θα σου δείξη
Ο Θεός αγαπά τον κλέφτην αγαπά τζιαί τον νοικοτζιύρην
(1954)
Ο Θεός αγαπά τον κλέφτη αγαπά και τον νοικοκύρη. Ο Θεός επιτρέπει πολλάς φοράς να επιπλέουν οι άδικοι, έρχεται όμως καιρός που τους πατάσσει
Απ' όν ακούει του γονιού παρά γωνιάς τζοιμάται
(1954)
Όποιος δεν ακούει στο γονιό του, στη γωνία πάει και κοιμάται
Ο άθθρωπος άμα γεράσει φάκκα τον χαμαί να σπάση
(1954)
Ερμηνεία: Όταν γηράση κανείς καθίσταται άχρησος δια πάσαν εργασίαν
Ο άνθρωπος όταν γεράση κτύπα τον στη γη να σκάση
(1954)
Ερμηνεία: Όταν γηράση κανείς καθίσταται άχρησος δια πάσαν εργασίαν
Τζιείνον που γίνην εν πογίνεται
(1954)
Ερμηνεία: Η παροιμία λέγεται επί γενομένης ήδη συμφοράς την οποίαν προσπαθούν να δικαιολογήσουν “κατόπιν εορτής”
Δήσε τον γάδαρον τζιαμέ που θέλει ο μάστρος του τζι' ας ηψοφήσει
(1953)
Τζιαμέ=εκεί
Απ' αντραπή και αγκαστρωθή κακόν αγγάστριν έσσιει
(1954)
Όποιος εντραπεί κι εγγαστρωθή θάχη κακόν εγγάστριν
Ήρτεν σαν την κούππαν την άπαννην
(1953)
Ερμηνεία: Όταν φταίη κανείς και προσποήται τον αθώον. Άπαννη (η) = αμεταχείριστη
Απόν αππέξω του χορού πολλά τρασύδκια ξέρει
(1953)
Απόν= όταν είναι (κανείς)
Απόν θέλει να πά στον μύλον πέντε μέρες κοσσινίζει
(1959)
Η παροιμία λέγεται όταν ένας άνθρωπος παραμελή από οκνηρίαν
Το τραγούδι με τον τρύγο το Δεκέμβρη παραμύθι
(1958)
Αυτό θέλει να μας πη ότι τον Δεκέμβρη δεν μπορούμε να τραγουδήσωμεν και να γλεντήσωμεν, αλλά κλειστοί στα σπίτια μας λόγω του χειμώνος μας μένουν τα παραμύθια για να περνούμεν ευχάριστα τις χειμωνιάτικες μέρες
Καλός καλός ο σιοίρος μας τζι εξέβην χαλαζιάρης
(1951)
Καλός καλός ο χοίρος μας και βγήκε με χαλάζι
Κατά μάναν κατά τζιύρην κατά θκειόν καραβοτζιύρην
(1951)
Κατά την μάναν τον πατέρα, τον θείον
Ο μακρύς εσυκολόαν τζι' ο κοντός εχασκολόαν
(1951)
Ο ψηλός έτρωγε σύκα, κι ο κοντός έχασκε
Του κλέφτη κλέφτει του;
(1951)
Ο κλέφτης γνωρίζει πάσας τας πανουργίας και ψεύδη ώστε είναι αδύνατον να τον κλέψης
Το σλοινίν του χωρκάτη μονόν εν ι-φτάννει τζαί διπλόν περισσεύκει
(1951)
Το σχοινί του χωριάτη μονό δεν φτάνει και διπλό περισσεύει. Περί των πολών στενοκεφάλων οι οποίοι μετά μεγάλης δυσκολίας κατορθώνουν να αντιληφθούν κάτι
Απ' αντραπεί τζη αγκαστρωθεί κακόν αγκάστριν έσhει
(1951)
Όποιος εντραπεί και μείνει έγκυος, κακόν αγκάστριν έχει
Γυρέβκεις που τηγ κουφήν αΐταν ;
(1951)
Γυρέβεις από την οχιά βοήθεια. Λέγεται δι΄ εκείνους οι οποίοι είναι κακοί όσον οι οχιές ώστε να μη βοηθούνε κανένα
Ας έσιει η τάβλα τίποτε τζι' ας λείπη το μαντήλιν
(1951)
Ας έχη το τραπέζι τίποτα κι' ας λείπη το μαντήλι
Πέ μου τόν φίλον σου νά σού πώ ποιός είσαι
(1954)
Ερμηνεία: διά τήν σημασίαν πού έχει η συναναστροφή επί τόν χαρακτήρα τού ανθρώπου
Πριν εγυρέβκαν που γεννιάς, τώρα γυρέβκουν πόσιει
(1951)
Πριν ζητούσανε από γεννιά, τώρα γυρέβουν από εκείνους που έχουν
Με τοδ δικόσ σου φαε, πκιε τζι αλιshβερίsh μεγ κάμης
(1951)
Με τον δικόν σου φαε πιε, μα μην κάνης καμμιά μαζί τους εργασίαν
Έππεσεν ο ζάχαρης μέσα στο νερόν;
(1951)
Έπεσε η ζάχαρη μέσα στο νερό; - Λέγεται δι' εκείνους οι οποίοι βιάζονται άνευ αποχρώντος λόγου
Απόσιει γέννια ας γυρέβκη χτένια
(1951)
Αυτοί που χρειάζονται τι, αυτοί πρέπει και να το ζητούν
Ο Θεός εμ πουπάνω τζαί θωρεί
(1951)
Ο Θεός είναι απάνωθε και βλέπει
Όσα θέλεις παίδκιον μάχου τζι' όσα θέλει ο Θεός σου πέμπει
(1954)
Όσα θέλεις λέγε στο παιδί κι όσα θέλει ο Θεός σου στέλλει
Απόν ημπόρει να δέρη τον γάδαρον δέρνει το σάμαν
(1954)
Κείνος που δεν μπορεί να δείρη το γάϊδαρο, δέρνει το σαμάρι
Απ'όν θέλει να πά στον μύλον πέντε μέρες κοσσινίζει
(1954)
Όποιος δεν θέλει να πάη στο μύλο πέντε μέρες κοσκινίζει
Ο κάττος τζε αν εγέρασεν, τα νύσσια πούσιεν έσιει
(1954)
Ερμηνεία: Κι αν ακόμη γηράσει ο άνθρωπος, διατηρεί τα ελαττώματα τα οποία έφερε εκ νεότητός του
Απόν αντρέπεται ο κόσμος εν δικός του
(1954)
Όποιος δε ντρέπεται ο κόσμος είναι δικός του
Καρκιάν καθαρήν τζ' όπου θέλεις πάτα
(1954)
Ερμηνεία: Εκείνος που πάντοτε εμφορείται από αγνά ελατήρια, ποτέ δεν πρόκειται ν' αποτύχη οτιδήποτε και αν συμβή
Αφήκαμεν τα θέρη μας τζιαί ξικανναουρίζουμεν
(1954)
Ερμηνεία : Επί των εγκαταλειπόντων τα ουσιώδη και περί τα επουσιώδη ασχολουμένων
Σταλαμαδκιάν – σταλαμαδκιάν γεμώνν' η στάμνα η πλαθκειά
(1954)
Ερμηνεία: Επί οικονομίας
Σταλαματιά – σταλαματιά γεμίζ' η στάμνα η πλατειά
(1954)
Ερμηνεία: Επί οικονομίας
Κάμνει ο κλέφτης ανασισλήν να φοηθή που χάσει
(1951)
Κάμνει ο κλέφτης θόρυβον να φοβηθή εκείνος που έχει για να χάση
Ας έσιη (η) τάβλα τίποτε τζι΄ας λείπη το μαντήλι
(1953)
Ας λείπουν αι εξωτερικαί εμφανίσεις, όταν δεν έχη κανείς τον επιούσιον
Έλα παππού μου να σου δείξω τ' αμπέλια σου
(1953)
Όταν οι αγνοούντες κάτι, προσπαθούν να συμβουλεύσουν επ' αυτού του ζητήματος ένα ειδήμονα
Έναν φέσιν δκυό τζιεφαλάες εφ' φορεί
(1953)
Δυό οικογένειαι δεν δύνανται να κατοικούν υπό την ίδιαν στέγην
Έππεσεν η ζάχαρη μεσ το νερόν
(1953)
Όταν γίνεται λόγος δι' ασήμαντα ζητήματα
Απού με κλέψη μιαφ φοράν στραβάρα δική του, απού με κλέψη δκυο στραβάρα δική μου
(1954)
Η παροιμία δεικνύει, ότι μετά από κάθε ζημίαν που υφιστάμεθα πρέπει να γινώμεθα προσεκτικώτεροι δια να προλάβωμεν χειρότερα
Παρά να βκη ο λόος σου καλλύττερα να βκη τ' αμμάτιν σου
(1954)
Κάλλιο να βγη το μάτι σου παρά ο κακός σου λόγος
Μιάλον βούκκον βάλε τζιαι μιάλον λόον μεν πεις
(1951)
Μεγάλη μπουκιά βάλε στο στόμα σου μα μην πεις μεγάλο λόγο
Τα πολλά λόγια είναι φτώσσια
(1954)
Τα πολλά λόγια είναι φτώχεια
Αδ δεδ δουλέψης μισταρκός εν τρώεις σαν αφέντης
(1953)
Δια να επιτύχωμεν πρέπει προηγουμένως να κοπιάσωμεν. Μισταρκός = υπηρέτης
Φασούλιν – φασούλιν γεμώνει το σακκούλλιν
(1953)
Όλα επιτυγχάνονται με την υπομονήν