Αναζήτηση
Αποτελέσματα 201-300 από 420
Πας στηγ κόντραν βλαστά μιμμίτιν;
(1951)
Πάνω στην κόντρα βλαστά σπυρί. Ερμηνεία: Η κόντρα κακή ασθένεια αναφερόμενη εις τα ζώα. Όθεν: υπάρχει χειρότερον κακόν πέραν του κακού;
Από ακρώννεται γονιού παραγωνιάς τζοιμάται
(1951)
Όποιος δεν ακούει μετά προσοχής τους γονείς του κοιμάται έξω στις γωνίες.
Γελά τζι ο μάρσαπης
(1951)
Λέγεται δι εκείνον ο οποίος κάνει τι, και γελάει μεταξύ των άλλων και αυτός
Απόshει γίδκια γλέπει τα, τζι' απού τα βλέπει τρώ τα
(1951)
Όποιος έχει γίδια τα φυλάει, κι όποιον τα φυλάει τα τρώγει
Που γεννιάς γύρεβκε τζι' ένοιαν μεν έστεις
(1951)
Λέγεται ειδκώς γι' εκείνους που ζητούν την αποκατάστασίν των δια της εις γάμου κοινωνίαν
Όποιος έχει γένεια ας γυρέβη χτένια
(1951)
Αυτοί που χρειάζονται τι, αυτοί πρέπει και να το ζητούν
Που γνάφει το μνήμα του γειτόνου του ππέφτει μέσα
(1951)
Όποιος σκάβει το μνήμα του γείτονος του εκείνος πέφτει μέσα
Άμα θέλει η νύφφη τζι ο γαμπρός τύφλαν νάschη ο πεθθερός
(1951)
Σαν θέλει νύμφη κι ο γαμπρός τύφλα να έχη ο πεθερός
Όποιος εν αντρέπεται ο κόσμος ούλος εδ δικός του
(1951)
Όποιος δεν ντρέπεται ο κόσμος όλος είναι δικός του
Απού γυρίζει το χωρκόν βρίσκει τίποτε τζαι τρω
(1951)
Οποιος φέρνει βόλτες το χωριό βρίσκει κάτι να φάη. Δια τους δραστήριους που συνεχώς προσπαθούν, και αυτό δια το καλόν τους
Ηύρες το σύκοσ σήκου το γιατί σηκώνουντ' άλλοι
(1951)
Να εκμεταλλεύεσαι τας ευκαιρίας οσάκις σου παρουσιάζονται
Ανάθρεψε τον κολιόν να βγάλη τα μάτια σου
(1951)
Κολιός=μαύρο πουλί
Απού πίννει βερεσιέν μεθκ' α δκυό φορές
(1951)
Όποιος πίννει επί πιστώσει μεθά δυό φορές
Το μεγάλο ψάρι τρώει το μικρό
(1954)
Ερμηνεία: Δεικνύει την δύναμιν των ισχυρών έναντι των αδυνάτων
Αντάν ψωρκάση ο γείτος σου, τζιαί 'σου βοτάνια γύρευκε
(1959)
Η παροιμία αυτή λέγεται δια να δείξη ότι εύκολα μπορεί να προσβληθή ο άνθρωπος από ένα ελάττωμα, το οποίον έχει εκείνος, τον οποίον συναναστρέφεται
Από ακρώνεται γονιού παρά γωνιάς τζοιμάται
(1959)
Η παροιμία αυτή λέγεται δια να δείξη ότι, όταν κανείς παραγνωρίζη τας συμβουλάς των μεγαλυτέρων του ή των γονιών του, καταστρέφεται.
Η δουλειά νικά την φτώσειαν
(1958)
Η παροιμίαι αυτή λέγεται διά να δείξη ότι με την εργασίαν του μπορεί κανείς να πλουτίση και να δοξαστή
Θυμός του χωρκάτη, ζημειά του πουντζιού του
(1951)
Λέγεται δι΄ εκείνους οι οποίοι οργίζονται κτυπούντες και σπάζοντες τα πάντα όπου εν τέλει υποχρεούνται αυτοί να πληρώσουν τα ζημείας των
Ντζίζεις μου με το βελόνιν, ντζίζω σου με το σακκοράφιν
(1951)
Μου εγγίζεις με το βελόνι σου εγγίζω με το σακκοράφι. Λέγεται δι' εκείνους οι οποίοι μεταχειρίζονται το ίδιον μέτρον
Κάθε κάουρος στην τρύπαν του εδ' δυνατός
(1953)
Ο καθέ ένας εις την ειδικότητα του δύναται να αντιμετωπίση οποιονδήποτε αντίπαλλον. Εδ = είναι
Άμαν το 'παθεν η ρκά, έβαλεν τζιαί ρομανίσιν
(1953)
Ερμηνεία: Πρέπει να είναι κανείς προνοητικός, παθθαίνω= πάσχω, ρκα (η)= γριά, ρομανίσιν (το)= σύρτης
Απουshει πολλούς πετεινούς αρκεί να ξιμερώση
(1951)
Όπου έχει πολλά κοκόρια αργεί να ξιμερώση. Όπου υπάρχουν πολλοί αρχηγοί δεν δύνανται να λειφθη ευκόλως καμμία απόφασις ούτε να γίνη τίποτα
Σαράντα μέρες η νουρά του σκύλλου στο καμπουτιν τζι' εβκάλαν την τζι' εγίνητζεν κουλλούριν
(1951)
Σαράντα μέρες ηουρά του σκύλλου μέσα στο καλάμι, την βγάλανε, και ξανα τυλίχτηκε
Εμναλύναν οι ποδκιές μας τζι' εσιεπάσαν τες πομπές μας
(1951)
Μεγαλώσανε οι ποδιές μας και κρύψαν τις ντροπές μας
Χωρίς να πειράξης την κουφήν δακκάννει σε;
(1954)
Χωρίς να πειράξης το φίδι σε δαγκώννει
Αε πεύκους για υλάρκα
(1951)
Δι' εκείνους οι οποίοι από ταπεινού επαγγέλματος κατέκτησαν επιζήλους εν τη κοινωνία θέσεις χωρίς όμως να πάψουν να νοσταλγούν την προηγούμενην την εργασίαν
Ο γαμπρός στην κούνιαν του πεθθερού μοιάζει
(1953)
Δια να γίνωμεν φίλοι με κάποιον πρέπει να ταιριάζουν οι χαρακτήρες μας
Έναφ φέσιν δκιυό τζιεφαλάες εχ χωρεί
(1951)
Ένα φέσι δυό κεφάλια δεν χωράει
Ετζιύλησεν το στούππωμαν τζ' ηύρεν την μαείρισσαν
(1954)
Ερμηνεία : Αντιστοιχεί με το αρχαίον ρητόν: “Όμοιος ομοιώ αει πελάζει”
Οι τοίσ' οι έχουν φκιά τζι οι βραμοί αμμάθκια
(1951)
Οι τοίχοι έχουν αυτιά και τα φράγματα μάτια
Ηύρες το σύκο πάρε το γιατί το παίρνουν άλλοι
(1951)
Να εκμεταλλεύεσαι τας ευκαιρίας οσάκις σου παρουσιάζονται
Αδειανός εργάτης φορεί τον Μάιον κορώναν
(1951)
Σημείωση: Ο Μάιος είναι ο μήν των πολλών εργασιών
Άλλοι ψυχομαχούν τζ' άλλοι καυλομαχούν
(1951)
Άλλοι ψυχομαχούν κι' άλλοι καυλομαχούν. Λέγεται δια τας αντιθέσεις που επικρατούν εις τω κόσμω
Εκουτσούβλησεν ο γάδαρος, δος του την που πάνω
(1953)
Εκουτσούβλησεν = Εκσκόνταψεν
Αλλού θωρεί τζι' αλλού φουρνίζει
(1954)
Αλλού βλέπει κι' αλλού φουρνίζει. Ερμηνεία: Επί απροσέκτων
Αν εν μήλο εν ν' αθθήση
(1954)
Ερμηνεία: Επι εκείνων οι οποίοι επιτηδεύονται και υποκρύπτουν κάτι
Στου κουφού την πόρταν όσον θέλεις βρόντα
(1954)
Ερμηνεία: Επί εκείνων, οι οποίοι δεν συναισθάνωνται τας παρατηρήσεις των άλλων
Επήεγ γάδαρος τζι ήρτεν γαουράππαρος
(1953)
Γαουράππαρος = ημίονος
Ο πελλός τζιαί τ' άσπρον άλο(γ)ον που μακρυά χωρίζουν
(1953)
Ο κάθε ένας δεν μπορεί να κρύψη τον χαρακτήρα του
Η κουφή κουφούδκια κάμνει, εν τζαί κάμνει αλιζαβρούδκια
(1951)
Η οχιά οχιέν γεννάει, δεν γεννάει σαύρες
Η κουφή κουφούθκια κάμνει εν τζιαί κάμνει περτικούθκια
(1953)
Από κακκούς γονείς, κακά τέκνα θα γεννηθούν
Το καλόν αρνίν χωρίζει που την μάντραν
(1954)
Ερμηνεία: Ο καλός άνθρωπος ευκόλως ξεχωρίζεται από τους άλλους, ένεκα των αρετών του
Τζιηνούρκον εν το κόσσινον τζιαί που να το κρεμμάσω
(1953)
Ερμηνεία: Όταν προσέχωμεν κάτι, περισσότερον από ότι άξιζε
Ο κάττος την κάτταν τζι η κάττα τα καττούθκια
(1957)
Η παροιμία αυτή λέγεται στις περιπτώσεις που ένας καθιστά υπευθύνους τους κατωτέρους του χωρίς δισταγμό δια να αποφύγη ο ίδιος την ευθύνην πράξεως που δεν θέλει να κάμη από τεμπελιά ή ανικανότητα
Αφήσαμεν το θέρος τζι' αρκινήσαμεν να ξηκαννασυρίζουμεν
(1953)
Ερμηνεία: Όταν παραμελή κανείς τα ουσιώδη ζητήματα και ασχολήται με τα επουσιώδη, ξηκαννασυρίζω: συναθροίζω το καναβούρι μτφ. Ματαιοπονώ
Με ξένα κόλλυβα μνημονεύκεις τους πεθαμμένους σου;
(1951)
Με ξένα κόλλυβα μνημονεύεις τους πεθαμένους σου;
Δε ούγιαν τζι έπαρε παννίν
(1951)
Δες την ούγια και αγόρασε ύφασμα
Φάκκα του γαάρου λύραν να χορέβκη βίρα βίρα
(1951)
Λέγεται επί των ασυναισθήτων
Από είεν βουνά τζιαί κάστρη είεν τοφ φούρνον τζιαί ποθαμμάστην
(1954)
Όποιος δεν είδε βουνά και κάστρα είδε τον φούρνον και εθαύμασε. Ερμηνεία: Η παροιμία λέγεται επί των ανθρώπων οι οποίοι εκπλήττονται και από τα πλέον ελάχιστα και ασήμαντα πράγματα
Άμα τζι' εψόφησεν ο βούς ο πομισιαρκά εχάθη
(1954)
Μόλις ψόφησε τό βώδι, χάθηκε κι' ο συνεταιρισμός
Ποτάβριζε τα πόδκια σου ως τζιαμέ που φτάννει το πάπλωμαν
(1954)
Ερμηνεία : Άπλωνε τα πόδια σου μέχρις εκεί που φθάνει το πάπλωμα
Όποιος ανακατώνεται με τα πίτερα τρων τον οι όρνιθες
(1954)
Επί των αναμειγνυομένων εις ξένας υποθέσεις
Απ' την εχιόνα στο φίδι
(1954)
Ερμηνεία: Λέγεται εις περιπτώσεις καθ' άς εις περιπίπτων εις μιαν συμφοράν αναμένει σωτηρίαν, και αντ' αυτής περιπίπτει εις συμφοράν χειροτέραν της πρώτης
Αν είναι μήλο θ' ανθίση
(1954)
Ερμηνεία: Επι εκείνων οι οποίοι επιτηδεύονται και υποκρύπτουν κάτι
Πελλός ο ράφτης μακρυά η βελονιά σου
(1951)
Τρελλός ο ράφτης μεγάλη η βελονιά του
Πού τα πούτταρα ως τα μούνναρα
(1951)
Λέγεται δι' εκείνους οι οποίοι δεν καταλαβαίνουν τίποτα
Εγιώ τα λέω η πεθθερά για να τ' ακούης νύφφη
(1951)
Εγώ τα λέω η πεθερά για να τ' ακούης νύμφη
Κατά που σου κάμουν κάμνε, τζαι κατζιίαν με κρατάς
(1951)
Όπως σου συμπεριφέρονται, να συμπεριφέρεσαι και μην κρατάς κακίαν
Πιάσ' τον έναν φάκκα τον άλλον
(1954)
Πάρ' τον ένα κτύπα τον άλλον. Ερμηνεία: Κανείς εκ των δύο δεν αξίζει είναι και οι δύο όμοιοι
Κάθε ξύλον τον καπνόν του ξέρει
(1957)
Η παροιμία αυτή λέγεται επί της περιπτώσεως που ο άνθρωπος κρατεί μέσα του τα αφορώντα τον ίδιον του εαυτόν του ζητήματα, ιδίως συμφοράς, από πνεύμα υπεριφάνου αξιοπρέπειας
Αγαπά ο Θεός τον κλέφτην, αλλά αγαπά τζαι τον νοικοτζιύρην
(1951)
Αγαπά τον κλέφτη αλλά αγαπά και τον νοικοκύρην ο Θεός
Συννεφκιασμένος ουρανός τζι' αρκίνησεν να βρέσσιει τζι' ο ξιπετσισμένος κουρκουτάς τον άλλον κατατρέσσιει
(1954)
Κουρκουτάς = είδος μεγάλης σαύρας
Του κόσμου τ' αναέλαστον του κόσμου αναελά του
(1954)
Του κόσμου το κορόϊδο τον κόσμο κοροϊδεύει
Όποιος νεκατώννεται με τα πίτερα τρών τα οι όρνιθες
(1951)
Δι' εκείνους οι οποίοι ανακατεύονται τις κακάς συναναστοφάς όπου γίνονται θύματά των
Ανάγιωσ' τον κολιόν να βκάλη τ' αμμάδκια σου
(1951)
Κολιός=μαύρο πουλί
Έν όρνιθα του Λιάση τζιαί τ' αβκά της Γρυσαλλούς
(1951)
Η κότα είναι του Λιάση και τ' αβγά της Γρυσαλλούς.
Κατά τον άδρωπον τζι η τσαέρα του
(1953)
Κάθε άνθρωπος ζητεί το ιδικό του περιβάλλον ή τα έργα του ανθρώπου δεικνύουν τον χαρακτήρα του
Κάμνει ο κλέφτης ταρασιήν να σιεπάση την πομπήν
(1953)
Όταν κατηγορή τις κάποιον δια να σκεπάση δικά του ελαττώματα
Όσην ώραν μου εμίλαν η τζυυρά η πεθθερά μου εγιώ εμέτρουν τεν αππαρόμουγιες τ΄ αππάρου μου
(1951)
Όση ώρα μου μιλούσε η πεθερά μου, εγώ μετρούσα τις αλογόμυιγες τ' αλόγου μου
Μιάλον βούκκον βάλε, μιάλον λόον μεν πης
(1953)
Να μην εκστομίζωμεν μεγάλας λέξεις αλλά να είμεθα ταπεινόφρονες
Ο γάδαρος ο οκνιάρης εν τζιαί βαρυγομαρκάρης
(1953)
Ερμηνεία: Επί οκνηρών ανθρώπων
Ούλλους τους μαύρους Αφτουλλάσς τους ηξέρεις;
(1953)
Όλα τα μετράς με το ίδιο μέτρον;
Κάθε ξύλον με την κάπνην του
(1953)
Εις τον κάθε ένα να συμπεριφερώμεθα αναλόγως της νοοτροπίας του
Ξέρει ο γάδαρος να φάη μαϊντανόν;
(1953)
Ερμηνεία: Επί αγνοούντων
Όποιος έσσιει νουν, φέρνει τον που το βουρνίν
(1954)
Κείνος πούχει μυαλό, το φέρνει απ' τη σκάφη
Απόν είδεβ βούνα τζιαί καστρή είδεφ φούρνους τζ' εξιππάστην
(1951)
Όποιος δεν είδε βουνά κιαι κάστρα είδε τον φούρνον και εξιφνιαστη. Ερμηνεία: Η παροιμία λέγεται επί ενθουσιασμένων δια πράγματα ευτελή, επειδή δεν γνώριζαν ανώτερα και μεγαλύτερα
Αναφαντάρης τίτσιρος τσαγκάρης αλυπόλητος
(1951)
Υφαντής γυμνός, τσαγγάρης ξυπόλητος
Πέρα βρέσιει στηγ Καραμανιάν σιιονίζει
(1951)
Λέγεται επί των δεικτυόντων αδιαφορίας ή απροσεξίαν διά κάτι
Το σταμνίν πάει πολλές φορές στην βρύσην μα κάποτε πάει τζ' εν ηστρέφεται
(1954)
Η στάμνα πολλές φορές πάει στη βρύση, μα κάποτε πάει και δεν γυρίζει
Ο καλός ο τρόπος βκάλλει την κουφήν που την τρύπαν της
(1954)
Ο καλός τρόπος βγάζει το φίδι απ' την τρύπα
Κόπον έshει το θέρος
(1951)
Διά τους παραπονουμένους ότι κοιτάζουν εκ της εργασίας των όχι όμως και δικαίως
Όποιος τα ξένα 'πεθυμά τα δικά του χάννει
(1954)
Ερμηνεία: Επί πλεονεκτών
Που τον νοδρον το κρατούμεν τζιαί κουντούριν το λαλούμεν
(1951)
Απο την ουρά το κρατάμε και κόλουρο το λέμε
Ας με κράζουσιγ Κατίναν τζι' ας λαώννουμαι της πείνας
(1951)
Να με λέγουνε Κουτίνα κι' ας πεινώ
Στου κουφού την πόρταν όσον θέλεις βρόντα
(1953)
Να μη προσπαθή κανείς να μεταπείση τον ισχυρογνώμονα
Στείλε πελλόν τζ'αι λάμνε τζ'αι σου ταιπσόν του
(1951)
Στείλε τρελλόν και τρέξε και συ πίσω του
Οι δκινό πελλοί μαλλώννουσιν τζ'αί μιαν στιγμήν μρώννουσιν
(1951)
Οι δύο τρελλοί τσακώνονται και σε μίαν στιγμήν μερώνουν
Σκότωνε πελλούς τζιαι πκιέρωνε τζιερεμέν
(1951)
Δηλαδή σκότωνε τρελλούς και πλήρωνε πρόστιμον
Ο πελλός τζαί τ' άσπρον άλοον χωρίζουν που έναν μίλιν
(1954)
Ο τρελλός και τ' άσπρο άλογο ξεχωρίζουν από ένα μίλι μακριά
Ο Θεός του πελλού διάτου γρόνια
(1954)
Ο Θεός δίνει χρόνια στον τρελλό
Στείλε πελλόν τζιαι λάμνε τζιαι σου ταπισόν
(1953)
Λάμνε = πήγαινε, ταπισόν = κατόπιν του
Ο πελλός με ριά με βράζει
(1954)
Του τρελλού ούτε κρύο του κάνει, ούτε ζέστη
Ο πελλός θέλει τζαι κουδούνιν
(1954)
Ο τρελλός χρειάζεται και κουδούνι
Ο πελλός πελλούς εν να κάμη
(1953)
Από κακούς γονείς, κακά τέκνα θα γεννηθούν
Μικτσύν γαούριν πουλαροδείχνει
(1954)
Μικρό κοντό γαϊδούρι φαίνεται και μικρό στην ηλικία
Ο λύκος κι' αν εγέρασε κι' άλλαξε το μαλλί του, την γνώμην του δεν άλλαξε ούτε την κεφαλή του
(1954)
Ερμηνεία: Κι' αν ακόμη γησάσει ο άνθρωπος, διατηρεί τα ελαττώματα τα οποία έφερε εκ νεότητός του
Την κουφήν να την ησκοτώννης τον τζιαιρόν που εν μιτσιά
(1953)
Να καταπολεμώμεν το κακόν, αλλά εν τη γένεσει τα
Εν μιτσής αμμά εν ροτσής
(1953)
Όταν κάποιος αξίζει περισσότερον από όσον δείχνει η εξωτερική του εμφάνισις, μιτσής = μικρός, αμμά = αλλά, ροτσής = δυνατός