Αναζήτηση
Αποτελέσματα 101-200 από 420
Όπου τζι αν πα η κλανναρκά τον κωλόν της κρατί του
(1951)
Λέγεται δι' εκείνους οι οποίοι όπου ήθελον μεταβεί κουβαλούν μαζί την τα ελαττώματά των
Όποιος λυπάται του κάττου το ψουμίν τρων οι ποντιτζιοί τα ρούχα του
(1954)
Ερμηνεία: Επί των τσιγκούνηδων
Το καλόν αρτίν ξεχουρίζει που την μάντραν
(1953)
Λέγεται επί ανθρώπων οι οποίοι από νεαράς ηλικίας διακρίνονται ότι θα ευδοκιμήσουν
Το γαδούριν το μιτσίν πάντα πουλαροδείχνει
(1953)
Ο μικρός άνθρωπος όσον και αν σοβαρεύεται, θα κάνη κάτι που θα δείχνη ότι δεν έχει ωριμάσει ακόμη, μιτσίν(το) = μικρό
Ηύρες το χωρκόν με δίχως σιύλλους τζιαι περπατάν με δίχως βέρκαν
(1951)
Βρήκες το χωριό ψωρίς σκύλους και περπατάς δίχως βέργα
Παιδίσ σου τζιαι σιυλλίσ σου κατά που το μάθεις
(1951)
Το παιδί σου και το σκυλί σου όπως το μάθεις
Που τοσ σιανόμ ποταμόν να φοάσαι
(1951)
Από το σιγανό ποτάμι να φοβάσαι
Απου θέλει τα πολλά χάννει τζιαι τα λλία
(1951)
Όποιος θέλει τα πολλά χάνει και τα λίγα
Γυιόν της πουτάνας μεν πάρης, κόρην της πουτάνας πάρε
(1951)
Υιόν της πουτάνας μην πάρης κόρην της πουτάνας πάρε
Εν της παπαδκιάς τα ξύλα
(1953)
Ερμηνεία: Όταν είναι κάτι ιδικό μας το προσεχομεν, εν: είναι
Φέρνει ο Χριστός τ' αλεύριν παίρνει τζι' ο σατανας την τατσιάν
(1953)
Όταν παρουσιάζονται διαρκώς εμπόδια
Την κουφήν αν δεν την πειράξης εσ σε δακκάνει
(1953)
Κουφή = φίδι
Που τοσ σιανόμ ποταμόν να φοάσαι
(1953)
Σιανός (ο) = σιγανός
Αδκειανός παπάς, θάφκει τζιαι τους ζωντανούς
(1951)
Αργός παπάς θάβει και τους ζωντανούς
Το πολλύγ Κύρελέησον βαρκέται το τζ' ο Θεός
(1951)
Το πολύ Κύριε Ελέησον το βαριέται κι' ο Θεός
Αμ μεν πειράξης τηγ κουφήν εσ σε δακκάννει
(1951)
Όταν δεν πειράξης την οχιά δεν σε δαγκώνει
Ο πελλός αμ μεν έσιει νουν έσιει πόδκια
(1951)
Ο τρελλός αν δεν έχη νούν έχει πόδια
Μήνας πον σου συμφέρει μεν αρωτάς πόσες μέρες έσσιει
(1954)
Ερμηνεία: Μη ρωτάς να μάθης πράγματα που δεν πρόκειται να σου χρησιμεύουν
Κάθε πουλλίν με της φωνήν του σιαίρεται
(1953)
Ο κάθε ένας με την ικανότητά του
Ο γάαρος ο οκνιάρης εν τζαί βαρυγουμαρκάρης
(1951)
Ο γάϊδαρος ο οκνηρός είναι και βαρυφορτωμένος
Σσύλλον λούσης σσύλλον πλύννης, πάλαι σσιυλλιές μυρίζει
(1954)
Σκύλλον λούσης σκύλλον πλύννης πάλι σκυλλιές μυρίζει
Το πολλύν Κυρελέησον βκάλλουν τζιαι τομ παπάμ πελλόν
(1951)
Με το πολύ Κύριε Ελέησον βγάζουν και τον παπά τρελλό
Προστάζω 'γιώ την κάτταν μου τζι' η κάττα τα καθιά της
(1951)
Προστάζω εγώ την γάτα μου, κι' η γάτα τα γατάκια της
Μάχουνται ούλα τους σσιύλλους τζιαι τους κάττους
(1954)
Μαλλώνουνε σαν τα σκυλιά με τις γάτες
Έναν όϊ αξίζει έναν ανώϊν
(1951)
Ένα όχι αξίζει ένα ανώγειον
Ετζιύλησεν το στούππωμαν τζι ηύρεν την μαείρισσαν
(1953)
Όταν σμίξουν δυο οι οποίοι έχουν τον ίδιον χαρακτήρα
Ώσπου έσσιει το τζιελλάριν εν καλόν το γεναικάριν
(1954)
Ερμηνεία: Εκείνο που διατηρεί τας αγαθάς σχέσεις μεταξύ δυο ανθρώπων είναι το συμφέρον. Όταν αυτοχαθή παύει πλέον να υφίσταται η φιλία
Τον Μάρτην ξύλα φύλαε μεν κάψης τα παλλούτζια
(1957)
Η παροιμία αυτή δεικνύει την ανάγκην προβλέψεως, ώστε να μη μένη κανείς εκτεθειμένος, όταν τυχόν έλθουν δύσκολοι καιροί
Αύγουστε, καλέ μου μήνα νάσουν τρεις βολές το χρόνο
(1958)
Τούτο σημαίνει ότι ο Αύγουστος είναι ο καλύτερος μήνας του έτους. (Διηγήθηκε μια γρια από το χωριό Άγιος Γεώργιος στην επαρχία Κυρηνείας
Απόν ακρώννεται γονιού παρά γωνιάς τζοιμάται
(1959)
Η παροιμία αυτή λέγεται δια να δείξη ότι, όταν κανείς παραγνωρίζη τας συμβουλάς των μεγαλυτέρων του ή των γωνιών του, καταστρέφεται.
Πελλός τζι' άρκος όπως του δόξη
(1954)
Ο τρελλός κι' ο άρχοντας όπως του έρθη
Κουπανίζει το νερόν μεσ' το γτιν
(1954)
Κοπανίζει το νερό στο γουδί
Απόθ θέλει να πά στομ μύλον πέντε μήνες κοshινίζει
(1951)
Όποιος δεν θέλει να πάει στον μύλον πέντε μήνες κοσκινίζει
Τα δικά μας του γειτόνου μας
(1951)
Λέγεται δι εκείνους οι οποίοι προσπαθούν να επιφορτώσουν εις τους άλλους τα ιδικά των πταίσματα
Ο αδκειαστρος εν είστεδ δουλειάν να κάμη τζ' εγάμαν τα κοπελλούδκια του
(1951)
Σάν δεν είχε τίποτα να κάμη ο αδειανός γαμούσε τα παιδιά του. Λέγεται επί των αργοσχόλων οι οποίοι μή ξέροντες πως θά περάσουν τάς ώρας των ασχολούνται με περιττές εργασίες
Ξιπετσισμένος κουρκουτάς, τον άλλον καταρέσhει
(1951)
Ξιπετσισμένος κουρκουτάς (σαυροειδές) τρέχει τον άλλον
Καλός καλός ο σιοίρος μας τζι' εφκήκεν χαλαζιάρης
(1953)
Λέγεται ότα, ενώ είχαμεν καλήν ιδέαν δια κάποιο πρόσωπον, μετά είδαμεν ότι ηπατήθημεν
Τράβα με τζι ας κλαίω
(1951)
Τράβαμε κι ας κλαίω
Η κούζα πάει πολλές βολές στην βρύσην, αμμά καμμιάν βολά πάει τζι' εν έρκεται
(1953)
Όταν σφάλη κανείς, αργά ή γρήγορα θα τιμωρηθή
Το καλόν το παλληκάριν ξέρει τζι' άλλον μονοπάτιν
(1954)
Ερμηνεία: Δεικνύει ότι οι συνετοί άνθρωποι ποτέ δεν είναι μονόπλευροι, αλλά δια ποικίλων τρόπων επιτυγχάνουν το επιδιωκόμενον
Τον Σεπτέμβρη τα σταφύλια τον Οκτώβρη τα κουδούνια
(1958)
Συνοδεύεται από κείμενο...
Κατά τοδ δάσκαλον που κάθεσαι έτσι γράμματα μαθθαίννεις
(1953)
Το περιβάλλον ασκεί μεγάλην επίδρασιν
Του τοίχου του κακότοιχου τα ρούχα εν ο πρεπός του
(1951)
Του τοίχου του κακού τοίχου τα φορέματα είναι το στολίδι του
Ο πελλός αμ μεν έσιη νουν, έσιει πόδκια
(1953)
Πελλός = τρελλός
Ετζιύλισεν το στούππωμαν τζι' ηύρεν την μαείρισσαν
(1951)
Λέγεται δι' εκείνους οι οποίος ομοιάζουν και συμφωνούν απολύτως
Ο πελλός στον ανήφορον ή σφυρά ή τραουδά
(1951)
Ο τρελλός στον ανήφορο ή σφυρά ή τραγουδεί
Κτύπα του γαιδάρου λύρα, να χορέβη ολοένα
(1951)
Λέγεται επί των ασυναισθήτων
Όποιος βκάλλει τον λάκκον του άλλου πέφτει ο ίδιος μέσα
(1954)
Όποιος το λάκκο τ' αλλουνού σκάβει πέφτει ο ίδιος μέσα
Το μιάλον ψάριν τρώει το μιτσίν
(1953)
Ο δυνατότερος επιπλέει
Ξέρει η μάννα μου να κάμη πήττες αμμά εν έσιει αλεύριν
(1953)
Όταν έχωμεν την διάθεσιν να κάμωμεν κάτι, αλλά δεν έχομεν τα μέσα
Μια παδκιά του γερόβουδου αξίζει εκατόν δαμάλια
(1954)
Ερμηνεία: Δι' αυτής δηλούται η διαφορά ως προς την πείραν και την γνώσιν που υπάρχει μεταξύ νέου και γέροντος
Άμα έσιεκ το τζιελλάριν, εν καλόν το γεναικάρη
(1953)
Όταν έχωμεν τον επιούσιον είμεθα φίλος με όλους
Σταξιάν – σταξιάν ο κόλυμπος γεμώννει
(1954)
Ερμηνεία: Επί οικονομίας
Από 'σιει δέντρον έσιει σσιός τζι' από 'σιει σσιός τζιοιμάται
(1957)
Η παροιμία αυτή λέγεται για να δείξη τα αγαθά αποτελέσματα της προβλεπτικότητος και εργασίας του ανθρώπου, η οποία πάντοτε ανταμείβει τον καλώς εργαζόμενον
Ο λύκος τζι' αν εγέρασεν τζι άλλαξεν το μαλλίν του, την γνώμη του δεν άλλαξεν μητέ την τζιεφαλήν του
(1954)
Ερμηνεία: Κι' αν ακόμη γησάσει ο άνθρωπος, διατηρεί τα ελαττώματα τα οποία έφερε εκ νεότητός του
Άκουε με(γ)άλον τρύος τζι' έπαιρνε μιτσίγ καλάθιν
(1951)
Άκουε μεγάλο τρύγος και παίρνε μικρόν καλάθιν
Πέρα βρέχει στη Καραμανιάν χιονίζει
(1951)
Λέγεται επί των δεικτυόντων αδιαφορίας ή απροσεξίαν διά κάτι
Σαράντα μέρες βοσκός, σαράντα μέρες τρελλός
(1951)
Εξ ού και : πελλοβοσκός [τρελλοβοσκός]
Σιύλλον λούσεις σιύλλον πλύννεις πάλαι σιυλλιές βρωμά
(1953)
Ο χαρακτήρ δεν αλλάζει
Αθκειανός παπάς θάβκει τζιαι τους ζωντανούς
(1954)
Αδειανός παπάς θάβει και τους ζωντανούς
Μήνας που δεν σε συμφέρει μη ρωτάς πόσες μέρες έχει
(1954)
Ερμηνεία: Μη ρωτάς να μάθης πράγματα που δεν πρόκειται να σου χρησιμεύουν
Κρυφός παπάς εγ γίνεται
(1951)
Κουφός παπάς δεν γίνεται
Ο κόλος ο τίτσιρος είδεν το βρατζίν τζι' εσιέστην
(1951)
Λέγεται δι' εκείνους εκπλήσσονται διά πράγματτα, ων είχον μεγάλην ένδειαν
Εκύλησε το στούπωμα και βρήκε τον τέντζερην
(1951)
Λέγεται δι' εκείνους οι οποίος ομοιάζουν και συμφωνούν απολύτως
Άκουε μεάλην συτζάν τζι έπερε μιτσίγ καλάθιν
(1951)
Άκουε μεγάλην συκιάν, και παίρνε μικρόν καλάθι
Τα πολλά λόγια εφ φτώσια
(1951)
Τα πολλά λόγια είναι φτώχεια
Όπου ακούεις μιάλον τρύος έπαιρνε μιτσίν καλάθιν
(1953)
Μιτσίν = μικρόν
Απόν αππέξω του χορού πολλά τραούδκια ξέρει
(1954)
Όποιος είν' έξω απ' το χορό πολλά τραγούδια ξέρει, Ερμηνεία: Δι' εκείνους οι οποίοι θέλουν ν' αναμειγνύωνται εις όλα χάριν επιδείξεως ικανότητος, χωρίς να έχουν αυτήν
Τζιείνον πούσσιεν η 'ρκά στον νούν της, εθώρεν το όρομαν
(1954)
Κείνο πούχε η γρηά στο μυαλό της τόβλεπε στ΄όνειρό της. Ερμηνία : Δια τους αδημονούντας να εκτελέσουν κάτι
Έπαιρνε γέροντος βουλήν τζιαί παιδεμένου γνώση
(1954)
Ερμηνεία: Δεικνύει την πολυπειρίαν των γερόντων και τας γνώσεις των μορφωμένων
Ο παπάς τά μπρός του έν εχώρεν τζιαί τά πίσω του εχώρεν
(1951)
Ο παπάς δέν έβλεπε τά μπρός του κι' έβλεπε τά πίσω του. Λέγεται δι' εκείνους οι οποίοι δέν βλέπουν τά ιδικά τών σφάλματα τά έμπροσθεν αυτών καί βλέπουν τά αλλότρια τά οποία ευρίσκονται όπισθεν των
Θωρείς την κουφήν τζιαι γυρέβκεις την κολοσυρμαθκειάν;
(1951)
Δηλαδή Βλέπεις την οχιά και ζητάς τα ίχνη της;
Έδωκεν μίξαν τζ' έπιασεν ρέγχαν
(1951)
Έδωσε μίξαν κι' επήρε φλέγμα
Καθένας τα κάρβουνα ομπρός του τα τραβά
(1953)
Ο καθ' ένας δια τον εαυτόν του φροντίζει
Το γινάτιν βκάλλει αμμάτιν
(1951)
Το πείσμα βγάζει μάτι
Η ομορφκιά τρώεται με το κουτάλιν;
(1951)
Η ομορφιά τρώγεται με το κουτάλι;
Ο κάττος τζι αν γεράση τα νύσια πούshεν έshει τα
(1951)
Ο γάτος κι αν γεράση τα νύχια που είχεν έχει τα
Ζήτα από γεννιά και μην έχεις καμμιάν έγνοιαν
(1951)
Λέγεται ειδκώς γι' εκείνους που ζητούν την αποκατάστασίν των δια της εις γάμου κοινωνίαν
Απόshει δέντρον έσhει σhιός
(1951)
Όποιος έχει δέντρο έχει και σκιά
Το πουντζίσ σου μεσ τους πολλούς μεν τ' αννοίεις
(1953)
Πουντζίν (το) : πορτοφόλι, αννοίεις = ανοίγεις
Έτσι τζι' έτσι το πουλλίν επέτασεν
(1954)
Ερμηνεία: Η παροιμία λέγεται επί γενομένης ήδη συμφοράς την οποίαν προσπαθούν να δικαιολογήσουν “κατόπιν εορτής”
Θωρείς την κουφήν τζιαί γυρεύκεις την κολοσυρμαθκιάν της
(1953)
Επί απροσέκτων ανθρώπων, κολοσυρμαθκιά (η)=τα ίχνη
Έτσι κκελλέ έτσι ξιουράφιν θέλει
(1953)
Να φερώμεθα εις τον καθένα αναλόγως της νοοτροπίας του
Δώσε ρίφιν να πάρης αρνίν
(1953)
Κάμε το καλόν και θα σου ανταποδοθή κάποτε
Όποιος αννοίει τον λούκκον του άλλου ππέφτει τζιείνος μέσα
(1953)
Να μή θέλωμεν την δυστυχίαν των άλλων, διότι τούτο θα γίνει αφορμή συμφοράς δι ημάς
Αντάν να θέλη ο γείτος σου παντρεύκεις το παιδίν σου
(1954)
Όταν θέλει ο γείτονάς σου παντρεύεις το παιδί σου
Είες ΄ρκάν τζι 'αππήαν φούρνον
(1954)
Είδες ποτέ καμμιά γρηά να μπορέση να πηδήση φούρνον; Ερμηνία : Λέγεται εις περίστασεις κατά τας οποίας εν ζήτημα είναι φυσικώς αδύνατον να εκτελεσθή, είναι ακατόρθωτον
Ουρανός καθαρός αστραπές δε φοβάται
(1954)
Ερμηνεία: Ο τίμιος άνθρωπος δεν φοβάται τους συκοφάντας
Φασούλι το φασούλιν γεμώννει το σακκούλλιν
(1954)
Ερμηνεία: Επί οικονομίας
Η 'ρκά 'ν το μάρεν ν' αρμαστή τζί εζήταν τζιαί που πανωπροίτζιιν
(1951)
Η γριά δεν λογάριαζε να παντρεφτη και ζητούσε απανωπροίκι. Λέγεται επί των συζητούντων μετά σπουδής επί θέματος το οποίον δεν ετέθη
Ελίμπισεν η 'ρκά στα σύκα τζι' εν να φάη τζιαί τα συκόφυλλα
(1951)
Ταίριαζε η γρηά στα σύκα και θα φάη και τα συκόφυλλα. Λέγεται δι εκείνους οι οποίοι αγαπήσαντες κάτι δεν το αφήνουν παρά μέχρι του αφανισμού
Του γιαλού κατά που ννα του δείξης εν να σου δείξη
(1953)
Όπως συμπεριφερθής θα σου συμπεριφερθούν
Όποιος τζοιμάται το πρωΐν, παλιά ρούχα την Λαμπρήν
(1959)
Η παροιμάι αυτή λέγεται δια να δείξη ότι η οκνηρία δεν είαν ικαλόν πράγμα δια τον άνθρωπον
Καλός ο ήλιος του Μαγιού τ' Αυγούστου το φεγγάρι
(1958)
Αυτό δείχνει τις ωραίες φεγγαρόλουστες βραδυές του Αυγούστου. (Διηγήθηκε μια γριά από το χωριό Άγιος Γεώργιος στην επαρχία Κυρηνείας
Κάλλιον κακόν γρόνον παρά κακόν γείτον
(1959)
Η παροιμία αυτή λέγεται δια να δείξη ότι εύκολα μπορεί να προσβληθή ο άνθρωπος από ένα ελάττωμα, το οποίον έχει εκείνος, τον οποίον συναναστρέφεται
Ο κάττος τζι ο καλόηρος το ψάριν αγαπούν το
(1951)
Ο γάτος κι ο καλόγηρος αγαπούνε το ψάρι
Όποιος λουτουρκά σκιυό εκκλησίες πάντα της μιάς γελάτης
(1951)
Όποιος λειτουργεί σε δυό εκκλησίες πάντα γελάει στη μίαν. Λέγεται δι' εκείνους οι οποίοι ασχολούνται με δυό εργασίας ταυτοχρόνως προς βλάβην όμως της μιάς εξ' αυτών