Αναζήτηση
Αποτελέσματα 401-500 από 790
Τον έγδαρε με το στουρνάρι!
(1953)
Η παρομοιώδης φράσις έχει και μεταφορική σημασία, π. χ. Αν μου πέση στα χέρια μου ο αχάριστος, θα τον γδάρω με το στουνάρι. Εννοεί ότι θα τον πλέον σκληρόν τρόπον!
Αλί, μήν το ΄χ΄ η κούτρα να κατεβάζη ψείρες!
(1953)
Όταν δεν είναι δυνατόν ν΄ αποβληθή κακή συνήθεια
Ήτου λαϊκκον dο φαϊ, κάτσαν dα μαμούτσε έφαγαν dα, έσεσαν dα τσόας
(1951)
Ήτανε λίγο το φαϊ, κάτσανε τα μαμούνια τόφαγαν, τόχεσαν κιόλας. Όταν μιά δουλειά, που είναι από την αρχή στραβή, γίνεται χειρότερη
Λήτεψαν μες σο βιλλίν dουν, τσάπου μεζ ρίξουνε, καρουράν μες
(1951)
Λητεύω = δένω
Δώσε με γισμάτι, κόνdα με'ς του Γουπτσή το κάτσι
(1951)
Δώσε μου τύχη, πέτα με απ' του Γουπτσή το βράχο
Όποιος χτυπάει, τ΄ ανοίγουνε, κι όποιος γυρεύει, βρίσκει
(1952)
Παλική από τη συλλογή Λιβιεράτου...
Η ιδέα είναι παρμένη από το Ευαγγέλιο. Ματθ. 7, 7...
Η ιδέα είναι παρμένη από το Ευαγγέλιο. Ματθ. 7, 7...
Σ τού Βαρασού το χώμα τζουτζί τζο 'ίνεται – Από του Βαρασού βάζο δε γίνεται
(1951)
Το φαρασιώτικο χώμα δεν έκανε γι' αγγειοπλαστική. Τη φράση την έλεγαν αλληγορικά, επειδή δε βγήκε ποτέ από το χωριό ένας άξιος άνθρωπος, άρχοντας ή επιστήμονας, που να κάνει καλό στον τόπο. Ο μόνος, λέει, που θυμούνται ή ...
Θέλοντας ο βλάχος και μη θέλοντας ο ζωγράφος, φόρεσε και σύ Χριστέ κόκκινα τσαρούχια!
(1953)
Ένας βλάχος συμφώνησε γνωστό του ζωγράφο να του φκιάση μια όμορφη εικόνα του Ιησού Χριστού, υπό τον όρον τα υποδήματα να είναι τσαρούχια κόκκινα! Δεν φορούσε ο Ιησούς Χριστός, αλλά υποδήματα, που συνήθιζαν τότε και οι άλλοι ...
Απ' την Τρίτη ώς την Τιτράδη
(1956)
Λέγεται για κάθε ολιγοσώητο αντικείμενο
Σαν να τρώει απ' τα βακούφια
(1956)
Για τους ανήμπορους και ασθενικούς ανθρώπους. Η λαϊκή πίστη παραδέχεται, πως όσοι καταχρώνται περιουσία ή χρήματα βακούφικα, δηλαδή εκκλησιών, δεν βλέπουν υγεία κα προκοπή
Της αξίας και της γλήγορης δάκρυα μοιρολόγια
(1954)
Λένε οι νοικοκυράδες που κακοτυχούν από τον άντρα τους
Σα μη φυσήσει άνεμοζ, ο τσαλούς τζο σαλεύει
(1951)
Αν δε φυσήξει αέρας, το κλωνάρι δε σαλεύει...
Ποντ. Α. Π. Αρ. 7 Αγ΄ρας δίχως να φυσήσει, τα φύλλα 'κε σείουνται...
Ποντ. Α. Π. Αρ. 7 Αγ΄ρας δίχως να φυσήσει, τα φύλλα 'κε σείουνται...
Φότεζ να μη τσαλdεις το θύρι, το θύρι τζο νοίζεται
(1951)
Αν δε χτυπήσεις την πόρτα, η πόρτα δεν ανοίγεταιΕ. Ίναι το ευαγγελικό : Κρούετε και ανοιγήσεται. Ματθ. Ζ΄ 7...
Παίρνει απ' το σωρό και πετάει!
(1956)
Ήτοι, λέγει ανοησίες.
Σιγά τον πολυέλαιο!
(1951)
Συνοδεύεται από κείμενο...
Σκιάζιτι τουν ίσκιου τ'
(1956)
Ως ιδώ κι μι παρέκει
(1956)
Ου ο λύκος αντάρα έχει
(1959)
Σι σφάζει μι του βαμπάκι!
(1956)
Από πέτρα και λιθάρι
(1954)
Επί ανθρώπου ευρίσκοντος τα χειρότερα
Θεωρίαν πισκόπου, καρκιάν μυλωνά
(1953)
Η εξωτερική εμφάνισις απατά
Όπως εργάζεσαι, αμοίβεσαι
(1953)
Απ' τουν Άννα στουν Καϊάφα
(1955)
Τουν πάει πιπίγκι
(1956)
Σε περίσταση ακατάσχετης ευκοιλιότητας (πιπίγκι = παιδική σφυρίχτρα)
Τρώουντι σαν τα σκ'λιά
(1956)
Μ' ένα σμπάρου δυό τρυγόνια
(1956)
Γείτον έσσιεις, Θεόν έσσιεις
(1951)
Μη στάξει και μη βρέξει
(1956)
Κάλλιο βουκέντρα, παρά βόδι
(1953)
Δ'λεύει σα σκ'λί
(1956)
Τραβάτι μι κι ας κλαίου
(1956)
Συνοδεύεται από κείμενο ...
Κάλλιο θλίψι παρά τύψι
(1953)
Φτηνά τη γλύτουσι
(1956)
Πιάσ'κι απού κρικέλα
(1956)
Συνοδεύεται από κείμενο ...
Καλός κι απόκοτος!
(1957)
Δηλαδή, χωρίς να με ρωτήσης ήρτες ή έκαμες κάτι
Μ' αντερόκοψε
(1953)
Μου προυξένησε μεγάλην θλίψην
Όπως δούλεψε πληρώθκες
(1953)
Κάθι πέρ'σι κι καλύτερα
(1956)
Καλές ανταμώσεις
(1953)
Όταν κανείς λέγη υπερβολάς, ή ζήτή αδύνατα και ανύπαρκτα πράγματα, λέγομεν την ανωτέρω παροιμίαν, οικτίροντες αυτόν
Θα σι βάλου στ' ν κουρφή
(1957)
Την θέσε κουρφή δηλ στην άκρη στο τζάκι ή στη γωνία, την θεωρούσαν ως την τιμητικώτερη θέσι
Από τον Άη– Στρύφωνα ως την Φανερωμένη
(1959)
Δηλαδή, άλλα αντ' άλλων
Ότι μικροπαίρνει και τραναφήν
(1954)
Όταν κανείς δεν βρίσκη ένα πράγμα, του οποίου υπάρχει μεγάλη αθφονία
Κόκκινο αυγό στο μονοδέντρ', Λαμπρή στο χωριό μας
(1956)
Ένα χωριό δεν είχε παπά
Ο λύκος πρόβατο δε γίνεται κι' αν γίνη δεν κουρεύεται
(1956)
Λέγεται για ανθρώπους ατάκτους
Βλαστημάς, καρανοτσύρη; Μα ΄ντα διάολο να κάμω;
(1956)
Ότι οι Άνδριοι ναυτικοί αγωνιζόμενοι κατά σφοδρών ανέμων... αναγκάζονται να βλασφημούν
Τα μοσχοπούλησε
(1959)
Τα πούλησε εύκολα και με καλή τιμή
Έριξι τη σαϊτα, κρέμασι το δουξάρ'
(1953)
Όταν αδιαφορή κανείς και δεν φροντίζει
Ακόμη 'εν τον είδαμε και Γιάννη ντόνε βγάλαμε
(1958)
Ήτοι να μη βεβαιούμεν πριν ιδούμε το τέλος.
Αν δεν φατσίησης πα στ' ανώβλιον, εν θωρείς το κατώβλιον
(1954)
Αν δε κτυπήσης στ' ανώβλι δε βλέπεις το κατώβλι.
Πάς άνθρωπος, πάσα ιδέα
(1958)
Έλεγον ο Μανωλιός ο Κουτσάφτης
Δο μ', κυρά μ', τον άντρα σου και συ κράτα τον κόπανο
(1956)
Λέγεται για τον ανυπόμονο
Χτυπάει τη βέργα
(1957)
Όταν κάποιος δείχνη ενδιαφέρον για μια υπόθεση και αφήνει υπονοούμενα, οτι μπορεί να ενδιαφερθή αν θα έχη κάποια αμοιβή. Η μεταφορά από το κηνύγι των σκυλιών που τους έχουν στήσει εξόβεργα και την τσιμπούν.
Άθρωπον από γενιά γκαί σκύλομ 'πό τη μάντρα
(1958)
Ήτοι η υψηλή καταγωγή κρατεί τον άνθρωπο υψηλά
Καλά τα ξυνπνητούρια
(1959)
Όταν ένας μάθαινε αργά, που έπρεπε να το ήξευρε
Χαρά στον αξιότερο
(1953)
Εις τους κατοίκους διενεμήθη το Αγρόκτημα Καρδαμητσών συμπληρώσιν γεωργικού κλήρου. Όταν το πρώτο κατελήφθη το αγρόκτημα Καρδαμητσών έκαστος κατέλαβε όσην έκτασιν ηδυνήθη να οργώση και όσοι δεν είχαν βόδια δεν πήραν μερικοί ...
Πέντε μέτρα, μια κόψε
(1955)
Πρέπει καλώς να σκεπτώμεθα κι έπειτα να θέτωμεν σε εφαρμογή ένα σχεδιό μας
Άλλα τα μάτια της αλεπούς κι άλλα της κουκουβάγιας
(1954)
Της αλεπούς ή του αετού
Καλημέρα γέρο, κουτσιά σπέρνω
(1951)
Όταν λέγη τις άλλα και εννοούν άλλα
Οχτώβρης – Οχτωβράκης, το μικρό καλοκαιράκι
(1952)
Μέρες γύρω από τ' αγίου Δημηγρίου (26 Οκτώβρ.) είναι συνήθως καλοκαιρινές
Δεν έχει χωριό χωρίς μνήματα
(1956)
Δεν είναι άνθρωπος χωρίς βάσανα
Πάρε άνθρωπο πο σόϊ και σκύλο από μάντρα
(1956)
Πρόσεχε την εκλογή που θα κάμης, να είναι από γένος ο γαμπρός ή η νύφη
Κατά το πάπλωμα, άπλωνε τα πόδια
(1956)
Κάμνε δουλειές ανάλογα με τις δυνάμεις σου, και έξοδα ανάλογα με τα κέρδη σου.
Άπλωσε τα πόδια σου όπο το πάπλωμά σου
(1954)
Δηλαδή, περιοσίου εις τας ικανότητας και δυνατότητας σου
Αντί να τρίζη τ΄αμάξι τρίζ' ο αμαξάς
(1956)
Διαμαρτύρεται άλλος αντ' άλλου
Εν τη απαλάμη και ούτω βοήσωμεν
(1954)
Στέργε τα παρούτα έστω ολίγα
Η πατ'λιά σι φ'λάει καλύτερα απ' την Παναϊά
(1956)
Σε ώρα κακοκαιρίας μπορεί μιά μικρή πατουλιά (θάμνος) να σε προφυλάξει αποτελεσματικά από κρυολόγημα καλύτερα κι απ' αυτή την Παντοδύναμη Παναγία
Ο ακαμάτης δεν τρώει μύγδαλα για να μη τα σπάση
(1954)
Λέγεται δια τους τεμπέληδες
Μόνε την αποδιαλλαή του είδαμε!
(1956)
Αποδιαλλαή = πάροδος ανθρώπου, όταν ο άνθρωπος παρέρχεται
Για ένα μοναστήρι χάλασες, για έν' αντρόγυνο χώρισες
(1956)
Τόσο μεγάλο αμάρτημα είναι να χωρίσης ανδρόγυνο ως να χάλασες μοναστήρι
Έχει τ' αλεύρι απλωμένο
(1956)
Αδιαφορεί, δεν τον ενδιαφέρει και είναι ήσυχος
Από δήμαρχος κλητήρας
(1956)
Για έναν που υποβιβάσθηκε από την θέση που είχε
Έζ Νικόας εν dου σειμωνού η μέση
(1951)
Ο Άι-Νικόλας είναι του χειμώνα η μέση
Έει τραχανά απλώμενο
(1956)
Είναι αμέριμνος
Απ' τα συκά ως τα σταφύλια
(1957)
Εις μικρόν χρονικόν διάστημα
Ανασκουμπώνετ' ο γαμπρός κι η νύφη καμαρώνει
(1954)
Επί υπερηφανείας δια ξένων ικανότητα
Τον ήκαμε άθρωπο
(1956)
Δια την συμβουλήν του τον ανέδειξε
Στην ανυδριά καλό τσαι το χαλάζι
(1957)
Εκ των ενόντων οικονομία
Να σι φ'λάει ου Θιός απου σημειουμένουν άνθρουπου
(1956)
Σημειουμένος θεωρείται ο έχων κάποιαν σωματικήν αναπηρίαν ή παραμόρφωσιν (με ένα αυτί, κουτσός) τον οποίον έχει η μοίρα σημαδεμένον. Θεωρείται γρουσούζης και όχι καλός άνθρωπος
Βάσανα απώχει η ρόκα όσου να γεμίσει τ' αδράχτι
(1956)
Λέγεται για να δικαιολογηθούν οι δυσκολίες και οι μόχθοι που προηγούνται κάθε παραγωγικού αποτελέσματος
Ο πουνέντες τσ' ο γαρμπής, να φυσήξη τσαί να δης!
(1956)
Τον Ζέφυρον, τον πουνέντεν, οι Άνδριοι ναυτικοί εξακολουθούν να τον θεωρούν, όπως οι ομηρικοί της Ιλιάδος ναυτικοί δυσαή, δηλαδή, τρικυμιώδη
Άνθρωπο από σόϊ και σκύλο από μαντρί
(1953)
Συνιστά επιλογών δια προτερήματα οφειλόμενα εις κληρονομικότητα