Αναζήτηση
Αποτελέσματα 301-400 από 12472
Ο αγέρας κόβεται με τη βροχή
(1952)
Μαϊστράλι (ιταλ.) ΒΔ. Άνεμος
Αρκόντου και μωρού, καθώς του δόξει
(1952)
Μωρός=τρελός
Πόσοι πεθαμένοι κάθονται στ' αρρώστου το κλινάρι!
(1952)
Πολλές φορές ο βαριά άρρωστος γίνεται καλά, ενώ πολλοί από κείνους που τον επισκέφτονταν πεθαίνουν πρώτα του
Φεύgει το νερό, ΄πομέν΄ο νάμμος
(1951)
Φεύγει το νερό, απομένει ο άμμος
Ή δείρε τ' αρχοντόπουλο, ή χέρι μην του βάλης
(1952)
Μια και θα βρης το μπελά σου, δείρε το καλά, αλλιώς, παράτησέ το
Κάθε πράμαν στον τζιαιρόν του τζι' ο κολιός τον 'Αουστον
(1956)
Λέγεται ως υπενθύμισις δια τους ανθρώπους, οίτινες ζητούν κάτι παράκαιρο
Άμα εσσιει αλεύρι, ξέρει τζι η μάννα μου τζαί κάμνει πίττες
(1951)
Όταν τις, όστις έχει όλα τα μέσα κατορθώνη κάτι και υπερηφανεύεται
Κόρφος που μπάση, θα βάλη
(1952)
Μπαίνη αέρας μέσα σ' έναν κόλπο, θα φυσήση έπειτα κι' αντίθετα, προς τ' ανοιχτά
Σηκώθηκε η ανdάρα 'πό πάνου μου
(1951)
Σηκώθηκε η συννεφιά από πάνω μου. Όταν αλαφρώνουμε από μια σταναχώρια
Όπου κρύβει την αρρώστια του, πάει με δαύτηνε
(1952)
Δειλία
Νdαράγανε τα μαύρα μο τ' άσπρα σου!
(1951)
Ερμηνεία : Ανακατώθηκαν τα μαύρα με τ' άσπρα σου
Τί να κάν' στουν άρρουστου μαλαματέϊνια κλίνη;
(1957)
Η υγεία είναι το παν
Κιάρος Γαρμπής, κι άλλος γαρμπής
(1952)
Κιάρος (ιταλ.) = καθαρός
Ή βάρ' το τ' αρχοντόϊπουλο, ή μη το μαγαρίζεις
(1953)
Εις σπουδαίας περιστάσεις του βίου του ο άνθρωπος πρέπει να συμμορφώνεται αναλόγως με την σπουδαιότητα αυτών, ώστε η εμφάνισίς του να είναι καθ' όλα αξιοπρεπής. Τα ημίμετρα και η επιφυλακτικότης πρέπει να αποκλείωντα
Κάθ' άρκοντας και όρεξη, κάθε παπάς και τάξη
(1952)
Οι νέοι κυβερνήτες βάνουν νέους νόμους
Όσα δεν τρώει ο άρρωστος, τα τρώει η αρρώστια
(1952)
Δηλαδή, τα έξοδα που γλυτώνει από φαγητό κ.λ.π., τα δίνει στα φάρμακα και στους γιατρούς
Τα μαλλιά σου σο μύο ήσπρισές τα;
(1951)
Τα μαλλιά σου τ΄άσπρισες στο μύλο;
Πίθωσε τον κώλο σου, κάτσε στ΄αγκάθια πάνω
(1951)
Υπόμενε όπως είσαι, γιατί μπορεί να πέσεις στα χειρότερα
Τ' άσπρα άστρα κατεβάζουν
(1951)
Σαν σ' αρέσουνε τα φάβατα, σπέρνε λαθούρια
(1954)
Λακωνίας
Η Άρτα είναι χρυσός μπαξές, κλουβί με πέντ' αηδόνια
(1955)
Το χρυσός μπαξές το λένε και για τα πορτοκάλια της
Τ' άσπρα κατεβάζουν τ' άστρα
(1956)
Με τα χρήματα γίνονται και τα πιο δύσκολα
Τον ήκαμ απ' άσπρου
(1956)
Ως να ήξιζε μόνον εν άσπρον τουρκικόν
Τη σκάφη, σκάφη και τα σύκα σύκα
(1959)
Θα πω την αλήθεια όπως είναι
Άστραψε τσαί βρόντηξε τσαί δε βόρισε;
(1956)
Καθαρός νότος
Πήγα σπίτι της και δε μούδωσε πρόσωπο
(1956)
Με περιφρόνησε
Α στσυλλί το Δερμαν dου σερματίζει τα
(1951)
Ένα σκυλί το δέρμα του το σερνει
Άγουστε τραπεζοφόρε να 'σου δυό φορές το χρόνο
(1957)
ότι ο Αύγουστος φέρει πολλά εισοδήματα
Ο ράφτης χωρίς φόρεμα κι ο κτίστης δίχως σπίτι
(1959)
Οι επαγγελματίες κάμνωντας τις δουλειές των άλλων δεν τους μένει καιρός να κάμουν δια τον εαυτον τους
Το γράψιμο της Μοίρας
(1953)
Ερμηνεία: Στις 3 μέρες (από την γέννηση του παιδιού) θάρθουν οι Μοίρες να μοιράσουν το παιδί, σχετικώς λένε: “Ότι γράφει δεν ξεγράφει”
Άσπρος σκύλος στο παζάρι, είν' στο μπαμπακά ζαράρι
(1956)
Ερμηνεία: Η σύγκριση σε δύο όμοια πράγματα είναι ζημία
Άσωστο κ' απλέρωτο
(1956)
Όλο το ίδιο λέγει, και το ξαναλέγει
Στου αρρώστου το προσκέφαλο πεθαμμένοι παραστέκουν
(1956)
Λέγουν όταν πέθνησκε ο γερός που περιποιούντανε τον άρρωστο κι ο άρρωστος γίνονταν καλά
Στου αρρώστου το κεφάλι πεθαμμένοι κάθουνταν
(1956)
Λίγες είναι οι ώρες του αρρώστου
Ο Θεός φτωχό ορφανό κάνει, άμοιρο δε κάνει
(1956)
Ο Θεός φροντίζει και για το ορφανό, θα το βοηθήση να μεγαλώση και γίνη καλός άνθρωπος
Της πουτάνας ο κ ... δεν γερναει ποτέ
(1954)
Την αμεριμνησία της κοινής γυναικός την παρουσιάζουν με την [ανωτέρω] παροιμίαν
Ηβγήτσεν ασπροπρόσωπος
(1956)
Ερμηνεία : Απεδείχθη έντιμος
Κάθε αρχή έει τσαί τέλος
(1956)
Πέσ' αβγό να σπάης την πέτρα
(1957)
Ού Θεός ουρφανόν κάμν' άμοιρουν δεν κάμν'
(1952)
Λέγεται ως ενδεικτικόν του ότι πολλάκις η έμφυτος ιδιοφυϊα υπερνικά την δια προσπαθειών και κόπων κτωμένων μάθησιν
Θέλει άσπρα να ξοδιάσης και να μη τα λογαριάσεις
(1956)
Για μια δουλειά που για να επιτύχη πρέπει να ξοδεύσης πολλά
Θέλει δέκα γιά ν' αρχίση και σαράντα να σωπάση
(1956)
Για κείνους που δε μιλούν, μα μιά κι αν αρχίσουν, δεν παύουν
Άσπρου ψωμί, άσπρου τυρί κ' ένα άσπρο πίσω
(1956)
Ερμηνεία: Για την φτήνεια των περασμένων χρόνων
Κάθε αρχή και δύσκολη
(1956)
Δύσκολα αποφασίζει κανείς να κάνη ένα τι, αλλά μιά και αρχίσει, θα γίνη. Η αρχή το ήμισυ του παντός
Το αρχοντοξέσπασμα να κλαίτε
(1956)
Ο αρχοντοξεπεσμένος είναι του λυπημού
Η αστραπή όπου πέσει καίει
(1956)
Όπου γίνει το κακό, εκεί γίνεται και η καταστροφή
Μας ήβγαλ' ασπροπρόσωπους
(1957)
Ερμηνεία: Για κείνους που μ' εντιμότητα, αλλά και με επιτυχία διεκπεραιώνουν μια δουλειά
Αρκόντου παρακάλεση, σα ναν την πης αγγάρεια
(1952)
Γιατί έμμεσα σε υποχρεώνει
Με ήκανε απ' άσπρου
(1957)
Ερμηνεία: με εξευτέλισε, με κατσάδιασε
Αντέ να καβαλίσεις γάδαρο, να καβαλίσεις άτι
(1957)
Έτσι προσπαθούσαν να διεγείρουν τις φιλοδοξίες και μάλιστα των νεωτέρων. Η παροιμία κι αυτή, όπως και τόσες άλλες ήλθε απ' έξω. Στα Βουρλά ουδέποτε λέγανε “άτι” ή αλλά πάντα “άλογο”
Δεν είναι καλό το αστρικό του
(1957)
Είναι κακότυχος, λέγεται και το αντίθετο : έχει καλό αστρικό
Αυτός κλέφτει και της Παναγιάς τα μάτια
(1956)
Είναι πολύ τολμηρός κλέφτης
Σαράντα φας, σαράντα πιείς, σαράτνα δωσ' για τη ψυχή σ', σαράντα δεντρα φύτεψε, να διής λεημοσύνη
(1956)
Σαράντα (άγιοι)...
Το έλεγαν των 40 Μαρτύρων, στις 9 Μαρτίου. Την μέρα κείνη ό,τι έδιναν ήτανε για την δική τους ψυχή, όχι των αποθαμένων, έκαμναν λουκουμάδες και μοίραζαν στους γειτονους, φίλους και συγγενείς...
Το έλεγαν των 40 Μαρτύρων, στις 9 Μαρτίου. Την μέρα κείνη ό,τι έδιναν ήτανε για την δική τους ψυχή, όχι των αποθαμένων, έκαμναν λουκουμάδες και μοίραζαν στους γειτονους, φίλους και συγγενείς...
Όποιος δεν ακούει του γονιού, παραγωνιάς καθίζει
(1956)
Όποιος δεν ακούει τους γονείς του δεν προκόβει. Ότι κάμεις του γονιού σου, θα σου κάμουν τα παιδιά σου κ' ένα παραπάνω. Τίμα και σέβου του γονείς σου, θα σου κάμουν και τα παιδιά σου εις σε.
Άσπρος κώλος, μαύρος κώλος, θα γίνει στου ποταμού το πέρασμα φανερός
(1951)
Ερμηνεία: Για πράγματα που δεν μπορεί παρά να φανερωθούν, όταν έλθει η κατάλληλη στιγμή
Στ' Απριλιού τις δεκοχτώ έχε το μάτι σ' ανοιχτό, πέρασαν οι δεκοχτώ, άραζε σ' ένα αβγό
(1956)
Δια την ασφάλειαν των ιστιοφόρων πλοίων η ημερομηνία 18 Απριλίου ήτο σταθμός
Του έσει άσπρα, φυσά το ζουρτά
(1951)
Όποιος έχει λεφτά, φυσάει τη φλογέρα
Αν δεν αστράψουν τα Ήρια, α δε βροντήσ' ο Χάνος, στάλα νερό βρίσκεται να σύρ ο Μαυριάνος
(1952)
Τα Ήρια, ο Χάνος και ο Μαυριάνος είναι τρείς τοποθεσίες του κάμπου, στα Δαμουλιανάτα της Παλικής. Είναι κ΄οι τρείς σε κοιλάδα, πάνω από τη θάλασσα. Στα Ήρια ήταν παλιότερα μοναστήρι, που χάθηκε, λέει, από θεική οργή. Ο ...
Άσπρο στσυλλί, μαύρο στσυλλί, τσιπ ενι α στσυλλί
(1951)
Ερμηνεία : Άσπρο σκυλί, μαύρο σκυλί, όλα είναι ένα σκυλί
Οι δκυό τον έναν δέρνουν τον τζι οι τρείς καταλαλούν τον τζί οι τέσσερις σκοτώννουν τον τζί οι πέντε κουβαλούν τον
(1951)
Δια να δηλωθή η δύναμις των πολλών
Σ' καζβάρας τ' άσπρα εν' bουά, γιόχτσα τα μαύρα;
(1951)
Ερμηνεία: Της κουρούνας τ΄άσπρα (φτερά) είναι πιο πολλά ή τα μαύρα;
Του τζο 'αρούται το στανϊέρη φήνει το τοσάτσι τσαί σένει σήν bροστσέφα
(1951)
Ο άρρωστος που δε βλέπει γιατρειά, αφήνει το στρώμα και χέζει στο προσκέφαλο. 55. Όταν μια δουλειά δεν πάει καλά, βαριεστίζομε και την παρατάμε. Λεβ. 243
Αν σε δαγκώσω εγώ η οχιά έχεις παρηγοριά αν σε δαγκώσ' ο γυιός μ΄Αστρίτς σακία, βότανα κ΄ αξινάρια
(1953)
Σχετική παροιμία με τα δήγματα των ερπετών και εντόμων
Άσπρον gως, μαύρον gως, α ινεί σο κετζίτιν bαού
(1951)
Ερμηνεία: Για πράγματα που δεν μπορεί παρά να φανερωθούν, όταν έλθει η κατάλληλη στιγμή
Κόρη μ' όντας είσ' ανύπαντρη, κακά βροντάει η ποδιά σου. Να παντρευτής, να γκαστρωθής, να δω την λεβεντιά σου
(1958)
Δείχνη ότι η κοπέλλα, όταν είναι ελεύθερη, μοιάζει σαν το λακινιάρικο άλογο αλλά τα βάσανα της εγγάμου ζωής την καταβάλουν
Ξέρ'ς να κλέψης; Ξέρω. Ξέρ'ς να κρύψης; Δε ξέρω. Τότε δε ξέρ'ς και να κλέψης
(1956)
Το έλεγαν για ένα, που δεν ήτο ικανός να συγκαλύψη την κακή του πράξη
Πούθεν είσαι γυιέκα μου; 'Ποκεί πούν' η γυναίκα μου
(1958)
Μέ τήν δεσποτική καί απάνθρωπη συμπεριφορά τών γονέων τού παρελθόντος πρός τά τέκνα των, υπέβοσκε μέσα στήν ψυχή τών παιδιών ή τάσις πρός ενεξαρτησίαν καί κρυφήν ανταρσίαν. Επειδή δέ, τίς πρώτες τουλάχιστον ημέρες οι γονείς ...
Οπ' αγάπαει παιδεύει
(1956)
Τα πολλά λόγια είναι φτώχια
(1953)
Άκληρος και σπαγγοραμένος
(1953)
σπαγγοραμένος=τσιγκούνης
Ανεμομαζώματα, διαολοσκορπίσματα
(1954)
Δι' εκείνους που δημιουργούν την περιουσία με αδικίες και άνομα μέσα
Άκληρος άθεος
(1953)
Για την γυναίκα
Ζυγιάζει απ' της αλαφρές
(1955)
Είπε το λύχνο μπύχλο
(1956)
Συνοδεύεται από κείμενο...
Αλάδωτος είσαι;
(1954)
Λέγεται επί υπερβολικώς αναδιδόντων οσμηρόν ίδρωτα
Της αλεπούς τον όρκο κάνει
(1955)
Ο Γεννάρης γεννάει φίδια
(1952)
Δηλαδή, κρύα, δυνατά
Είσ' ακριβός στο πούλημα
(1953)
Πέτρος πήγε πέτρος γύρισε
(1954)
Όπ' αγαπάει βρίζει
(1958)
Έφαες αρνίν
(1951)
Λέγεται επί αλλεπαλλήλων αρνήσεων
Αβκόν-αβκόν τσακκίζει
(1951)
Λέγεται επί δυο αντιπάλων ίσης δυνάμεως. [Αυγόν-αυγό τσακίζει]