Αναζήτηση
Αποτελέσματα 301-400 από 790
Ο ράφτης χωρίς φόρεμα κι ο κτίστης δίχως σπίτι
(1959)
Οι επαγγελματίες κάμνωντας τις δουλειές των άλλων δεν τους μένει καιρός να κάμουν δια τον εαυτον τους
Το γράψιμο της Μοίρας
(1953)
Ερμηνεία: Στις 3 μέρες (από την γέννηση του παιδιού) θάρθουν οι Μοίρες να μοιράσουν το παιδί, σχετικώς λένε: “Ότι γράφει δεν ξεγράφει”
Άσπρος σκύλος στο παζάρι, είν' στο μπαμπακά ζαράρι
(1956)
Ερμηνεία: Η σύγκριση σε δύο όμοια πράγματα είναι ζημία
Άσωστο κ' απλέρωτο
(1956)
Όλο το ίδιο λέγει, και το ξαναλέγει
Στου αρρώστου το προσκέφαλο πεθαμμένοι παραστέκουν
(1956)
Λέγουν όταν πέθνησκε ο γερός που περιποιούντανε τον άρρωστο κι ο άρρωστος γίνονταν καλά
Στου αρρώστου το κεφάλι πεθαμμένοι κάθουνταν
(1956)
Λίγες είναι οι ώρες του αρρώστου
Ο Θεός φτωχό ορφανό κάνει, άμοιρο δε κάνει
(1956)
Ο Θεός φροντίζει και για το ορφανό, θα το βοηθήση να μεγαλώση και γίνη καλός άνθρωπος
Της πουτάνας ο κ ... δεν γερναει ποτέ
(1954)
Την αμεριμνησία της κοινής γυναικός την παρουσιάζουν με την [ανωτέρω] παροιμίαν
Ηβγήτσεν ασπροπρόσωπος
(1956)
Ερμηνεία : Απεδείχθη έντιμος
Κάθε αρχή έει τσαί τέλος
(1956)
Πέσ' αβγό να σπάης την πέτρα
(1957)
Ού Θεός ουρφανόν κάμν' άμοιρουν δεν κάμν'
(1952)
Λέγεται ως ενδεικτικόν του ότι πολλάκις η έμφυτος ιδιοφυϊα υπερνικά την δια προσπαθειών και κόπων κτωμένων μάθησιν
Θέλει άσπρα να ξοδιάσης και να μη τα λογαριάσεις
(1956)
Για μια δουλειά που για να επιτύχη πρέπει να ξοδεύσης πολλά
Θέλει δέκα γιά ν' αρχίση και σαράντα να σωπάση
(1956)
Για κείνους που δε μιλούν, μα μιά κι αν αρχίσουν, δεν παύουν
Άσπρου ψωμί, άσπρου τυρί κ' ένα άσπρο πίσω
(1956)
Ερμηνεία: Για την φτήνεια των περασμένων χρόνων
Κάθε αρχή και δύσκολη
(1956)
Δύσκολα αποφασίζει κανείς να κάνη ένα τι, αλλά μιά και αρχίσει, θα γίνη. Η αρχή το ήμισυ του παντός
Το αρχοντοξέσπασμα να κλαίτε
(1956)
Ο αρχοντοξεπεσμένος είναι του λυπημού
Η αστραπή όπου πέσει καίει
(1956)
Όπου γίνει το κακό, εκεί γίνεται και η καταστροφή
Μας ήβγαλ' ασπροπρόσωπους
(1957)
Ερμηνεία: Για κείνους που μ' εντιμότητα, αλλά και με επιτυχία διεκπεραιώνουν μια δουλειά
Αρκόντου παρακάλεση, σα ναν την πης αγγάρεια
(1952)
Γιατί έμμεσα σε υποχρεώνει
Με ήκανε απ' άσπρου
(1957)
Ερμηνεία: με εξευτέλισε, με κατσάδιασε
Αντέ να καβαλίσεις γάδαρο, να καβαλίσεις άτι
(1957)
Έτσι προσπαθούσαν να διεγείρουν τις φιλοδοξίες και μάλιστα των νεωτέρων. Η παροιμία κι αυτή, όπως και τόσες άλλες ήλθε απ' έξω. Στα Βουρλά ουδέποτε λέγανε “άτι” ή αλλά πάντα “άλογο”
Δεν είναι καλό το αστρικό του
(1957)
Είναι κακότυχος, λέγεται και το αντίθετο : έχει καλό αστρικό
Αυτός κλέφτει και της Παναγιάς τα μάτια
(1956)
Είναι πολύ τολμηρός κλέφτης
Σαράντα φας, σαράντα πιείς, σαράτνα δωσ' για τη ψυχή σ', σαράντα δεντρα φύτεψε, να διής λεημοσύνη
(1956)
Σαράντα (άγιοι)...
Το έλεγαν των 40 Μαρτύρων, στις 9 Μαρτίου. Την μέρα κείνη ό,τι έδιναν ήτανε για την δική τους ψυχή, όχι των αποθαμένων, έκαμναν λουκουμάδες και μοίραζαν στους γειτονους, φίλους και συγγενείς...
Το έλεγαν των 40 Μαρτύρων, στις 9 Μαρτίου. Την μέρα κείνη ό,τι έδιναν ήτανε για την δική τους ψυχή, όχι των αποθαμένων, έκαμναν λουκουμάδες και μοίραζαν στους γειτονους, φίλους και συγγενείς...
Όποιος δεν ακούει του γονιού, παραγωνιάς καθίζει
(1956)
Όποιος δεν ακούει τους γονείς του δεν προκόβει. Ότι κάμεις του γονιού σου, θα σου κάμουν τα παιδιά σου κ' ένα παραπάνω. Τίμα και σέβου του γονείς σου, θα σου κάμουν και τα παιδιά σου εις σε.
Άσπρος κώλος, μαύρος κώλος, θα γίνει στου ποταμού το πέρασμα φανερός
(1951)
Ερμηνεία: Για πράγματα που δεν μπορεί παρά να φανερωθούν, όταν έλθει η κατάλληλη στιγμή
Στ' Απριλιού τις δεκοχτώ έχε το μάτι σ' ανοιχτό, πέρασαν οι δεκοχτώ, άραζε σ' ένα αβγό
(1956)
Δια την ασφάλειαν των ιστιοφόρων πλοίων η ημερομηνία 18 Απριλίου ήτο σταθμός
Του έσει άσπρα, φυσά το ζουρτά
(1951)
Όποιος έχει λεφτά, φυσάει τη φλογέρα
Αν δεν αστράψουν τα Ήρια, α δε βροντήσ' ο Χάνος, στάλα νερό βρίσκεται να σύρ ο Μαυριάνος
(1952)
Τα Ήρια, ο Χάνος και ο Μαυριάνος είναι τρείς τοποθεσίες του κάμπου, στα Δαμουλιανάτα της Παλικής. Είναι κ΄οι τρείς σε κοιλάδα, πάνω από τη θάλασσα. Στα Ήρια ήταν παλιότερα μοναστήρι, που χάθηκε, λέει, από θεική οργή. Ο ...
Άσπρο στσυλλί, μαύρο στσυλλί, τσιπ ενι α στσυλλί
(1951)
Ερμηνεία : Άσπρο σκυλί, μαύρο σκυλί, όλα είναι ένα σκυλί
Οι δκυό τον έναν δέρνουν τον τζι οι τρείς καταλαλούν τον τζί οι τέσσερις σκοτώννουν τον τζί οι πέντε κουβαλούν τον
(1951)
Δια να δηλωθή η δύναμις των πολλών
Σ' καζβάρας τ' άσπρα εν' bουά, γιόχτσα τα μαύρα;
(1951)
Ερμηνεία: Της κουρούνας τ΄άσπρα (φτερά) είναι πιο πολλά ή τα μαύρα;
Του τζο 'αρούται το στανϊέρη φήνει το τοσάτσι τσαί σένει σήν bροστσέφα
(1951)
Ο άρρωστος που δε βλέπει γιατρειά, αφήνει το στρώμα και χέζει στο προσκέφαλο. 55. Όταν μια δουλειά δεν πάει καλά, βαριεστίζομε και την παρατάμε. Λεβ. 243
Αν σε δαγκώσω εγώ η οχιά έχεις παρηγοριά αν σε δαγκώσ' ο γυιός μ΄Αστρίτς σακία, βότανα κ΄ αξινάρια
(1953)
Σχετική παροιμία με τα δήγματα των ερπετών και εντόμων
Άσπρον gως, μαύρον gως, α ινεί σο κετζίτιν bαού
(1951)
Ερμηνεία: Για πράγματα που δεν μπορεί παρά να φανερωθούν, όταν έλθει η κατάλληλη στιγμή
Κόρη μ' όντας είσ' ανύπαντρη, κακά βροντάει η ποδιά σου. Να παντρευτής, να γκαστρωθής, να δω την λεβεντιά σου
(1958)
Δείχνη ότι η κοπέλλα, όταν είναι ελεύθερη, μοιάζει σαν το λακινιάρικο άλογο αλλά τα βάσανα της εγγάμου ζωής την καταβάλουν
Ξέρ'ς να κλέψης; Ξέρω. Ξέρ'ς να κρύψης; Δε ξέρω. Τότε δε ξέρ'ς και να κλέψης
(1956)
Το έλεγαν για ένα, που δεν ήτο ικανός να συγκαλύψη την κακή του πράξη
"Εταιρκάσαν τα σκουφκιά τους." "Εταιριάξαν τα φέσια τους."
(1954)
Επί συμφωνίας χαρακτήρων.
Ξένο ρούχο ζέστη δεν πιάνει
(1953)
Είπε τημ ψείρα μπούμπα
(1953)
Λέγεται επ' εκείνων που ζουν πτωχικήν ζωήν
Ή ούλοι ή οχτώ
(1956)
Συνοδεύεται από κείμενο...
Το πρώϊμο το 'βλόησεν ο Θεός, τσαι το έψιμο το 'κάλεσεν' ο τσαιρός
(1959)
Έψιμο = όψιμον...
Γεώργ. Ματθ. Γκάγκανης, ετών 82, γεωργός, αγράμματος)...
Γεώργ. Ματθ. Γκάγκανης, ετών 82, γεωργός, αγράμματος)...
Γιά 'να κασσιδιομέν' αρνί κασσιδιάζει τό μαντρί
(1959)
Γεωργ. Ματθ. Γκάγκανης, ετώ 82, γεωργός, αγράμμ....
Το Νοέμβρη νόα (γνώριζε) τσαι σπέρνε
(1959)
Γεωργ. Ματθ. Γκάγκανης, ετών 82, γεωργός, αγράμματος...
Μ' έχ' στο γλούπο
(1953)
Με καταδιώκει ως εχθρόν του θανάσιμον
Πούθεν είσαι γυιέκα μου; 'Ποκεί πούν' η γυναίκα μου
(1958)
Μέ τήν δεσποτική καί απάνθρωπη συμπεριφορά τών γονέων τού παρελθόντος πρός τά τέκνα των, υπέβοσκε μέσα στήν ψυχή τών παιδιών ή τάσις πρός ενεξαρτησίαν καί κρυφήν ανταρσίαν. Επειδή δέ, τίς πρώτες τουλάχιστον ημέρες οι γονείς ...
Κόρακας του κοράκου μάτι βγάλλει;
(1958)
Δηλαδή ο όμοιος δεν καταδιώκει τον όμοιον
Στρογγυλά τα λόγια σου σαν τα κουτσουπόφυλλα
(1951)
Κουτσουπιά είναι αγριόδενδρο με κόκκινους ανθούς
Καλύτερα να σόβγη το μάτι, παρά τ' όνομα
(1952)
Ο καλός έχει τον έπαινο και ζώντας και πεθαμένος
Κάλλιο τση γης κατάλυμα, πάρι του κόσμου γέλιο
(1952)
Από τη συλλογη Λιβιεράτου
Ανdί κόνκα κάτσες σό ιλέσιν bάνου, κόλλτσες, αφ' τζού 'ρτες
(1951)
Σάν όρνιο έκατσες στό ψοφίμι απάνου, κόλλησες, πίσω δέν ήρθες. Σε κείνους πού όταν μυριστούνε κάπου κέρδος, κάθονται εκεί καί ξεχνούν όλα τ' άλλα
Ο Μάρτης 'ς τό μέγον dή Σαρακοστή τζο λείπει
(1951)
Ο Μάρτης από τή μεγάλη Σαρακοστή δέ λείπει
Ούτε πόρτα χωρίς καρφί, ούτε φαμίλια χωρίς πομπή
(1952)
Πομπή, ντροπή, κατηγόρια
Σιόνισεν, έβρεξεν ο Γεννάρης ούλοι οι μύλοι μας αλέθουν
(1958)
Αυτό σημαίνει, ότι όταν βρέξη τον Ιανουάριον, θα είναι καλή εσοδεία και έτσι οι μύλοι θα αλέθουν. Διηγήθηκε μια γριά απο το χωριό Άγιος Γεώργιος στην επαρχία Κυρηνείας.
Έβγη σου χωματού το πρόσωπο
(1951)
Βγήκε στην επιφάνεια της γης. Τόλεγαν γι' ανρθώπους που ήταν χαμένοι και φαναρώθηκαν ή ήταν φτωχοί και νοικοκυρεύτηκαν
Γυναίκα θέλω, τώρα τη θέλω !
(1956)
Τό γαϊρίδι τού 'λήτεψεν dα κά
(1951)
Λητεύω = δένω
Παιδί που δε γεννηθή, τ' όνομά του δε βγαίνει
(1952)
Κάτι που ακούεται, δε μπορεί παρά θα 'γινε
Σο λαϊκκον dου τζο φτένει γαναάτι, το πολύν τζο πορεί νdα βρει
(1951)
Στο λίγο όποιος δεν ευχαριστιέται, το πολύ δε μπορεί να το βρει
Την πόρτα τσ' εκκλησιάς και το στόμα του κόσμου, δε μπορ' α ντά κλείσης
(1952)
Στα χωριά η εκκλησιά μένει πάντα ανοιχτή
Όποιος κοιμάται με γκαλιούρη γκαλιουρίζει
(1958)
Αλλοίθωρον
Το τραγούδι με τον τρύγο το Δεκέμβρη παραμύθι
(1958)
Αυτό θέλει να μας πη ότι τον Δεκέμβρη δεν μπορούμε να τραγουδήσωμεν και να γλεντήσωμεν, αλλά κλειστοί στα σπίτια μας λόγω του χειμώνος μας μένουν τα παραμύθια για να περνούμεν ευχάριστα τις χειμωνιάτικες μέρες
Έφερναν τη λίρα στο δισάκι
(1959)
Ήρχοντο πλουσιώτατοι, επαλιννόστουν
Απόν ημπόρει να δέρη τον γάδαρον δέρνει το σάμαν
(1954)
Κείνος που δεν μπορεί να δείρη το γάϊδαρο, δέρνει το σαμάρι
Κάλλιο Θεού οργή παρά κοσμοβοή
(1952)
Από τη συλλογη Λιβιεράτου
Για να ζήση κανείς στη Ρεντίνα πρέπει να είναι ή σιδερένιος ή μαλαματένιος
(1959)
Δηλαδή να έχη αντοχή ή χρήμα
Εδώ στο χωριό δεν τον θέλουν, του παπά το σπίτ' ρώτα που είναι
(1953)
Εις επιμένοντα ανεπιθύμητον
Του Κούτσουρου το κ'θάρι, του Μάρτη το 'ρίφι
(1951)
Του Φλεβάρη το κριθάρι, του Μάρτη το κατσίκι. Στους δυό τούτους μήνες φαίνεται αν θα πάνε καλά τα σιτηρά και τα γιδοπρόβατα
Ο Κούτσουρος 'α κουτσερέψει
(1951)
Ο Κούτσουρος θα κουτσουρέψει
Ο Μάης έχει τ' όνομα κι ο Θεριστής την πείνα
(1952)
Πιο πολλή πείνα υπάρχει τον Ιούνιο
Είσαι (ή είναι) για τα πανηγύρια
(1958)
Όταν κανείς δεν έχει τον νουν του εις τις δουλειές του. Κατ' επέκτασιν εις τον άμυαλον
Το νερό 'ς τον Gούτσουρ' έν θεό
(1951)
Το νερό από το Φλεβάρη είναι θολό. Με τις βροχές και τις πλημμύρες που κάνει το Φλεβάρη, τα ποτάμια θολώνουν. Αλληγορικά: υπάρχει πάντα κάποιος που φταίει για ό,τι ανάποδο γίνεται
Του Κούτσουτου το σόνι έν' σο τεγάνι 'πέσου
(1951)
Κούτσουρος = Φλεβάρης
Καλά 'ναι τα φαρδομάνικα, μ' έχουντα οι παπάδες
(1958)
Δηλαδή πρέπει να σου αξίζει δια να βάλης να φορέσης κάτι
Μο την gούρβα του 'νεγκώθει, ίνεται κούρβα
(1951)
Με την πόρνη όποια γυρίζει, γίνεται πόρνη
Έμ γαλάτα, έμ μαλλάτα, έμ' τ' αρνιά θηλ' κά
(1953)
Περίεργος αλήθεια απαίτησις! Λέγεται επ' εκείνων, οίτινες έχουν αξιώσεις καί απαιτήσεις αδυνάτους καί οιονεί παραλόγους
Είδες του σκύλλου το μαλλίν να γίνεται μετάξι; είδες και του αγριόλυκου η γνώμη του ν' αλλάξη;
(1954)
Ερμηνεία: Η πονηρά φύσις των ανθρώπων δυσκόλως μεταβάλεται
Ο καλός ο νοικοκύρης τον χειμώνα αναπεύ'
(1953)
Βάζει ξύγκι
Ένι ανdί κουτσούκ – σου
(1951)
Κουτσούκ – σου = λιγοστό νερό
Πόχει στα ξένα καρτερεί, και στη σκλαβιά παντέχει
(1952)
Παντέχω = περιμένω
Το ξένο μέσ' απ' τον χορό το παίρνουν
(1953)
Χαρακτηρισμός του ξένου
Είες του σσιύλλου το μαλλίν να γένεται μετάξιν; είες τζιαί του αρκόλυκου η γνώμη του ν' αλλάξη;
(1954)
Ερμηνεία: Η πονηρά φύσις των ανθρώπων δυσκόλως μεταβάλεται
Η πρωκ η φλέγα είνι τ' νουνού
(1955)
Λέγεται όταν ο αναδεκτός μοιάζει σε ελαττώματα στον ανάδοχο
Thι του νουνό να δγιαλέγς
(1955)
Λέγεται όταν ο αναδεκτός μοιάζει σε ελαττώματα στον ανάδοχο
Λαγός στο σακκί, να ιδώ τ' αυτί του
(1959)
Μη παίζης με την τύχη σου, εκμεταλλευσου τις σπάνιες περιπτώσεις.
Ακτυπά τζιαι της πρόκκας, ακτυπά τζιαι του πετάλου
(1954)
Σημείωση: Κτυπά το καρφί, κτυπά και το πέταλο