Αναζήτηση
Αποτελέσματα 1901-2000 από 12472
Θεό και άγιο τον έκαμα
(1956)
Άνθρωπος σκληρόκαρδος. Τόσο που τον παρακάλεσα και δε μου το έκαμε
Μια στάμνα νερό, δέ σε δίν'
(1956)
Πολύ φιλάργυρος
Μέγο όνομο τσαι κουτούλικο 'ιδι
(1951)
Μεγάλο όνομα και κουτσοκέρατο γίδι
Το κατζί μη τα βινέφ' σο γιαπάν'
(1951)
Το λόγο μην το πετάς του βρόντου
Σαν έχω βλάμη μπιστικό, συγγενολόϊ δεν αγρικώ
(1955)
Από μαθήτρια της ΧΕΝ
Όπου αγαπάς κατούρησε, όπου μισάς κτενίσου, κι όπου θέλεις να ξεπατωθούν κάτσε και ξενυχίσου
(1952)
Λέγεται δια τις σχέσεις συγγενών ή εν γένει συνανθρώπων
Ο λύκος την ρτίχ' αν αλλάξ', τη γνώμη δεν την αλλάζ'
(1953)
Η έμφυτος κακία του ανθρώπου δεν εκριζούται ευκόλως
Όλο εσύ στο μύλο... καλά σόκανε κι ο μυλωνάς
(1953)
Λέγεται επ' εκείνων, οι οποίοι κατ' επανάληψιν εκτίθενται εις προφανείς κινδύνους και επί τέλους υφίστανται σημαντικήν ζημίαν
Καλαμπαλίκι στο χάνι...νερό μεσ' τα φασούλια
(1953)
Λέγεται επ' εκείνων, οι οποίοι αραιώνουν το κρασί δι' ύδατος, ή και τα φαγητά, όταν όλως απροόπτως συγκεντρωθούν πολλοί φιλοξενούμενοι
Καίει την κάπα για τομ ψυλλό
(1953)
Ερμηνεία: Λέγεται επ' εκείνου, ο οποίος εκουσίως υποβάλλεται εις μεγάλας θυσίας δια το ελάχιστον κέρδος, ή απλώς δι' ασήμαντον ικανοποίησιν του
Λείπ' ο Μάρτ' ς απ' τη Σαρακοστή;
(1953)
Ερμηνεία: Λέγεται επ' εκείνων, οι οποίοι, ως απαραίτητοι, είναι πάντοτε παρόντες εις οιανδήποτε κοσμικήν συγκέντρωσιν ή διασκέδασιν
Κουκιά έφαγες, κουκιά μολογάς
(1953)
Λέγεται περί εκείνων, οι οποίοι, επειδή δεν έχουν να αναφέρουν σπουδαίας πράξεις των, μεγαλοποιούν τας πλέον ασήμαντους
Λάδι βρέχει κάστανα χιονίζει
(1953)
Η παροιμία λέγεται επί των οκνηρών και των παντελώς αδιαφορούντων δια τα εαυτών
Όλα τάχ' η Μάρω... μόν' ο φερετζιές τής λείπει
(1953)
Λέγεται επ' εκείνου, ο οποίος θέλει ν' αποκτήση κάτι, όχι καί τόσον σπουδαίον, ενώ τού λείπουν πολλά άλλα απαραίτητα πράγματα
Ο κρύγιος πάει κι έκατσε κοντά στομ παγωμένο
(1953)
Ο όμοιος πηγαίνει πάντοτε στον όμοιο
Ο λύκος εχ' το λαιμό τ' χοντρό, γιατί καν' τη δουλειά μοναχός του
(1953)
Δεν πρέπει να επαναπαύεται κανείς εις τας υπέρ αυτού φροντίδας των άλλων. Ανάγκη και ο ίδιος να κινηθή. Εφ' όσον θέλει να ωφελήθη
Ότι κάμ' ς π'αθ' ς, καρδιά μη σε πονέσ'
(1953)
Ερμηνεία: Μη δυσανασχετής, αν υφίστασαι εκείνα, τα οποία άλλοι πρότερον έπαθον υπό σου
Στου κουφού τη μπόρτα όσο θέλεις βρόντα
(1953)
Ματαίως προσπαθούμεν να συμβουλεύσωμεν τινα τελείως αδιόρθωτον και ανεπίδεκτον νουθεσιών και συμβουλών
Που πάει να κάψη αθεμωνιά, θερός δεν τόνε βρίσκει
(1952)
Αθεμωνιά = Θημωνιά
Του κυνηγού και του ψαρά, έρμο 'ναι το σπίτι του
(1952)
Επειδή όλο λείπουνε
Χαράς τονε που δη και κρύψη
(1952)
Από τη συλλογή Μακρή
Είναι για τον κουδουνά
(1956)
Ακαταλόγιστος είναι γα το φρενοκομείο. Στην Πρίγκηπο είχε εκκλησιά του Αγίου Γεωργίου του Κουδουνά, στον άγιο πήγαιναν τους τρελλούς για να θεραπευθούν , και πολλοί θεραπεύονταν
Τόσο κουσούρι τόχει και του παπά η κόρη
(1956)
Μικρό και απαρατήρητο ελάττωμα
Νερό δεν κατασταλάζει στην καρδιά τ'
(1956)
Καθόλου δεν ξεκουράζεται όλο εργάζεται
Τον κόστισ' η προβειά στα δώδεκα
(1956)
Πλήρωσε πολλά γιά να επιτύχη
Σπίτι μεγάλο, κουκουβάγιες λαλούν
(1956)
Έρημο σπίτι
Σαν κουβάρι μαζεύθηκ' η καρσία μ'
(1956)
Πολύ στεναχωρήθηκα
Σ' αυτόν ξέσπασε το καρπούζι
(1956)
Στο κεφάλι του ξέσπασε το κακό
Έκανε τον ποντικό, γενίτσαρο
(1956)
Μεγαλοποιεί τα πράγματα
Καρδία αμπάρα
(1956)
Για τίποτε δε στενοχωριέται, όλα τα βρίσκει καλά
Σου λείπ' μάννα, δε σου λείπ' λαγγιόλ'
(1953)
Μάνα (η) = τεμάχιον υφάσματος, όπερ κατά τήν κατασκευήν των μαλλίνων εγχωρίων φορεμάτων χρησιμοποιείται εις τό μέρος τό προσαρμοζόμενον κατά μήκος της σπονδυλικής στήλης. Τά εκατέρωθεν τής μάννας τμήματα τού φορέματος ...
Ξέρ΄ ο Οβριός να φάγη σφουγγάτο;
(1956)
Για έναν που δεν ξέρει να εκτιμήση κάτι καλά
Για τα μάτια του κόσμου
(1956)
Προς το θεαθήναι
Καρφί δεν του τσαίεται
(1956)
Ερμηνεία: Αδιαφορεί τελείως
Με κλειστά μάτια
(1956)
Ανεξετάστης
Ο ζουρλός κουδούνια δεν έχ', απ' τα καμώματά τ' φαίνεται
(1953)
Δι' αναγνώρισιν εξ αποστάσεως του τρελού
Ο καιρός πουλά τα ξύλα κι΄ ο χειμώνας τ΄αγοράζει
(1957)
Ερμηνεία: Πρέπει κανείς εγκαίρως να κάνει τις προμήθειές του για τις δύσκολες περιστάσεις. Την παροιμία την αναφέρανε κυρίως για τις προμήθειες του χειμώνα
Ούλα τάχει η Ζαφειρούλα, μόν' ο φερετζές τσή λείπει
(1957)
Για ένα φέρσιμο αταίριαστο προς την κοινωνική θέση κάποιου
Το σιτάρι γυρίζει γυρίζει, στο μύλο θα πάει
(1957)
Το κάθε τι στο τέλος θα φτάσει στο μοιραίο προορισμό του
Είναι μιά λέρα
(1957)
Άνθρωπος χωρίς χαρακτήρα
Όπου κι αν πας η οκά τετρακόσια δράμια έχει
(1953)
Αι αυταί δυσκολίαι είναι παντού μόνον η συνεχής και κανονική εργασία απομακρύνει τας δυσκολίας της ζωής
Όχι όπως ήξερες νύφη, μόν' όπως ηύρες
(1953)
Ο άνθρωπος όταν ευρεθή προ νέου περιβάλλοντος πρέπει να αλλάζη τρόπους και συμπεριφοράν και να προσαρμόζεται με τας νέας κοινωνικάς απαιτήσεις
Όπθε νά τόν πιάκ'ς λερώνεσαι
(1953)
Την φράσιν αυτήν λέγουν δι' ένα πού γέμει ανομημάτων καί κακιών
Κάηκε το Κεράσοβο
(1953)
Ερμηνεία: Με αυτήν την φράσιν υπενθυμίζουν τον καρυφαίον της τραπέζης να πάρη την λάγηνον με το κρασί αφού πίη να την δώση και εις τους άλλους
Όποιος κρυφά παντρεύεται, φανερά πομπεύεται
(1953)
Λέγεται τότε, όταν τις κάμνη εν κρυπτώ μίαν πράξιν, ήτις λόγω της φύσεως αυτής, πρόκειται να γίνη γνωστή. Πολλάκις η πράξις αύτη έχει δυσμενή επακόλουθα και τότε λέγεται η παροιμία
Σαράντα μύγες έκατσαν στον τσόκο του Κοράκη
(1958)
Συνοδεύεται από κείμενο...
Βάρος στη γη
(1956)
Ο ανιπρόκοπος και τεμπέλης
Δυό τζαμπάζηδες δε χορεύνε σ' ένα σχοινί
(1956)
Όταν δυό του ιδίου φυράματος δε μπορούν να συνεννοηθούν
Δυό καρπούζια, σε μιά μασχάλη, δε κουβαλιούνται
(1956)
Δεν γίνονται δυό δουλειές μαζωμένες
Μμάθκια πούδαν είπασιν τζι΄ εβγκήκαν, οϊ μάθκια πον είδαν τζιαί είπαν
(1951)
Λέγεται δια τους συκοφαντούντας επί των οποίων η τιμωρία θα επέλθη αμείλικτος
Του μικρού το νερό και του μεγάλου ο λόγος
(1952)
Συνοδεύεται από κείμενο ....
Άνθρωπο βλέπεις, καρδία δεν ξαίρεις
(1957)
Άγνωστοι μένουν οπωσδήποτε οι εσώτεροι στοχασμοί και διαθέσεις εκείνων που συναναστρεφόμαστε
Βγάνει κι' απ' τη μύγα ξύγκι
(1957)
Το λέγανε για τους “καπάτσους”, τους επιτήδειους αλλά και για τους τσιγκούνηδες
Βγάλανε μαντήλι
(1957)
Ερμηνεία: Κάμνανε πρόχειρο έρανο για να βοηθήσουν κάποιον
Αν βασιλέψει ξαστεριά, χαρήτε κάμποι και βουνα, αν βασιλέψη συννεφιά κλάφτε κάμποι και βουνα
(1954)
Στις 17, στις 18 και στις 21 η πουλια βασιλεύει
Κ'κιά έφαγι, κ'κιά μαρ'τράει
(1956)
Πάει ο καιρός πόδεναν τα σλιά με τα λουκάν΄κα
(1953)
Ερμηνεία: Στην έλλειψη και στην ακρίβεια λέγουν αυτήν την παροιμίαν, ενθυμούμενοι μιά παλιότερη ζωή που όλα ήσαν άφθονα και φθηνά
Παλιός γάϊδαρος καινούργια περπατησιά
(1953)
Ερμηνεία: Δεν αποβάλλει τις ευκόλως παλαιάς έξεις, ουδέ προσαρμόζεται ταχέως με νέας συνηθείας
Όποιος έχει μύγα μυγιάζεται
(1953)
Ο ένοχος δείχνει πάντοτε καταφανή σημεία της ενοχής του, όταν κανείς τον παρατηρήση με προσοχήν
Εννιά βολές μέτρα και μια κόβε
(1953)
Αι σοβαραί αποφάσεις δεν πρέπει να λαμβάνωνται βεβιασμένα, αλλ' αφού εκ των προτέρων υπολογίζωνται και σταθμίζωνται όλαι αι συνέπειαι αυτής
Εννιά 'χει ο μήνας
(1953)
Η παροιμία λέγεται επ' εκείνων, οίτινες παντελώς αδιαφορούν δια ζωτικά συμφέροντα των
Η κουρούνα το γαϊδούρι, για καλό δεν το ψειρίζει
(1952)
Ερμηνεία: Η κουρούνα ανεβαίνει συχνά στα κεφάλια των ζώων και τους τσιμπάει το κρέας
Οποιος κυνηγάει, έχει τον τάφο τ' ανοιχτό
(1952)
Γιατί κινδυνεύει από το τουφέκι του
Και του κόκορου μετάνοια, και τση γάτας προσκυνώ
(1952)
Λένε και έτσι
Α θαν τη δώκης του φιδιού, δωσ' του τη στο κεφάλι
(1952)
Τη δίνω, χτυπώ
Ξέφραος ο κήπος, έρημα τα λάχανα
(1952)
Όπως στον αρ. 1300
Ποιος βάζει το δάχτυλό τ΄ στο μέλι και δε θα γλύψ' το δάχτυλό τ';
(1956)
Ο καθείς ωφελείται όταν του δοθή ηευκαιρία
Το σέλι δεύγει, ο άμμος μνήσκει
(1956)
Όταν σ' ένα χωριό πηγαίνε έναςξένος και μερικοί τον περιποιούνταν πολύ και παράβλεπαν τους χωριανούς τους. Ο ξένος φεύγει, οι εντόπιοι μένουν
Τον καθένα δεν αφίνει να μετράη με την πήχη τ'
(1956)
Δεν μπορεί ο καθείς να κάμνη ότι θέλει και να παραβαίνη τους νόμους
Οι δρόμοι έχνε μάτια και τα ντουβάρια φτιά.
(1956)
Προσοχή, κει που θαρρείς ότι κανείς δε σε ακούει, σε ακούουν και σε βλέπουν, νομίζεις ότι δε σε βλέπουν
Διές με Μ' ένα μάτι, να σε διώ με δυό
(1956)
Να φέρεσαι καλά, για να σου φέρονται οι άλλοι καλά
Μισόφαγες, μισόσπερες, μισό να κονομήσης
(1953)
Λέγεται δια την “Μεσοσπορίτισσα” (21 Νοεμβρίου), διότι οι γεωργοί τότε ευρίσκονται εις τα μέσα της χειμερινής σποράς των
Όπου το μικρομάθει (δ)εν γεροντοξεχάνει
(1958)
Δια να καταδειχθή η δύναμις της συνηθείας
Άμμα έχεις το σπίτι σου αβόλευτο καττέριε μουσαφίρι
(1951)
Συνοδεύεται από κείμενο...
Εχ΄ου κιρός γυρίσματα να γιατριφτούν τα πείσματα
(1952)
Ερμηνεία: Λέγεται για κείνους που ανίκανοι όντες να συντελέσουν αφ' εαυτών, στηρίζουν τας ελπίδας των εις εξωτερικήν βοήθειαν
Είπ' ου γάϊδαρους του bέτ'νου: Αί! Κιφάλα!
(1952)
Λέγεται για κείνους, οι οποίοι μόνον των άλλων τα ελαττώματα βλέπουν
Έκανι μια τρύπα στου νερό
(1956)
Πέρασε η μποιγιάτς
(1956)
Πέψε πελλόν, πήαιννε τζιαί σου ταπισόν του
(1954)
Στείλε τρελλόν και πήγαινε και συ από πίσω του