Αναζήτηση
Αποτελέσματα 101-200 από 12472
Τ' 'ασπρα κατεβάζουν τ' άστρα
(1958)
Άπρα=τα χρήματα
Για το κορωνίν εμείναμεν άσποροι
(1953)
Διά μίαν μηδαμινήν λεπτομέρειαν, αποτυγχάνομεν. Να προσέχωμεν και τα ασήμαντα ακόμη σφάλματα
Αν δεν αστράψη δεν βροντά κι αν δεν βροντά δεν βρέχει
(1954)
Η παροιμία σημαίνει ότι πρέπει να προηγηθούν γεγονότα τινά ενδεικτικά του αναμενόμενου αποτελέσματος
Όποιος καή στο κουρκούτι φυσάει και το γιαούρτι
(1954)
Ερμηνεία: Η παροιμία δηλωτική των υπερβολικών προφυλάξεων και εκ των πλέον ακινδύνων μετά τι πάθημα
Ήβγ' ασπροπρόσωπος
(1957)
Ερμηνεία: Για κείνους που μ' εντιμότητα, αλλά και με επιτυχία διεκπεραιώνουν μια δουλειά
Είπεν ο γάαρος του πετεινού τζιεφάλα
(1951)
Είπε ο γάϊδαρος του πετεινού κεφάλα
Βγαίνω 'ς το κλαρί
(1950)
Συνοδεύεται από κείμενο ...
Πότε πίττα μέ τυρί, πότε πίττα μοναχή
(1959)
Για τον πτωχό που στερούνταν και περνούσε όπως, όπως
Σαν του μυλωνα την πίττα
(1959)
Για δουλειές ασυλλόγιστες και αλογάριαστες.
Του κυνηγού το σπίτι έρημο και του ψαρά πεντέρημο
(1959)
Δηλαδή των κυνηγών και των ψαράδων τα σπίτια δεν βλέπουν προκοπή
Πνίγεται σ' ένα ποτήρι νερό
(1959)
Στά μικρά καταγίνεται
Σε πουλεί και σ' αγοράζει
(1959)
Είναι πολύ ξυπνός και θα σε γελάση
Δεύτε προσκυνήσωμεν
(1959)
Θα αρχίσουμε πάλι πο την αρχή
Η μικρή η τούφα έχει το λαγό
(1953)
Το γαούριν μιαλινίσκει τζιαί το στρατούριν μιτσιανίσκει
(1953)
Όσον τα παιδιά μεγαλώνουν, τόσον και τα έξοδα των γονέων γίνονται περισσότερα
Ατσονdου μη νοίζεσαι το κρύο 'α σε πάρει ταρνά
(1951)
Τόσο μην ανοίγεσαι το κρύο θα σε πάρει γλήγορα
Θκότ' ψουμί τρώει, ξένουν γκαϊλέ τραβάει
(1953)
Όταν ενδιαφέρεται περισσότερον δια τας ξένας υποθέσεις
Αν αρτυθώ, να φάγω πέρδικα
(1956)
Αν χαλάσω τη νηστεία, τουλάχιστον να φάγω κάτι που αξίζει
Όποιος δεν είδε πύργο είδε φούρνο κι απόρησε
(1954)
Επί αναξίας εκπλήξεως
Από μικρούτσικ' ορφανό, κι' από τα νιάτα χήρα
(1956)
Για την σκληρή τύχη μερικών
Από του βαμβακά τ' αργαστήρι μπροστά, άσπρος σκύλος να περάση ζημία είναι
(1956)
Ερμηνεία : Απόφευγε τις συγκρίσεις, με την σύγκριση δυνατόν να ζημιωθείς
Άλλοι τρώσιν το λαρτίν τζι άλλοι βρίσκουν την ορκήν
(1956)
Τα σφάλματα ωρισμένων τα πληρώνουν άλλοι
Έει μεγάλ' αρχίδια
(1956)
Είναι οικονομικώς ή πολιτικώς ισχυρός
Καλό τ' αστρικό τ'
(1956)
Για ένα τυχερό, που ότι και να κάνη επιτυγχάνει
Τον Μάρτη μιά και δυό και τον Απρίλη δέκα
(1956)
Ερμηνεία: Να βρέξη τον Μάρτη λίγο και πολύ τον Απρίλη, που είναι για την γεωργία κάθε κόμπος βροχής και φλουρί
Όλη μέρα σουροκάλι και το βράδυ μαϊστράλι
(1952)
Μαϊστράλι (ιταλική) = ΒΔ άνεμος. Αυτοί οι δύο καιροί επικρατουνε συνήθως το καλοκαιρι
Έχει τέχνη το ρεπάνι, κάθε τόπος δε το κάνει
(1959)
Για το κάθε τι χρειάζεται προσπάθεια και επιτηδειότης
Αρχοντιές και λίμπες άδειες
(1953)
Λίμπα, η=ένα πήλινο βαθύ μεγάλο πιάτο
Άσκημο στην κούνια κι όμορφο στη ρούγα
(1952)
Το παιδί που γεννιέται άσχημο, θα γίνη όμορφο μεγαλώνοντας
Άσπρα στο πουγγί, ψάρια στο βουνί
(1952)
Ερμηνεία: Όταν δίνει κανείς λεφτά, έχει, όπου και να βρίσκεται, ό,τι θέλει
Σα δε κλέψ'νε τα χέρια τ', θα κλέψ'νε τα ποδάρια τ'
(1956)
Για ένα που θα βρη τρόπο να κλέψη και αδικήση
Εδώ σε θέλω κάβουρα να μου σαλτάς τα κάρβουνα
(1954)
Για κείνους που καυχώνται
Η πάστρα είναι μισή αρχοντιά
(1952)
Αν άκουε ο Θεός τον κόρακα, γαϊδούρι δεν θα υπήρχε
(1954)
Λέγεται συνήθως επί τω ακούσματι ευχών προς τιμωρίαν και εκδίκησιν εχθρών
Θέκ΄τον gώ σου, κάτσε σε ΄νgκάθε πάνου
(1951)
Υπόμενε όπως είσαι, γιατί μπορεί να πέσεις στα χειρότερα
Τ' άσπρα κατεβάζουν d' άστρα
(1951)
Τα λεφτά κατεβάζουν τ' άστρα
Κάθε αρχή δύσκολη
(1956)
Και τα φτωχά τρανεύουνε και τ' αρφανά βαστιούνται, και τάρημα παντρεύονται κι' οι χήρες 'κονομιούνται
(1953)
Φράση παρηγορητική – λεγόμενη πολλάκις και ως μοιρολόγι – καταδεικνύουσα την πρόνοιαν του Παντοδυνάμου Θεού προς τα πλάσματά του, και ιδία τους αναξιοπαθούντας
Λείπει μας τζι' ο γάδαρος λείπει μας τζι' η ταή του
(1953)
Ταη = τροφή
Κουκκούλιν να μεν κάμης, πουκάμισον εν κάμνεις
(1956)
Κουκκούλιν = το βαμνίκιον του μεταξωσκόληκος
Κι αν είσαι και παπάς με την αράδα σου θα πας
(1953)
Απέναντι της τάξεως όλα πρέπει να υποχωρούν
Τρώεις σούππαν άρρωστε;
(1951)
Όταν προσφέρεις κάτι σε κάποιον και τον ερωτάς αν το θέλη, παρ' όλον που γνωρίζεις ότι του αρέσει πολύ
Άσπρος ήλιος μαύρη μέρα
(1958)
Ερμηνεία: υπονοεί ότι θα συνεφιάση ο ουρανός και θα αρχίση να βρέχη, διότι συνήθως το πρωί που βγαίνει ο ήλιος άσπρος ή το βράδυ που πλησιάζει να βασιλέψη και είναι άσπρος υπάρχουν διακεκομμένα μάυρα σύννεφα που εμποδίζουν ...
Άσπορος μη μείνης άθερος δε μένεις
(1952)
Κακό είναι να μη σπείρη κανείς διόλου ένα χωράφι, αλλιώς αν σπείρη, κάτι θα θερίση
Από Μαρτιού πουκάμισο κι' απ' Αύγουστο πανωφόρι
(1953)
Λέγουσι
Του φτωχού η πομπή στο κούτελο, και τ' άρκοντα στο γόνα
(1952)
Γιατί από την παρέα του κατώτερού του ο άρκοντας κάτι περιμένει
Αρχοντοσυμπεθέρεψες; Κακή φωτιά που άναψες
(1952)
Από τη συλλογή Λιβιεράτου
Τ' αρκοντικό ψωμί έχει εφτά φλούδες
(1952)
Δουλεύεις σκληρά, ή παθαίνεις στενοχώριες για να το φας
Ηπήε για μαλλί, τσ' ηβγήτσε κουρεμένος
(1957)
Αντίθετος η έκβασις
Μιλεί σ' άστρο του σήμερα
(1952)
Αθ θέλης να φυής τησ σκάλαν αρκίνα που το πρώτον σκαλίν
(1953)
Να φυής=να ανεβής, Αρκίνα=άρχισε
Άσπαρτα κι αθέριστα πόσα μόδια κάνουν;
(1955)
Λέγεται για τους ανθρώπους εκείνους οι οποίοι κάμνουν διαφόρους υπολογισμούς μελλοντικούς, ελπίζοντες
Πρέπει να τόχει η κούτρα σου να κατεβάζει ψείρες
(1954)
Για κείνους που προσπαθούν να κάνουν κάτι, μα δεν τα καταφέρνουν
Μην κατηγορήσης την αρχή α(αν) δένε δης το τέλος
(1958)
Μην κατηγορήσης ένα, αν δεν ιδής πως θα πάη η δουλειά
Σάφτισανε τ' άστρα bρόν dου
(1951)
Αστράψανε τ' άστρα μπροστά του. Όταν κανείς έτρωγε δυνατή χαστουκιά ή τον χτυπούσαν στο κεφάλι
Η αρρώστια ακάλεστη δεν έρκεται
(1952)
Φταίνε οι ίδιοι οι άρρωστοι, που δεν επρόσεξαν
Τι να τουν κάνουν τουν άρρουστου ιφτά καπάκια τραχανά
(1955)
Λέγεται ειρωνικά για κείνους που κρεβατώνονται με την ελάχιστη αδιαθεσία
Όπου λείπουν τ' άσπρα, ουλά ναι μαύρα
(1952)
Άπρα λέγαν παλιότερα τ' ασημένια νομίσματα
Ο γάιδαρος ο κόντρης πριν να δή το σαμάρι κάθεται
(1951)
Λέγεται δι εκείνους οι οποίοι μόλις ευρεθούν προ υποχρεώσεων ή ευθυνών ζητούν με πάντα τρόπον την αποφυγήν των προτού να δοκιμάσουν τας δυνάμεις των
Άπου έσσιει δέντρον, έσσιει τζαί το σσιός του
(1951)
Σσιός η οσσιός = ήσκιος, οσσιά = σκιά
Ένι ασλάν' κιbι φσάχι
(1951)
Είναι σα λέοντας παλικάρι
Τ' 'ασπρα κατεβάζουν τ' άστρα
(1958)
Άπρα=τα χρήματα
Πότε αρχόντεψες κοπριά μου τώρα κάτι αγρήγορα
(1954)
Για κείνους οι οποίοι ανήλθον από τα κατώτερα εις τα ανώτερα στρώματα και δεν καταδέχονται κάν να μιλήσουν και υπερηφανεύονται
Καλιώρα του που τον έσσιει τζαί κατύσσιη του που τον λείφκεται
(1951)
Δηλαδή τον νουν. Καλιώρα του = Καλή ώρα του. Κατύσσιη του = κακή τύχη του