Αναζήτηση
Αποτελέσματα 1601-1700 από 12472
Σν- Βασίλη με ψητό – χάνι γιού τ ζες αρχόd
(1956)
Ο άγιος Βασίλης με ψητό-φάτε σείς οι αρχόντοι. Σν= άγιος, χάνι= φάτε, γιού= σείς, αρχόd= οι άρχοντες, οι αρχόντοι
Αγία Βαρβάρα τι νοιωσε άγιος Σάββας ήτρεξε να πάει να το βαφτίση
(1952)
Εννοείται το χιόνι
Στις τριάντα Αϊντριάς, αντριεύετ' ο βοριάς
(1959)
Χειροτερεύει σε κρύα ο καιρός
Βαρβάρα βαρβαρώνει, ο Σάββας σαβανώνει κι ο Άγιος Νικόλαος παραχώνει
(1952)
Κατα τας εορτάς Βαρβάρας, Σάββα και Νικολάου κανείς δεν εργάζεται μάλιστα λένε την ανωτέρω παροιμίαν
Αυτόρ, λέει, έιναι φωθιά τ' Αη- Αντωνίου
(1959)
Δηλαδή, ακριβός
Τζιείνος πον σε ξέρει ακριβά σε γοράζει
(1954)
Ερμηνεία: Λέγεται επί ανθρώπων οι οποίοι κατά βάθος τίποτε δεν αξίζουν, ενώ φαινομενικώς θέλουν να παρουσιάζωνται ως καλοι
Αγγούρια ξινά, απ' του μπακάλ
(1953)
Όταν κανείς δεν συμφωνεί με τα λεγόμενα
Από τ' Αγι – Αντωνιού, νιός πουνέντες
(1956)
Τ' αγίου Αντρέα είναι στις 30 Νοεμβρίου
Απ' αγαπάς ξιτίμαζε τζη' απού μισάς shαιρέτα
(1951)
Βρίζε όποιον αγαπάς, και χαιρέτα εκείνον που μισάς
Ήρθαν τ΄ άγρια να διώξουν τα ήμιρα
(1955)
Ερμηνεία: Λέγεται για τους θρασείς, που θέλουν να εκτοπίσουν άλλους από κεκτημένα δίκαια κ.τ.λ.
Η ρουιδιά κάνει αγκάθι κι τ' αγκάθι ρόιδου
(1955)
Από καλούς δηλαδή γονείς γεννιώνται κακά παιδιά και τανάπαλι
Άλλους χάσκα κι άλλους Πάσκα
(1955)
Άλλος δηλαδή έχει προετοιμάσει κάποια δουλειά, κι άλλοι γεύονται τους καρπούς της
Αγάπη δίχως πείσματα δεν έχει νοστιμάδα
(1957)
Το λέγανε για τους ερωτευμένους φυσικά και κατά πρώτο λόγο, αλλά και για κάθε στενή φιλική και οικογενειακή σχέση, όταν παρουσιάζονταν παροδικές παρεξηγήσεις
Αυτό είναι από το gαιρό του Τούρου Πούρου
(1959)
Ερμηνεία: Επί πράγματος παλαιού, του οποίου αγνοείται η αρχή. Ο Τουρού Πουρού διοικητής εν τη νήσω επί Τουρκοκρατίας
Κάθε μέρα τ' Αγιωργιού λες ότι είναι
(1955)
Επειδή η μέρα περνά με φαγοπότι και γλέντι γι αυτό έμεινε η παροιμιώδης φράσις
Σύψωμα κι δίχους ρόγα κι παπούτσια 'που τη ράχ'
(1952)
Λέγεται ως ενδεικτικόν, προκειμένον δι' εργασίαν άνευ μισθού μη απαλλαγμένων δε των ευθυνών
Άϊ Δημητράκη μικρό καλοκαιράκι
(1958)
Ερμηνεία : Αυτό μας λέγει ότι κατά την περίοδον του Οκτωβρίου και κατά την εορτήν του Αγίου Δημητρίου παρουσιάζεται μια μικρά περίοδος καλοκαιριού. (Διηγήθηκε μια γριά από το χωριό Άγιος Γεώργιος στην επαρχία Κυρηνείας)
Πάμε για τον άη Αθανάσιο;
(1959)
Δηλαδή, για το νεκροταφρείο
Ήρτε Έζ Δρεμήτηζ, ήρτ' ο σειμός
(1951)
Ήρθε ο Άι-Δημήτρης, ήρθε ο χειμώνας=Στα Φάρασα χειμώνιαζε πρώϊμα, αφού και τ' Άι-Λουκά, 18 Οκτωβρίου, μπορούσε να χιονίσει
Από εν έξω του χορού ξέρει πολλά τραούδκια
(1956)
τραούδκια= τραγούδια, Ερμηνεία: Τότε μόνον αντιλαμβάνεται τις την σοβαρότητα εγχειρήματος τινος και τας δυσκολίας, που παρουσιάζει, όταν αναλάβη ο ίδιος να το φέρη εις πέρας
Άλλοι 'πεθυμούν τα γένεια κι άλλοι ξυούν και ρίχνουν τα
(1958)
Ήτοι άλλοι ζητούν ευκαιρίαν διά να ανέλθουν κοινωνικώς και άλλοι ενώ την ευρίσκουν την απορρίπτουν
Πο που είσαι κλωναράκι; Από κείνο το δεντράκι
(1956)
Για τον γιο ή την κόρη που έχουν συνήθειες του πατέρα ή της μητέρας
Το κακό σκυλί έχει κακό ψόφο
(1959)
Δηλαδή ο κακός άνθρωπος έχει κακό τέλος ή δεν χάνουνται εύκολα οι κακοί
Θα σε δείξω πόσ' απίδια βάζ' ο σάκκος
(1959)
Θα σε βάλω στη θέση σου, θα σε διορθώσω
Άβρακος βρακί δεν είχε και σαν τόδε χέστηκε
(1956)
Η παροιμία αυτή λέγεται, ως επί το πλείστον δια τους νεόπλουτους
Η αγάπη στρέφεται σ' έχθρα
(1956)
Ήρταν τ΄άρκα να φκάλουν τα ήμερα
(1951)
Ερμηνεία: Λέγεται όταν κάποιος, ο οποίος έρχεται εκ την υστέρων, προσπαθή να λάβη την θέσιν τινός, όστις ευρίσκετο εκεί εκ των προτέρων. Άρκος = άγριος, Φκάλλω = εκβάλλω, ηβάλλω, φκάλλω
Σ' αγαπώ, γυναικούλα μου, σαν το χιόνι στη Νεράτζα
(1956)
Νεράτζα είναι παράλιος τοποθεσία στην τοποθεσίαν του Βέλλου Κορινθίας, που ποτέ δεν ρίχνει χιόνι εκεί. ( Βλ. σχετικήν διήγησιν, αυτόθι, σ. 289)
Άγια Μαρίνα με τα σύκα κι Άγιος Λιάς με τα σταφύλια
(1953)
Ήτοι μέχρι της εορτής της Αγίας Μαρίνας έχουν ωριμάσει τα σύκα, μέχρι δε του προφήτου Ηλία, τα σταφύλια
Σν- Βασίλη με κοφτό – χάνι γιού τ ζες φτωχό
(1956)
Ο άγιος Βασίλης μέ κοφτό-φάτε σείς οι μαύροι οι φτωχοί. Σν= άγιος, χάνι= φάτε, γιού= σείς, τ ζές= οί μαύροι, φτωχό= φτωχοί
Άθρωπος τ' αθρώπου μοιάζει
(1951)
Ερμηνεία: Λέγεται επί παραγνωρίσεώς τινος
Πόταξε κ' η Νιάδα στάρι
(1956)
Περιπαιχτικά για τους φανταγμένους
Μιανού – μιανού αγίου γυρίζ' η μνήμη του
(1952)
Το λένε όταν παρηγορούν κάποιον, ή κι όταν τον απειλούν πώς θα 'ρθη η σειρά του
Από τ' Άϊ – Γιαννιού του Λαμπαδάρη, η μέρα παίρνει τα πίσω
(1952)
Ερμηνεία : Από τις 24 Ιουνίου, που έχουμε τις θερινές τροπές του ήλιου, η μέρα μικραίνει
Απόν ακούει του γονιού παρασπιθκιού τζοιμάται
(1953)
Παρασπιθκιού=έξω από το σπίτι. Απόν=εκείνος οποίος δεν
Έχει η κώλους τ΄αγκάθια
(1955)
Λέγεται για τον ασίγαστο και αεικίνητον άνθρωπο
Ορπή και τ' αγιοαντωνιού
(1958)
Να μη δουλέψη κανείς γιατί τα παίρνει άνεμος
Ζωντανούς αγίους, μήτε νάν τσού προσκυνάς, μήτε νάν τσού πιστεύης
(1952)
Δηλαδή, ανθρώπους πού προσποιούνται τον άγιο
Η αγάπη κ' η πραμάτεια, θέλει πόδι', αφτιά και μάταια
(1952)
Πραμάτεια = εμπόρευμα
Όπ' αγαπιέται, συναπαντιέται
(1952)
Το λένε όταν δυο γνωστοί συχναπαντιώνται στο δρόμο
Μάκρο να 'χ' η αγάπη μας, κι όχι πλάτο
(1952)
Ο μάκρος κι' ο πλάτος (λένε και ο φάρδος) ή μεταφορά από τα υφάσματα. Να κρατάη η αγάπη, κι' ας μην είναι υπερβολική
Ξεπετσισμένος κουρκονιάς τον άλλον κατατρέSHει
(1956)
Λέγεται δι όσους προσπαθούν να αποκομίσουν οφέλη από ανθρώπους που όπως αυτοί δεν έχουν τίποτε
Φτωχός άγιος δεν λειτουργιέται
(1957)
Η εικόνα από το πλήθος των μικρών αγίων του Συναξαρίου που περνούν χωρίς πανηγυρισμούς. Τη φράση τη χρησιμοποιούσανε και σαν παράπονο οι φτωχοί και οι ξεπεσμένοι, για την αδιαφορία που συναντούσαν, ιδίως από τους γνωστούς ...
Τ' αγι-Αντριός, αντρειεύετ' η μέρα
(1952)
Τ' αγίου Αντρέα είναι στις 30 Νοεμβρίου
Η αγάπη δεν είναι δεντρί, δεν είν' ανθί να πέση, παρ' είναι βάτος με κλαρί, κι' αγλιά 'πό ' κειόν π' αντέση
(1952)
Αγλιά = αλίμονο, αντένω = ντένω, μπλέκω
Καλά 'καμα κι' αγάπησα κοντά στη γειτονιά μου, να 'χω τον ύπνο διάφορο και το φιλί κοντά μου
(1952)
Διάφορο= κέρδος
Σαν το σκόρδο τον αγαπώ
(1956)
Δεν τον αγαπώ
Αγάλια αγάλια φύτευεν ο γεωργός αμπέλι. Κι' αγάλια αγάλια γίνεται η αγουρίδα μέλι
(1954)
Τάξις, αταξία και ακαταστασία
Ο άγιος Γεράσιμος ανοίγει τσι γιορτάδες, κι' ο άγιος Χαράλαμποσ τσι κλεί
(1952)
Εννοεί τις χειμωνιάτικες γιορτές. Τ' αγίου Γερασίμου είναι στις 20 Οκτώβρη, και τ' αγίου Χαραλάμπους στις 10 Φεβρουαρίου
Άγιου κερί μην τάξης, και τση Παναγίας λιβάνι
(1952)
Λένε και μικρού παιδιού κουλλούρα
Κάθε άγιος θέλει και τη λαμπάδα του
(1952)
Έτσι και κάθε άνθρωπος θέλει κάτι να του πας, για να τον εχεις φίλο
Το κεφάλι σου θέλει χτύπημα
(1956)
Η φράσις αυτή λέγεται εις περίπτωσιν κατά την οποίαν μεταμελείται τις δια κάτι το οποίον έπραξε
Όθε γδης πολλήν αγάπη, πάντεχε πολλήν αμάχη
(1952)
Παντέχω περιμένω
Μήτε με τσ΄αγίους νάν τα βάνης, μήτε με τσού ζουρλούς
(1952)
Κ' οι δυό σε κυνηγάνε
Τζιείνος που σ' αγαπά κάμνει σε τζιαι κλαίεις
(1951)
Εκείνος που σ' αγαπά σε κάνει να κλαίς
Ο θυμός του χωρκάτη ζημιά του πουντζιού του
(1953)
Το πουντζίν = πορτοφόλι
Πέθανε να σ' αγαπώ, ζήσε να σ' έχω αμάχη
(1954)
Εις την παροιμίαν ταύτην ήχθη ο λαός εκ της παρατηρουμένης μετά θάνατον μισητού τινος προσώπου πρωθυστέρου εκδηλώσεως αγάπης
Κι' ο φτωχός ο Φίλιππας, στο χωράφι απόκρεψε
(1952)
Η γιορτή τ' αγίου Φιλίππου είναι στις 14 Νοεμβρίου. Εκείνη την ημέρα ο κόσμος αποκρεύει, γιατί την άλλη μέρα μπαίνει η σαρακοστή των Χριστουγέννων. Οι δουλειές όμως στον κάμπο είναι τόσσες πολλές (όργωμα, σπορά, ελιές ...
Από ένα αρνί δεν βγαίνουν δυό τομάρια
(1953)
Επί περιπτώσεων επιδιώξεως διπλής ωφέλειας
Πόταξε κ' η Νιάδα στάρι, κ' η Καβάρνα κριθάρι
(1956)
Νιάδα, Καβάρνα = Χωριά άγονα στην παραλία της Μαύρης Θάλασσας