Αναζήτηση
Αποτελέσματα 1401-1500 από 12472
Τού χα ειπείς κατένκες τα του χα 'κουσ' τζο κατένκες τα;
(1951)
Αυτό που θα πείς το ήξερες, αυτό που θ' ακούσεις δεν το ήξερες;
Λές τα συ,΄κούς τα συ
(1951)
Εσύ τα λές, εσύ τ' ακούς
Τον έδωκε τα παπουτσια στο χέρι
(1956)
Ερμηνεία: Του έδωσε δρόμο, τον εξαπέστειλε από κει που ήλθε
Δε δίνει τούν αγγίλου νιρό
(1953)
Ο ακριβός θαρρεί κερδίζει, αλλα χάνει και δε το ξέρει
(1956)
Πολλές φορές ο φιλάργυρος φιλαργυρεύεταινα ξοδεύση λίγα κ' ύστερα ξοδεύει περισσότερα
Τριάντα οχτώ χρονώ η αλεπού τριάντα ένα το αλεπάκι.
(1956)
Για τους μικρούς που θαρρούν πως ξέρουν να περισσότερα από τους μεγάλους
Άλλαξε η χήνα κ' έβαλε πάλε εκείνα
(1956)
Ερμηνεία: Όταν ένας δεν είχε ρούχα και φορούσε όλο τα ίδια
Νερό και άλας να γενούν
(1956)
Όταν δύο δυσαρεστήθηκαν και συμφιλιώθηκαν, η δυσαρέσκεια να διαλυθή όπως λυώνει το άλας στο νερό
Άλειμμαν τζο βgαίνει
(1951)
Βούτηρο δεν βγαίνει
Η γρα δεν το 'λπιζε να παντρευτή και πανωπρούκια ζήτα
(1958)
Ερμηνεία: Κείνος που δεν ελπίζει, ούτε στο λίγο ζητά περισσότερα
Στινό σακκί χαρά του βλάχου
(1958)
Δηλαδή επειδή είναι στενό και γεμίζει γρήγορα θαρρεϊ που 'ναι πολύ
Μήτε πεθερά μητέρα, μήτε νύφη θυγατέρα
(1954)
Εις ένδειξιν της διαφοράς ήτις υπάρχει μεταξύ των εξ επιγαμίας και εξ αίματος σχέσεων
Δένει τ' γάτα κι τρώει ψουμί
(1953)
Επί φιλαργύρου
Να σ' αλατίσω να μη βρωμίσης
(1956)
Αποδοκιμασία της γνώμης του άλλου
Είναι μια αλεπού!
(1956)
Άνθρωπος πονηρός
Άλλαξε η πάπια κ' έβαλε τα σάπια
(1956)
Ερμηνεία: Όταν ένας δεν είχε ρούχα και φορούσε όλο τα ίδια
Εμπάτε συλιά αλέστε κι αλεστικά μή δίν'τε
(1953)
Λέγεται επί μεγάλης ακαταστασίας πραγμάτων
Από μικρό γκί από λωλλό θα μάθης την αλήθεια
(1957)
Ούτω και συμβαίνει εις την πραγματικότητα.
Όσα δε φτάνει η αλαπού τα κάμνει κρεμαστάρια
(1958)
Λέγεται όταν δεν ομολογεί τις την αδυναμίαν του
Δάγκασε τη γλωσσά σου
(1957)
Όταν έλεγε κανείς κάτι το άπρεπο και προ πάντων κάτι το κακό
Δεύτερ' αλέτρι, δεύτερο δεμάτι
(1952)
Πρόν 102 και 103
Όποιος βαριέται να ζυμώση, πέντε μέρες κοσινάει
(1953)
Επί προφάσεων όταν κανής δεν θέλει να κάνη μιά εργασία
Βαρβάρα βαρβαρών' Σάββας σαβανών' κι άη Νικόλας παραχών
(1952)
Δια τα Νικολοβάρβαρα λένε
Τί έκαμις; Στου γιαλό μια τρύπα!
(1952)
Λέγεται εις προειδοποίησις του ότι πάσα ενέργεια και προσπάθεια επήγε χαμένη
Αγιά Μαρίνα φέρε σύκα τσ' άη Λιά, φέρε σταφύλια
(1957)
Εν Άνδρω τα πρωτόλεια των σύκων κομίζουνεις την πανήγυριν της Αγ. Μαρίνας, 17 Ιουλίου
Όπου πολλές μαμμές, στραβό βγαίν' το παιδί
(1953)
Όταν επεμβαίνουν πολλοί, δεν επιτυγχάνει η υπόθεσις
Των αγίων φανέντων, που είναι οι μύγες ολόχωστες
(1956)
Ολόχωστες = παχιές
Άϊ - Γιάννης το έχει και ο Χριστόφορος το κρατεί
(1959)
Ερμηνεία: το λέμε για το χαλάζι
Άσκοπος νους, διπλός ο κόπος
(1952)
Ξάστερος ουρανός, αστραπές δε φοβάται
(1956)
Ο αθώος δε φοβάται τις άδικες κατηγορίες
Αγάλι', αγάλια φύτευε ο φρόνιμος αμπέλι κι' αγάλι', αγάλια γίνεται η αγουρίδα μέλι
(1956)
Όλα με την υπομονή σιγά, σιγά γίνουνται
Φτωχός άγιος δοξολογία δεν έχει
(1956)
Στον φτωχό δεν δίνουν σημασία
Γάλια, - γάλια, πας μαριά
(1956)
Σιγά, σιγά και με την υπομονή όλα γίνονται
Άγια Μαρίνα έρχεται με το σύκο, με τ' απίδι, με το κόκκινο σταφύλι
(1958)
Μήπως Αγιά Μαρίνα = αφθονία παραγωγής
Εδώ έμπλεξα την Αγια Μαρίνα με το βήσσαλο
(1958)
Μεγάλη πληθώρα από ψάρια
Σιγά, σιγά θα πιάσ' και μένα η σκύλα μου λαγό
(1954)
Μια περίπτωσις εκ των χαρακτηριστικοτέρων καθ' ας λέγεται η παροιμία αύτη η υπό, επί μακρόν χρόνον ατέκνων εκφήλωσις προσδοκίας και ελπίδος προς τεκνοποιΐαν
Ο αλουπός εις την ανεμοζάλην σιαίρεται
(1953)
Δια τους κλέπτας οι οποίοι ζητούν πάντοτε την κατάλληλον ευκαιρίαν
Αγγαρινά δουλεύει
(1958)
Δηλαδή, εργάζεται παρά τήν θέλησίν του, δια τής βίας
Άλλους καίγονταν τα γένεια τ' κι άλλους 'ν' ανάψου του τσιμπούκι μ'
(1955)
Ερμηνεία: Λέγεται για κείνους, που δεν τους καίγεται καρφί για τη συμφορά του γείτονα
Σαν αγιοκέρι έλυωσε
(1956)
Χλώμιασε και πολύ αδυνάτισε
Όταν έχης εσύ έχω και γώ, όταν έχω γώ, έτσι είναι αυτό!
(1954)
Λέγεται για τους συμφεροντολόγους
Άκουσε τον αναβαλλόμενο
(1959)
Τον έκαμαν πολλάς εκπλήξεις
Αφέντ' άη – Γεράσιμε, μεγάλο 'ν' τ' όνομα σου, φύλλο δε σειέτ' από δεντρί, χωρίς το θέλημά σου
(1952)
Στα Ομαλά είναι το μοναστήρι του Αγίου της Κεφαλονιάς
Δεν έχω ειπή κεφάλι
(1956)
Δεν έχω αρρωστήσει
Τ' άη Γιαννιού με το μαντήλι, και τση Βλαχερνός με το καλάθι
(1952)
Στις 24 Ιουνίου, μπορεί να μαζέψη κανείς μιά μαντηλιά σταφίδες, αλλά στις 2 Ιουλίου (της Παναγίας της Βλαχέρνας) βρίσκει πιά να γεμίσει κ' ένα καλάθι
Άλλος αγαπάει τη μαυρομάτα, κι' άλλος την τσιμπλομάτα
(1952)
Από τη συλλογή Λιβιεράτου
Άκουε πολλά, τζαι πίστευκε (λ)λία
(1951)
Λία = ολίγα, λίγα λία
Τ' 'Αϊ Γιργιού να φέξ' !
(1959)
Δηλαδή, δεν με ενδιαφέρει ότι και να γένη
Δε με φθάνει που πέθανε ο άντρας μου, τι απόκριση θα δώσω στον κόσμο
(1959)
Όταν ξένοι ανακατεύωνται στα οικογενειακά άλλων, δείχνουν δήθεν ενδιαφέρον και ζητούν εξηγήσεις το πως και γιατί έγινε το καθε τι
Η γουρούνα αγάλια, αγάλια, τα γουρουνόπουλα πουλάλα, ίσια μπαίνουν στο κουμάσι
(1959)
Βάδιζε πάντοτε αργά και σταθερά
Από 'σιει δέντρον έσιει σιός τζι από 'σιει σιός τζιομάται
(1953)
Λέγεται επί ανθρώπων οι οποίοι έχουν αφήσει απογόνους δια να τους γηροκομήσουν. Από 'σιει = όταν έχει , σίος = σκιά
Δυό μαρτυράνε κι έναν κρεμάνε
(1953)
Επί της αξιοπιστίας των δυό
Κόψι μι, αγά μ', ν' αγιάσου!
(1956)
Άγια μου Παρασκευή δοσ' μου σύκα και σταφύλι Παρ' το καλαθάκι σου και έλα
(1954)
Καθαρώς μετεωρολογική παροιμία λόγω της κατά τον χρόνον περί την εορτήν της Αγίας Παρασκευής ωρίμανσεως των ως άνω καρπών (26 Ιουνίου)
Θα dο χτυπήσης το κεφάλι σου, μια μέρα
(1956)
Η φράσις αυτή λέγεται εις δεύτερον πρόσωπον εις περίπτωσιν κατά την οποίαν τούτο παρακούει ή πράττει τι αντικείμενον προς το ιδικόν του συμφέρον
Αγάλι' αγάλι απ' τη συκιά, να μην πιαστή και μείνη!
(1958)
Μια άλλη [γυναίκα] που βγάνανε τον άντρα της από το σπίτι, καθώς τον πηαίνανε λέει
Άλλου του βήξιμου κι άλλου του κλάσιμου
(1955)
Παρόμοιο με το γνωστό Σανίς και πρωκτός ου τ' αυτό ηχούσι
Αγοραστό, μυριστό
(1959)
Στα χωριά μας πολλά πράγματα κάμνανε στο σπίτι ή τα είχαμε από τ΄αμπέλια μας, τα χωράφια ή τους κήπους μας αφθονούσαν στο σπίτι, τα αγοραστά ήσαν λιγοστά και μετρημένα, έτσι γίνουνταν το αγοραστό μυριστό
Όποιος ανακατώννεται με τα πίτερα τρων τον οι όρνιθες
(1953)
Να μι δίδωμεν προσοχήν εις ασήμαντα ζητήματα
Ανακατωμένος ο ερχόμενος
(1959)
Όλα ανακατωμένα και ακατάστατα
Από τον Άννα στον Καϊάφα
(1959)
Ζητείς από έναν ένα τι και αυτός σε στέλνει σε άλλον και ο άλλος σε άλλον