Αναζήτηση
Αποτελέσματα 12001-12100 από 12472
Ο νομάτ' ένι ανdί χουωρό χορτάρ' φότι πρασινίζει, σολdϊενέσκει τσόας
(1951)
Νομάτης = άνθρωπος
Είσαι καό τυρί, άμα είσαι πατεμένο σο καμίν dο 'στσι
(1951)
Είσαι καλό τυρί, αλλά είσαι βαλμένο στο κακό τ' ασκί
Αράτσα πάτσες τα σό τσουφάλι
(1951)
Τώρα δά το πάτησες στο κεφάλι
Όποιος την νύχτα μπερπατεί για κλέφτει για κακεύγκει για την ναγάπη ντου 'χάσε γκαί πάει να την εύρη
(1958)
Δια να καταδειχθή ότι τα ξενύκτια δεν έχουν καλά αποτελέσματα
Μο την gούρβα του κάθεται τσαι σηκούται, το τσουφάλι του 'ς το μbελά τζο γλυτώνει
(1951)
Με την πόρνη όποιος κάθεται και σηκώνεται, το κεφάλι του από τον μπελά δε γλυτώνει
Τον 'αγό είπεν dι “φύε”, είπεν dι τσαί το τα'ζί ''άμε πιες τα''
(1951)
Στο λαγό είπε “φύγε”, είπε και στο λαγωνικό “τρέχα πιάσ' τονε”
Ήτου λαϊκκον dο φαϊ, κάτσαν dα μαμούτσε έφαγαν dα, έσεσαν dα τσόας
(1951)
Ήτανε λίγο το φαϊ, κάτσανε τα μαμούνια τόφαγαν, τόχεσαν κιόλας. Όταν μιά δουλειά, που είναι από την αρχή στραβή, γίνεται χειρότερη
Λήτεψαν μες σο βιλλίν dουν, τσάπου μεζ ρίξουνε, καρουράν μες
(1951)
Λητεύω = δένω
Χάρ σαμού θωρείς λύκου 'χνάρε, 'ς ες το νου σου σα πράματα
(1951)
Κάθε που βλέπεις λύκου αχνάρια, να έχεις το νού σου στα πρόβατα
Της γυναίκας ενός χρόνου δουλειά τη βάζ΄ κάτ΄ απ΄ τη μασχάλη, του αντρός μιανής μέρας δουλειά εν αμάξι γιομίζει
(1956)
Του αντρός η δουλειά φαίνεται, της γυναίκας δε φαίνεται
Άπ' τα καλά συναγμένα, πέρν' ο διάβολος τα μισά κι απ' τα κακά, και τον νοικοκύρη μαζύ
(1956)
Ερμηνεία: Όποιος κερδίζει με άνομα μέσα τα χάνει, και ο ίδιος δεν έχει προκοπή
Σο σοφό Σολομών dου τζο πόμειν' ο κόσμος, σε κανείνα τζο πομένει
(1951)
Στο σοφό Σολομώντα αφού δεν απόμεινε ο κόσμος, σε κανένα δεν απομένει. Τόλεγαν με την έννοια ότι τα πάντα είναι πρόσκαιρα στον κόσμο τούτο
Ζ ορασπίσας το κατζίν dου 'κου, το τσουφάλιν dου 'ς τα πελάδε τζο γλυτώνει
(1951)
Εκείνος που ακούει της πόρνης τα λόγια, το κεφάλι του δεν το γλυτώνει από τους μπελάδες
Βαστάει το κουτί
(1957)
Δεν τον ξεπερνάει κανείς στη ψευτιά, στην τεμπελιά, στην πουτανιά και σ' άλλες προ πάντων αξιόμεμπτες ιδιότητες και συνήθειες. Η εικόνα είναι παρμένη απο τους εράνους γα κοινωφελείς σκοπούς, όπου το “κουτί” ένα κλειδωμένο ...
Όταν περνάς από του κουμπάρου σου το σπίτι, χαιρέτα κι' ας μην είναι κανείς, στην πόρτα κάθετ' ο άη – Γιάννης
(1952)
Ο άη – Γιάννης ο Βαφτιστής είναι δεσμός για την κουμπαριά των βαφτισιών
Τση μελαχρινής η τζιέρα, νόστιμ' είναι κάθε μέρα και τση άσπρης τση μπουχνάτης, μιαν αυγή 'ν' η ομορφιά της
(1952)
Η άσπρη είναι όμορφη μόνο το πρωί που ξυπνάει
Ο Μάρτης ο πεντάγνωμος πέντε βολές εσιόνισεν τζιαί πάλε το μετάνοιωσεν που δεν εξανασιόνισεν
(1958)
Οι χωρικοί για τον Μάρτην έχουν την ιδέα πως “ότι του κατεβαίνει κάμνει” μιαν σιονίζει, μιαν βρέσιει τζιαι κάποτε μπορεί να φκάλη την καλλίττερην λιακάδαν. Διηγήθηκε μια γριά από το χωριό Άγιος Γεώργιος στην επαρχία Κυρηνείας
Να μην νάρτει το τα' ζο η νύφη, το παλό ζ' νύφης το γϊαμάτιν τζό 'ρτσεται
(1951)
Αν δεν έρθει η καινούργια νύφη, η αξία της παλία νύφης δε φαίνεται
Αν κάμης τα καλά παιδιά, το πράμα τι το θέλεις; Κι' αν κάμης τα κακά παιδιά, το πράμα τι το θέλεις;
(1952)
Από τη συλλογή Λιβιεράτου
Γω ΄υρεύω περίλ΄ να γλείζω, τσαι συ΄ς τ΄ εμέν ΄λεύρι ΄υρέφ ;
(1951)
Εγώ γυρεύω γυράλευρο να γλέιψω και συ από μένα αλεύρι γυρεύεις ; Όταν ζητάμε κάτι από φτωχότερό μας. Πιρίλι ήταν τ΄ αλεύρι που μαζευόταν στο γύρο του μύλου. Πίκριζε και γι΄ αυτό τόδιναν στα γουρούνια
Σο κατζί σου γνένdα τσ' α νομάτ' να σε δώσει το γαρσιλίχιν dου
(1951)
Στο λόγο σου αγνάντια θα βρεθεί κι ένας άνθρωπος να σου δώσει την απάντηση
After we sold the sheep, we drove our shepherd dogs away = Όταν επουλήσαμε τα πρόβατα, εδιώξαμε τα τσοπανόσκυλα
(1959)
Refers to selfish, exploitive people = Αναφέρεται στους εγωϊστάς και τους εκμεταλλευτάς
Απ' του γάμου έρχουμι μα ψουφώ π' τη bείνα
(1952)
Λέγεται για κείνους, οι οποίοι υπολογίζοντες τα πράγματα κατά την ίδιαν την σκέψιν διαψεύδονται εις τα ελπίδος την. Περί της προελεύσεως της παροιμίας λέγεται ο εξής μύθος: Κάποιος κληθείς εις γάμον εν χωρίω πολύ μακράν ...
Γω φόρεσα οφτά ιμάτε πολύ 'ς τ' εσένα, γω τζο κατέχω τα τσαι συ κατές τα;
(1951)
Εγώ φόρεσα εφτά πουκάμισα περισσότερα από σένα, εγώ δεν το ξέρω και συ το ξέρεις;
Πασχά έρdα 'εννας το 'βο, τσ' έρτσεσαι σε μεν τζαι κακαρίζεις
(1951)
Πάσχα = αλλού
Τα παράδε 'ς φτάσουν σον bαπά, τσ' ο ψόφος τσάπου ύρεύει 'ς πα
(1951)
Ερμηνεία: Τα λεφτά να φτάσουν στον παπά, κι ο πεθαμένος όπου θέλει ας πάει
Ο νέγα Πάσκαζ 'α ναρτει τσαι να δεβεί
(1951)
Το μέγα Πάσχα θα 'ρθει και θα περάσει
Σαμού τζο σ' ο νομάτ' παράδε, ατσονdου α να 'σ'χίλι, φαϊτάς τζο 'σει
(1951)
Ερμηνεία: Όταν δεν έχει ο άνθρωπος λεφτά, όσο κι αν έχει μυαλό, κέρδος δεν έχει
Το κούτζιν dου σο γαϊρίδι τζο φτάνει, κουπανίζει το σαμάρι
(1951)
Η δύναμη του στο γαϊδούρι, δε φτάνει, χτυπά το σαμάρι
Οπου 'χει κατάρα γονιτσή, το Μάη είν' αργάτης, τον Άουστο σοιροβοσκός τσαι το Γενναρη ναύτης
(1957)
Οι επικατάρατοι εργάζονται τον Μάϊον επί ημερομισθίω
Α σε κατεβάσω σο ποτάμι, α σε βgάω διψασμένο
(1951)
Θα σε κατεβάσω στο ποτάμι, θα σε βγάλω διψασμένο. Όταν ένας ήθελε να δείξει στον άλλον πως είναι εξυπνότερός του, και πως δεν πιάνεται με τα λόγια. Τόλεγαν και σε γ' πρόσωπο: Παγάνει σε σο ποτάμι, τσαί φερίνει σε διψασμένος. ...
Τσάπ' είνdαι πουά μαμούκτες, για το σεριν dου, για το ποράδιν dου μαχτσουμού 'α βgάλουνε
(1951)
Όπου είναι πολλές μαμές, ή το χέρι ή το ποδάρι του παιδιού θα βγάλουνε
Ότιζ λε' τ' ορτόμ dου, γατϊέζουν dα'ς τα οφτά χωρία
(1951)
Όποιος λέει την αλήθεια, τον διώχνουν από τα εφτά χωριά
Ατσείνος του κλαί 'ς χώρας την άκρα, 'πομένει 'ς τα 'φτάλμε του
(1951)
Κείνος που κλαίει για ξένες πίκρες, χάνει τα μάτια του
Εν gαό τυρί, άμα εν' σου στσυλλού το Δερμα πατεμένο
(1951)
Είναι καλό τυρί, αλλά είναι βαλμένο μέσα σε σκυλίσιο δέρμα
Κόμη συ είσαι μο του δώτσε η μα σου τ' όνομα
(1951)
Ακόμα συ είσαι με τ' όνομα που σου έδωσε η μάνα σου
Μεις, αρ να ψοφήσουμε 'ς την bείνα, 'α ειπουν 'dι : έφαν bολύ τσαι τσατλάτσαν
(1951)
Εμείς, αν τύχει και ψοφήσουμε από την πείνα, θα πουνε : φάγανε πολύ κι έσκασαν. Όταν ο άλλος δεν ξέρει τον καημό σου, αλλά σε παίρνει κιόλας για ευτυχισμένο
Να ποίκ' αν bεγάϊδιν τζ' α γεθύρι, πε 'τι κι παρπάτσες σου Χριστου τη στράτα
(1951)
Αν κάμεις μια βρύση κι ένα γεφύρι, πες πως περπάτησες στου Χριστου το δρόμο
Σο ποτάμι τζο πνίγα, σό τσουβάϊδι κατέχω τα του 'α πνιγώ
(1951)
Στό ποτάμι δεν πνίγηκα, στό ρυάκι τό ξέρω πώς θά πνιγώ. Όταν ένας, ενώ γλύτωσε από μεγάλο κακό, κινδυνεύει να πάθει από μικρά
Τση καλομάννας το παιδί, σ' τσου πέντε μήνες κάθεται, σ' τσου έξι καλοκάθεται, και στους εφτά και στους οχτώ το πύργο – πύργο πάει
(1952)
Αυτές είναι οι συνηθισμένες προθεσμίες για το περπάτημα ενός καλογεννημένου παιδιού//Πύργος = Τοίχος
Τα σάνταλα τα μάνταλα, κι ο γάμος την Τετάρτη
(1958)
Σάνταλα είναι παραφθορά του σκάνδαλα. Το μάνταλα μπαίνει χάριν ευφωνίας και στιχοπλοκής. Ο γάμος γίνεται πάντοτε την Κυριακή. Γάμος γενόμενος την Τετάρτην, ή και άλλην ημέρα της εβδομάδος, είναι βιαστικός, γενόμενος προς ...
Αϊβάζης κρου' τσαι παίρει, τ' όνομα εν dου Κορόγλη
(1951)
Ο Αϊβάζης δίνει και παίρνει, τ' όνομα είναι του Κορόγλη (τα ρίχνουν του Κορόγλη)
Η μάννα της κι η μάννα μου, σ' ένα ηλιακό άπλωναν τα ρούχα τους
(1956)
Ειρωνικά όταν ήθελαν να πουν ότι δεν είχαν καμμιά συγγένεια αναμεταξύ τους
Ξέρει η κάκω μοναχή της είτε τ΄ αυγά με τυρί και βούτυρο θα τηγανίση είτε κότα θα σφάξη και πήττα θα μας φκιάξη
(1958)
Συνοδεύεται από κείμενο...
Όταν ξεροσπέρν'νε να ξεροσπέρν'ς κι όταν λασποκυλάν να λασποκυλάς και στα Γρεβενά για γένν'μα να μη ξαναρθήτε
(1959)
Είπε ο παπάς από τα Γρεβενά στους Ρεντινιώτες που πήγαιναν για καλαμπόκι στηγν πείνα
Σ ζ' μάνας μου το μουνί σοτρά μέλ' ό,τι έρτσεται, τσαλdεί α λαχτύλ'
(1951)
Από της μάνας μου το μουνί τρέχει μέλι, όποιος έρχεται, βάζει ένα δάχτυλο
Το μαχτσούμι τ' α μη κουάψει, βυζί τζο δίτουν dα
(1951)
Το μωρό που δε θα κλάψει, βυζί δεν του δίνουν
Μη σε κομπώσ' ο λέλεγκας, μη σε κομπώσ' ο κούκκος, μη σε κομπώσ' το χελιδόνι και πέσεις και πεθάνεις
(1956)
Την Πρωτομαγιά το πρωί, πριν βγούν από το σπίτι, έτρωγαν σκόρδο και παξιμάδι για να μη τους κούμπωνε ο λέλεγκας, ο κούκκος και το χελιδόνι
Τ' άβγα μο τ' άβγα καταχτούνε, 'ναμεσα ψοφά το γαϊριδι
(1951)
Τ' άλογα με τ' άλογα κλοτσάνε, ανάμεσά τους ψοφά το γαϊδούρι
Μο το λύκον bνίζεις τσαι μο τον αυτένην dου κλαίς
(1951)
Με το λύκο πνίγεις (το πρόβατο) και με τον αφέντη του κλαίς
Ήλιος και βροχή παντρεύοντ' οι φτωχοί ήλιος και χιόνι παντρεύοντ' οι αρχόντοι, ήλιος και χαλάζι παντρεύονται για χάζι
(1959)
Όταν βρέχη και πέρα στο βουνό είναι ήλιος και χτυπάει εδώ λέμε την ανωτέρω παροιμία, Βασιλική Δημόλικα, ετών 63
Αν κάθε ζουζούνι έκανε μέλι, ο μπούμπουλας θα έκανε το καλύτερο
(1959)
Υπάρχουν ατομικές διαφορές και συνήθειες. Μερικά πρόσωπα δεν είναι γενημένα για θέσεις
I show you the house, you find the door = Εγώ σας δείχνω το σπίτι, σεις θα βρήτε την πόρτα
(1959)
That is the house; you look for the door = Να το σπίτι, εσύ κοίτα για την πόρτα
Ω τατά! Πγέσα αν gλέφ'. Φέρ' τα. Τζόρτσεται. Άφ' τα τσ ε δω. Τσο 'φήνει με!
(1951)
Ε πατέρα! Έπιασα έναν κλέφτη. Φέρ' τον. Δεν έρχεται. Ας τον κι έλα δω. Δε μ' αφήνει!
Ο Μάρτης λένκεν dι: Άρ να μην bοίκω σειμό σα έννα, αποίκω σα δεκαϊννά, αρ να μην bοίκω σα δεκαϊνά, σα είκοσιεννά 'α νάρτω μο τον αραπά
(1951)
Ερμηνεία: Ο Μάρτης έλεγε αν δεν κάμω χειμώνα στις εννιά, θα κάμω στις δεκαεννιά, αν δεν κάμω στις δεκαεννιά, στις εικοσιεννιά θε νάρθω με τον αραμπά, δηλαδή ο Μάρτης οπωσδήποτε θα φέρει κακοκαιρία
Κρομμύδιν τζο 'φαγα κι, να μυρίσει ο στόμας μου
(1951)
Κρεμμύδι δεν έφαγα, για να μυρίσει το στόμα μου
Νά νάσ΄ νύσε α ξυστής΄ να μη νάσ΄ ά σε φαν dα φτείρε
(1951)
Αν έχεις νύχια, θα ξυστείς αν δεν έχεις, θα σε φαν οι ψείρες. Για κείνους που δεν έχουν τρόπο να τα βγάλουν πέρα μόνοι τους. Λεβ. 75 – Πόντ. Ακ. Σελ. 485 : Νύχια ΄κ΄ έχ΄ να τοαφίεται
Χάρει, μάννα, τον υιό σου, κι' αδερφή, τον αδερφό σου, όσο νά' ρτ' η κιουκιουρίστα κ' η κρεβατομουρμουρίστρα
(1952)
Κιουκιουρίστα και κρεβατομουρμουρίστρα είναι η νύφη, που βρίσκει ευκαιρία να μουρμουρίζη στον άντρα της χίλια-δυό δικά της, ξέχωρ' από τη μάννα του και την αδερφή του. Παλική (Ανώη)
Ηρτ ο κως σο τ'άρι τσαι πααίνει αρά να 'εννήσει
(1951)
Έφτασε ο κώλος του στα στενά και πάει τώρα να γεννήσει
Στάθη στάθη, δώτσεν dο γιαρανό σο 'φτάλμι
(1951)
Στάθηκε στάθηκε, χτύπησε το γερανό στο μάτι
Έκαμέ τον ένα φέσι, έλειπ' η κορφή κι' ο γύρος καί τά δυό πλευρά καί η μέση
(1956)
Για ένα πράγμα ακάμωτο, που το παρουσιάζουν ως τελειωμένο
Ο φρόνιμος σώστου να 'νανοστεί, ο δομμένο κρού' τσαί δεβαίνει
(1951)
Ο φρόνιμος ώσπου να συλλογιστεί, ο τρελός χτυπάει και φεύγει
Η Τζισάρα να καεί, α χασίρι τζο 'χω 'πέσου
(1951)
Ερμηνεία: Το λένε για κείνους που δεν τους συγγενεί η ξένη συφορά
Ατσεί που τσύλιστης, 'γω τσυλίστα τσάφ 'bρό 'ς τ' εσένα 'φήκα τσαί ψύλλοι
(1951)
Εκεί που κυλίστηκες, εγώ κυλίστηκα πιο μπροστά από σένα, άφησα και ψύλλους
Είπαν 'dι σο λύκο κι : Ο φσόνdυος σου σοτίπως εν bασύ; Τσ είπεν 'dι : θωρώ τα μαναχό μου τ' όργο μου
(1951)
Είπανε στο λύκο: Ο σβέρκος σοτ γιατί είναι παχύς; Κι είπε: βλέπω μονάχος μου τη δουλειά μου, Τη δουλειά του ο καθένας, αν θέλει να γίνει σωστή, πρέπει να την κάνει ο ίδιος, Ποντ, Α.Π. αρ. 1654 : Τον λύκον είπαν ατον : “ Η ...
Ο μάστρος γίσκαλακία τζο τρώει
(1951)
Ο μάστορας κολοκυθάκια δεν τρώει
Ο Μάρτης 'ύρεψεν α ημέρα 'ς τον Απρίλ' δανεικό, να μbάσει τη γρα σο χαρϊένι
(1951)
Ερμηνεία: Ο Μάρτης γύρεψε μιά μέρα από τον Απρίλη δανεικιά, για να μπάσει τη γριά στο καζάνι. Συνοδεύεται από κείμενο...
Που πάρη χίλια πέρπυρα τσαι κακκαβιά γυναίκα, τα χίλια πέρπυρα τσυλούν τσ' η κακκαβιά του μένει
(1957)
Κακκαβιά = άσχημος γυναίκα, οιονεί κακκαβιά
Το χωριό καίεται, κι η γιαγιά χτενίζεται = The village burnw while grandma scratches her back
(1959)
Ερμηνεία: Για όσους δεν σκέφτονται του κόσμου τις ταραχές και τα βάσανα = Refers to those who are not concerned with other people's troubles or syfferings
Γω φτένω τα βάτι σα φσάχε μ': Όνdουνους κορίτσι α πάρει, να κούσει το σάσι τσαι στέρου νdα πάρει
(1951)
Εγώ αφήνω διάτα στα παιδιά μου: Οποιανού κορίτσι θα πάρει, ν' ακούσει τη φωνή της κι ύστερα να την πάρει. Να μην παντρεύεται κανείς, προτού γνωρίσει έστω και λίγο τη γυναίκα που θα πάρει. Εκείνα τα χρόνια ο γαμπρός, ως την ...
Το Γαλά 'ς τα πίσου τη μερά τα παίρνουνε
(1951)
Ερμηνεία: Το κάστρο από το πίσω μέρος το παίρνουν
Να μη νάρτεις σ' αν κάμι ιράστα, το καό τζο κρους σο νου σου
(1951)
Ερμηνεία: Αν δεν έρθεις σ' ένα κακό αντίκρυ, το καλό δεν το φέρνεις στο νου σου
Αν πάρης χίλια πέρπερα και κακαβιά γυναίκα, τα χίλια πέρπερα πετούν κ' η κακαβιά σου μένει
(1952)
Πέρπερα = τα βυζαντινά υπέρπυρα, νομίσματα, κακαβιά και κακαδιά = άσχημη (κακαϊδή, με κακή όψη). Στα Δειλινάτα λένε κακαρδή//Όποιος δηλαδή πάρη προίκα και άσχημη γυναίκα, θα φάη την προίκα και θα του μείνη η άσχημη
Το κρεμμύδι το πρωί, κάνει τ' άντερο παχύ και το σκόρδο την ημέρα, φέρνει στην καρδιά αγέρα
(1956)
Καλό κάνουν στην υγεία και τα δύο
Η κόρη μ' έγνεσ' ενα αδράχτι, - άδραχτος μαλάδραχτος, - η νύφη μ' τέσσερα κουτσόδραχτα
(1956)
Η κόρη της ακαμάτρα, έκανε ένα αδράχτι και το έλεγε μεγάλο άδραχτι, η νύφη της, προκομένη, έγνεσε τέσσερα τάβρε μικρά κουτσόδραχτα
Η νύφη μ' να γεννάη σαν τον κόσμο, κ' η κόρη μ' εύκολα σαν τη κότα
(1956)
Η νύφη γέννησε σαν το κόσμο κ' ήτανε καλά, η κόρη σαν την κότα και τυφλώθηκε, ξέχασε που όταν γεννάη η όρνιθα δε βλέπει
Ο μύος πήε σο σέλι τσαί συ αραdίζεις 'κόμη τα κροτάλε;
(1951)
Ο μύλος πήγε στην ποταμοπλημμύρα και συ γυρεύεις ακόμα τα βαρδάρια του;
Του Μάρτη νήλιος μη σε δη τ' Απρίλη μη σε λάση, για να μην είσαι τη λαμπρή μαύρη σαν το τσεράτσι
(1958)
Τσεράτσι = κεράτιον, χαρούπι
Περνάει ζωή και κόττα
(1950)
Από την έκφρασιν περνάει τη ζωή του τρώγοντας όλο κόττα, της οποίας το κρέας θεωρείται ως η εκλεκτοτέρα τροφή, προήλθεν η ειρημένη βραχυλογική φράσις και η βραχυλογικωτέρα ζωή και κόττα λεγομένη δι' άνθρωπον ζώντα πλουσίως ...
Είπες τι νdα κρέμ' σες 'σ το ιμάτι σου
(1951)
Λες και τον πέρασες από το πουκάμισό σου. Τ' αντρόγυνα που δεν έκαναν παιδιά, υιοθετούσαν ένα ξένο. Για να τους αγαπήσει όμως σαν αληθινό, η θετή μάνα του τόβαζε στον κόρφο της και το περνούσε μέσα από το πουκάμισό της ως ...
Αλλού ο παπάς κι αλλού τα ράσα του
(1950)
Η φράσις λέγεται δια πράγματα και πρόσωπα, τα οποία είναι χωρισμένα και μακράν αλλήλων, ενώ φυσικόν είναι να ευρίσκωνται μαζί. Εις την γένεσίν της μας οδηγεί η φράσις της Καρπάθου όπου ο παπάς, παν και τα ράσα, η οποία ...
Ο Θεός έδωσε τα βάσαν στην πέτρα και δεν τα βάσταξε, κ' ύστερα τα έδωσε τον άνθρωπο
(1956)
Για να δείξουν την αντοχή του ανθρώπου στα βάσανα και στις λύπες
Του νεκέση το μάλι χάνεται 'ς του τσομάρτη πολύ
(1951)
Του τσιγγούνη το βιός χάνεται περισσότερο από του κουβαρδά
Όποιος αφίνει τη στεριά, τη θάλασσα γυρεύει, ο διάβολος στη ράχη του, κουκιά τον μαγερεύει
(1956)
Όποιος καταπιάνεται με δουλειές, που δεν είναι του χαρακτήρος του, βρίσκει δυσκολίες, Τα έκαμε θάλασσα. Πήγε να τα σιάξη και τα χάλασε
Όποιος έχει μέρες δεν τις χάνει, κι όποιος δεν έχει, του κάκου τις γυρεύει
(1956)
Όποιου είναι γραμμένο να ζήση, θα ζήση κι αν του έιναι γραφτό να πεθάνη, δε γλυτώνη
Α σε φάω 'γω η οχίτσα, 'τοίμασε πολλά βοτάνια. Μ' α σε φα' ο γιος μ' ο αστρίτης, το τσαπί και το φκυαράκι
(1952)
Ερμηνεία: Είναι είδος οχιάς με στίγματα. Τσαπί και φκυάρι, του νεκροθάφτη. Εδόθη και ως δελτίον ποικίλης ύλης
Κατέβης 'ς τ' άβγο, γαλίτσεψες σο γαϊρίδι, κατέβης 'ς το γαϊρίδι, τσοκτϊέσες σόν τζοράχο
(1951)
Κατέβηκες από τ' άλογο, καβαλίκεψες στο γαϊδουρι, κατέβηκες απ' το γαϊδουρι βούλιαξες στη λάσπη. Όταν αρχίζεις να ξεπέφτεις, δεν ξέρεις που θα καταντήσεις στο τέλος
Τσάπου τζ' ομdϊέζεις 'ς τον τζαλού, βgαίν' αν 'αγός
(1951)
Από το χαμόκλαδο που δεν περιμένεις, βγαίνει ένας λαγός
Δώκαν dο νομάτη τσ' είπεν dι: βάϊ, τη ράση μου!
(1951)
Χτύπησαν κάποιον κι είπε: ωχ, τη ράχη μου! Για τους δειλούς και μικρόψυχους που δέχονται αδιαμαρτύρητα ό,τι κι αν τους κάνουν οι άλλοι. Λεβ. 27
Μbαίνει 'ς τόϊναν dο 'τι, βgαίνει 'ς τε τ' άβου το τι
(1951)
Μπαίνει από τόνα το αυτί,βγαίνει από τ' άλλο τ' αυτί.Όταν τα λόγια μας πάνε χαμένα. Μια φορά κάλεσαν στο χωριό μια γυναίκα,που είχε πάρει τον κακό δρόμο,και την ορμήνευαν.Ο θείος της της είπε τα πιο πολλά. Εκείνη στο τέλος ...
Στάθη σο θύρι μbρό, νε του βgαίνει φήνει, νε του μbαίνει
(1951)
Στάθηκε στην πόρτα μπροστά, ούτε κείνον που βγαίνει αφήνει, ούτε κείνον που μπαίνει