Αναζήτηση
Αποτελέσματα 11961-11970 από 12472
ιμπρέτ
(1953)
ιμπρέτ (το) [λ. Τουρκ.] το παράδειγμα. “Πήρε ιμπρέτ'”, επαραδειγματίσθη από την ατυχή έκβασιν μιας πράξεως. “Μ' έκανες ιμπρέτ'”, με λέρωσες. Παρ.φρ.
Εδέκει π' ο Θεός τα συμμαζώνει, έρκετ' ο διάολος και τα σκροπάει
(1952)
εδέκει ή εδεκεί
Το διαμάντι κι α μαυρίση, αν το τρίψης, θα γυαλίση
(1952)
Παλική, από τη συλλογή Λιβιεράτου
Τρίτη γεννιέτ' ο όμορφος, Τετράδ' ο αντρειωμένος, Πέφτη ο καλορίζικος, Παρασκευή ο ξένος, Σάββατο ο πραματευτής και Κυριακή ο μπιζάρος
(1952)
Πρόληψη για το χαρακτήρα αυτών που γεννήθηκαν. Ξένος=αυτός που θα ξενητευτή, Πραματευτής=έμπορος γενικά, και κοσμικός τύπος, Μπιζάρος (ιταλ.)=παράξενος, ξεχωριστός
Κάθε γουρούνι για τη μουσούδα του σκυλαύει
(1952)
Πύλαρος, Μουσούδα = μούρη, Σκυλαύω = σκάβω με το στόμα, Σκαλεύω = ψάχνει για τον εαυτό του να φάη
Όθε σαρτάρ' η γίδα, θα σαρτάρη κ' η βετούλα
(1952)
Σαρταίνω και σαρτάρω (ιταλ.) = πηδώ, βετούλα (ιταλ.) = μικρή κατσίκα
Τση γριάς τον έπαινο, η ανηφοριά τον δείχνει
(1952)
Πύλαρος από τη συλλογή Μακρή
Άμα δε μπορείς να δαγκάσης, γλέιφε
(1952)
Πύλαρος από τη συλλογή Μακρή
Αρκόντου παρακάλεση, σα ναν την πης αγγάρεια
(1952)
Γιατί έμμεσα σε υποχρεώνει